ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ϊψί* τύν «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΕΚΔΟΤΙΚΟΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΝ* το «ΑΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ*

I, Η ώνολϊΙΦβΕΪοα έκδοϊΐκή προσπάθεια ·πσλ- Λό* θα οχρελειας ε1ς τύ όρθάδοξον πλήρωμα τής Εκ

λη«ίο° ,οο Χρίστου. Κύραος ό θεδς ήμών ' έν>σχύση ι’,μδρ ί»ύ την δλΐίκλήίκοσιν δργοι^,

Άτ«θ· Ιΐροιΐ 60, Τ.Ε./ 1336/1072

ΑΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Έ π Ο Π I Ε ί Π

ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ’Εκτ. Καθη^ητοΟ τής Πατρολογίας έν τ$ θεολοιγτκΛ Σ χολή τοί> Πα νετυστημίου Αθηνών

Έηιμέλεΐα ΕΜΜ. 1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΝΙΚ- Μ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΕνΊ. Υφηγητών παΟ Πανετηιατηιμΐοιτ Αθηνών

Συντονιστής Έχδόοεως Ιβρκύς ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. ΔΙΠΤΗΣ Εφ· I. Ν. 'Αιγ. ΓΙαντελεήμανος Αχαμνών

ΙΩΑΝΝΟΥ

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΕΡΓΑ

ΤΟΜΟΣ 27

ΕΓΚΩΜΙΑ ΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ (Β')

Είσαγωγή Λί ετάφρασις Σ χάλια 'Αοκιμ. ΝΛΥΚΡΛΤΙΟΥ ΤΣΟΥΛΚΑΝΛΚΗ

* ί ί ΐ * $ ί Φ Φ Φ Φ Φ φ $

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ε I I Α Γ 42 Γ Η

ΕΙΣΑΓΩΓΗ . .

Είς Μελόπκ» άροαεπίοκαπον Άνπσχείας τόν βιγιον μάρτυιρα Λουκιάνόν Είς ιών ίίγιον ίειναμάρτυρα Βίΐβύλαν . , .

Εί<- ιούς αγίους μάρτυρας ΊουΟενιιΐνον κα] Μα- ξιμϊνσν . . .

Εις τήν άγίαν μάίρτυηα Πελαγίαν . _

Ης τόν άγιον Ιγνάτιον τόν θεοφόρσν . Λ .

Εις τόν 5 γιον Ευστάθιον άρ-χιεπ. Άμϊ ιοοοε/ίαις Εις τόν άγιον μάρτυρα Ρωμανόν. Λόγος Α' .

Εκ; τόν άγιον μάρτυρο Ρωμανόν. Λόγος Β*

Είς τός άγίας μάρπ^ιας Βεμνίκην καί Προοδό- κην καί τήν μητόρα αύτών Δσμνίναγ

ΚΕΙΜΕΝΟΝ ....

11 (21$)- 19 <Ι£[) 27 (130)

33 (139) 44 (148) 53 (158) 66 (175) 80 (188) 89 (199)

95 (2(17) 213

* 01 ίνΐής ΛΛρβνΚίοείίς ίρώμίΐ τ.χρΛίιίμτ.ο·^ *[ς -ά: λ(Εα; τδΰ χ«ΐμί«ΰ. ' '

Εις τόν παρόντα τόμον δημοσ ιεύονται δέκα όμιλίαι τοϋ Ιερο'3 Χμυσοστόμου είς άνίους μάρτυρας. Τά; όμιλία; αύτά; Αςιφώνησεν 4 Ιερός πατήρ καθ' δν χρόνον ύπηρέτίι Ακόμη έν Άντισχείφ ώς ί*ρ4ύ·;, Αποτελούν δέ Αγκώμιχ ιίς προσωπικότητας π-ίύ σχετίζονται μΐ τήν πόλιν τής Αντιόχειας «Γτε διότι έχρημάτισαν έπΐτχοπο·. έν αύτή. είτε διότι ^μαρτύρησαν όχιΐ ή χχί Ακόμη διότι ίτιμω/το βαθύτατα ύπό τών ’Ατίοχέων. Εις τά; ό μιλιάς αύτάς Εγκωμιάζει ό Ιερός Χρυσόστομο; τούς μαρτυρικούς άθλους αυτών, ά'-σ.πτύσσκ τΫ;ν θεολογίαν τ&ΰ μαρτυρίου, ϊό όποΓον χ«1 όνομάζϊι «κεφάλαιον πάντων τών Αγαθών» καί διά τού Αξιομίμητου παραδείγματος Αχτί¬ νων διδάσκει τούς άχροατάς του χ*1 στηρίζει τήν πίστιν των.

Καί οΐ λόγοι ούτοι διακρΐνονται διά τό κάλλος κα1, τήν θελ- χτικότητά των, μάλιστα δέ ή διήγησι; σκηνών καί περιστατικών έκ τών μαρτυρίων συναρπάζουν τόν Αναγνώστην καί αιχμαλωτί¬ ζουν τό Ιν&αφέρον αύτού. Μερικοί λόγοι παρουσιάζουν μεταξύ των χρονικήν ϊξάρττριν, δπω; είναι π.χ. δ ιΐ; τόν άγιον Βαδύλαν άναφιρόμινος καί έκείνος τών άγνων μαρτύρων Ίουδεντίνου καί Μαξιμένου, ή ί περί τής άγίας Πελάγιας καί ΙκεΓνος περί τοΟ ά¬ γιου Ιγνατίου τοΟ θεσφόρου. Εις τόν άγιον μάρτυρα Ρωμανόν υπάρχουν δύο λόγοι. Ό β' λόγος περιέχει περισσότερα στοιχεία περί τού μαρτυρίου τού άγιου άπό τόν α' λόγον. Γενικώς, τό λε- ςιλόγιον κα: τό δφος τ$0 β' λόγου διαφέρουν κάπως Από έκεϊνα τών λοιπών λόγων του ίεροϋ πατρός. ΐίιβανόν νά έγράφη ιίς άλλ<* καιρόν καί ύπό ίςαφορετικάς συχθήχας 6 λόγος οότος.

Γενικώς, παρατηρούμε»/, δτι κέντρον καί ουσίαν τών λόγων τού¬ των Αποτελεί τό χριστιανικόν μαρτύριον. ή τιμή πρός τούς μάρτυ¬ ρας καί ό δεσμός τών Άντιοχέων πρό; τούς ήρωας τούτους τής πί- στεω; ήμών. Είς τούς χρόνους πού ζή ό Ιερός, πατήρ διχρκοΟν Α¬ κόμη αί. τελευταία. Απηχήσεις τών μεγάλων είδωλολατρικώυ ίιω- γμών κατά τοΟ Χριστιανισμέ. Ό έθνισμό; προσπαθεί νά άνορβω- ^ καί νά άναστηθή πάλιν ώς θρησκεία, διά τελευταίαν ιροράν, διά τού αύτσκράτορος το·3 Βυζαντίου, τού περιφήμσυ 'ϊουλια'«·οΟ τσΟ Παραβάτου (361 363) . Είς τό σχετικώς όλιγοστόν διάστη[να

[ϋΑΛΝυΐ' ΧΡϊ'ΣΟΣΤΟΜΟΓ

ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ιί>

τής βτπλεί ας του τροιίΑ κίβη» νά. διώςη καί αύτό; όσον ήδυνήίΒ, τήν ΐρητκίίαν τον Ναζωραίον κ*4 νά κακοττοιήή) χριστιανούς. Διωγμοί 54 ν ίλλβιφαν βίζαίως κα5. μέρους τών άρΐοχνών, τών πχδιΤίν χή; χέρίτεως πού έπί αιώνα; δλοκλήρονς ■νχΗ-.ίρ αξ« χήπ Εκκλησίαν. 'Λαλ’ ΟΪ $ποτα?5ήιτοτε μορφής αύχοί ^ι<!τγμθί ούσια* αν,κώ; 84 ν Εβλαψαν τήν Εκκλιρίαν. Οί ποταμοί “ών μαρτυρικών α)ίμάχΓ«>ν ν^ηααν ΐό δένδρον τής πίστϊως και διέδωσαν τήν νίαν ί*ρητΓκ£ίαν ταχύτίρον 4νά χήν οικουμένην. 4π1 ιτλέον ίέ, έτλοότ'.- *χγ ι6 μητρώον τής Βαοιλίΐας τών Ουρανών. Μήπως όμως αύτδς 5έν είναι ί προορισμός χαί ό σκοπό; τής ίπί γής ίγωνιζομένης Εκκλησία; χοΰ Χριστού;

’Λρχίμ. ΝΑΓΚΡΑΊΊΟΣ ΓΣΟΪ'ΛΚΑΝΑΚΗΣ

ΟΜΙΛΙΑ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ ΜΕΛΕΤΙΟΝ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ1 ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΘΥΜΙΑΝ ΤΩΝ ΣΥΝΕΛΘΟΝΤΩΝ

Α 1, Περιφέροντας τά βλέμματά μου είς κάθε μέ¬ ρος τής ίερας αύτής συνάξεως καί βλέποντας νά είναι πα- ροϋοα όλόκληρος ή πόλις, δέν ήξεύρω ποιον πρώτον νά. καλοτυχίσω' τόν άγιον Μελέτιον, ά όποιος καί μετά. θά¬ νατον απολαμβάνει έκ μέρους σας τόσον μεγάλης τιμής, ή έσάς, οΐ όποιοι καί μετά θάνατον συνεχίζετε νά δείχνετε πρός τούς πνευματικούς σας ποιμένας τέτοιαν Αγάπην. Είναι μακάριος λοιπόν έκείνος, διότι κατώρθωσε νά άφήση είς δλους σας τόσόν θερμήν Αγάπην. Μακάριοι εΤσθε δμως καί έσεΐς, διότι, άφοΰ έδεχθήκατε τήν παρακαταθήκην τής άγάπης έκεΐνης, κατωρθώσατε νά τήν διαφυλάξετε μέχρι σήμερον άκεραΐαν πρός χάριν έκείνου πού σας τήν έμπι- στεύθηκε. Διότι παρήλθεν ήδη καί τό πέμπτον έτος,Β άφ’ ότου έκεΐνος άπεδήμησε πρός τόν πολυπόθητον Ίηοοΰν καί έσείς ήλθατε μέ τόσον θερμήν Αγάπην πρός συνάντη- σΙν του, πού σάν νά τόν είχατε ϊδει χθές καί προχθές άκό- μη. Δι’ αύτό καί είναι έκεΐνος Αξιοζήλευτος^ διότι έγέννησε τέτοιους υΙούς. Αξιοθαύμαστοι δέ καί έσεΊς, διότι σάς £- τυχε τέτοιος πατέρας. Εύγενής ή ρίζα καί θαυμασία, άλλ1 δμως Αντάξιοι τής ρίζηε καί οΐ καρποί της. Πράγματι, δπως κάποια ρίζα σπουδαία, ή όποίσ κρύπτεται είς τούς κόλπους

1. Ό έπίσκο^α; Άντιο/δί*; Μιλέπα; 4γ(ννήΙΗ, είς τήν Μιλσνή',, κό· λίν τής μ. ’Αρμ&νίζς χ«τ£ τό χ' τέταρτον τοδ Α' μ.Χ. 'Κπ^κατιο;

’Λ,νικϊχείας έξ&λίγη κατά τά; ίρχάς το& 3β0 3ι»δ«χ©ί!ς τόν Βύίό|<ον. *Α· πογΜ,τϊϋθίντίς ο! 4ρ«ι»νο1 ί* τήΐ ίχλογή; το·>, ίοτρϊπτρΛν ένιντίον ταυ ναι τ:«ί«ν·:*ί τόν αύτοχράτορΛ Κυινίτάντιον, έτιέτυχρν εξορίαν «0 Μ*λ»τ!ου «ίς τήν πιπτρ <&* τβ-ι, Ιν* μόλις μήνα μ,Ξτά τήν ίκλογήν του. ’Κπανβλθόιν αόιής έ'β.ρίΛη **! ττάλιν έπ,Ι «Μίλβντος. 'ΚίΜινήλ&β «4 Η «ύτΤ,ζ τό ίκΐ τής 5«τιλ?!χς -.<* Γρατ-.ανοΠ. Τό ίϊ«1 ουμμετίσχτν «1ς τήν ί- Κΐ»Νθτχντινο!ΜΗΐΑβ( αϋτ/Αηθίϊίαν ΙΓ 0ίΗ<7·>ιι·νιχήν Σίτ-ΰόα'Λ ής %χ\ έχ?^- μ*τΐ3Ε πρόεδρος. Άίΐέθαν» Τ?'.ν λήξουν αΙ Ιργαοίϊΐ 1Ϋ,; Σιινόδβυ.

Ί’ό 3κήνο; του ίργότζρον δΐϊκΟμίβΟΐ) ίί; Αντιόχειαν -/.ιΐ ένιπετέθι; πλη¬ σίον τής θήν.ης τοα Ιερομάρτυρα; Η*δ·1λτ. ’Κ Έκν.λτρία μ»ς τ«ι4 τήν μνήμ«ον το» τήν 12ην Φββρουαρίου.

Ι&ΛΧΚΟΙ' ΧΙ'ΓΖΟΣΤΟΚΟΙ'

12

τής γής, δέν φαίνεται μέν ή ιδία, παρουσιάζει δμως τήν ά- ξίαν τής δυνάμεώς της μέ τούς καρπούς της, κατά τόν ίδιον τρόπον λοιπόν καί 6 Αξιομακάριστος άγιος Μελέτιος πού κρύπτεται μέσα ε!ς αύτήν Εδώ τήν λάρνακα, ά Ιδιος μένει Αθέατος άπό τούς σωματικούς μας άφθαλμούς, Εμφα¬ νίζει δμως τήν δύναμιν τής χάριτός του μέ Εσάς πού εΐσθε οί πνευματικοί του καρποί, ΰ Καί αν άκόμη λοιπόν Εγώ σι¬ ωπήσω, άρκεΐ, νομίζω, μόνη ή ίδια ή έσρτή καί αύτή ή θερ- μότης τής προθυμίας σας νά διασαλπίση τρανότερον καί άπό μίαν σάλπιγγα τήν άγάπην τοΰ άγίου Μελετίου πρός τά τέκνα του. Διότι, τόσον πολύ Επύρωσε τόν νοϋν σας ε(ς τά νά τόν άγαπήσετε μέ θέρμην, ώστε καί είς τό άπλούν άκουσμα τσϋ όνόματός του νά θερμαίνεσθε όλοτελώς καί νά Ενθουσιάζεσθε όταν τό προφέρετε.

ΔΓ αύτό καί Εγώ τώρα, όχι χωρίς λόγον, άλλ’ Επίτη¬ δες καί φροντισμένα είς τούς λόγους μου συνεχώς παρεμ¬ βάλλω αυτό τό δνομα, Καί δπως Εκείνος πού πλέκει χρυ- οοϋν στέφανον μέ τό νά τοποθετή έπειτα μαργαρίτας κα¬ τά Τήν πυκνότητα τών πολυτίμων λίθων, κάμνέι λαμπρό¬ τερου τό διάβημα, Ο έτσι λοιπόν καί Εγώ σήμερον, πλέκων είς τήν μακαρίαν Εκείνου κεφαλήν τόν στέφανον τών Εγκω¬ μίων, ώσάν πυκνότητα μαργαριταριύν Ενυφαίνω είς τόν λό¬ γον μου τήν Επανάληψιν τοΰ όνομάτός του, διότι Ελπίζω κατ’ αύτόν τόν τρόπον νά τό κάμω περισσότερον ποθητόν καί λαμπρόν. 519 Α Διότι, αύτός είναι ό νόμος Εκείνων πού άγαποΰν καί τέτοια ή συνήθεια, ώστε νά περιπτύσσωνπαι καί μόνα τά όνόματα τών όγαπημένων προσώπων των καί νά παροτρύνωνται κυριολεκτικώς καί μέ αύτό μόνον τό ά¬ κουσμά των, πράγμα πού καί Εσείς τώρα Επάθατε μέ τόν άγιον τούτον άνθρωπον.

Διότι, άπό τήν στιγμήν πού είσήλθεν είς τήν πόλιν καί τόν ύποδεχθήκατε, ό καθείς έδιδεν είς τό τέκνον του τό βύσ¬ μα Εκείνου, διότι Ενομίζατε, δτι μέ Εκείνο τό άνομα είσάγει δ καθείς είς τόν οίκον του τόν άγιον, αί δέ μητέρες παρα- βλέποντας τά όνόματα τών πατέρων καί τών πόππων καί τών άλλων προγόνων, έδιδαν είς τά γεννώμενα τέκνα των τό δνομα τού μακαρίου Μελετίου, Διότι ό πόθος τής εύλα- βείας Ενικοΰσε τήν συγγένειαν καί τά γεννώμενα τέκνα ήγα- πώντσ πιό πολύ άπό τούς γονείς των βχι μόνον λόγφ τής φυ¬ σικής φιλοστοργίας των γονέων των, Β άλά καί διά τήν εύνοι¬ αν που Εδείκνυαν αυτοί πρός αύτό τό όνομα τοΰ άγιου. Διότι Ενόμιζον δτι τό όνομα αύτό άποτελεΤ καί κόσμημα τής συγ¬ γένειας καί άσφάλειαν τής οίκίας καί σωτηρίαν είς Εκείνους

]!ΐ ΚΙ£ ΗΚΛΚΤΙΟΚ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

πού τό έφεραν καί παρηγορίαν τού πόθου των. Καί όπως οΐ ίύρισκόμενοι είς τό σκότος, δταν άνάψη Ιν φως, άνάπτσν- τας Εξ αύτού πολλούς άλλους λύχνους, 6 καθείς τό είσάγει είς τήν οίκίαν του διά νά φωτισθη, έτσι λοιπόν καί μέ τό δνο¬ μα Εκείνο πού σάν φως ίλαμψεν είς τήν πόλιν, ό καθείς ώ¬ σάν νά άνάπτη λύχνον, είσήγαγεν είς τόν οϊκον του τό δνο¬ μα τοΰ άγίου Εκείνου, ώς νά ήθελε νά προσελκύση μέ Εκεί¬ νο θησαυρόν άπείρων άγαθων. Καί αύτό πού Εγένετο τότε, άπετέλει διδασκαλίαν εύλαβείας. Διότι, μέ τό νά άναγκά- ζωνται συνεχώς νά Ενθυμούνται τό δνομα τού άγίου καί νά Εχουν τόν άγ ιο ν μέσα είς τήν ψυχήν των , εΤχον τό άνομ ά του σάν μέσον φυγαδεύσεως παντός άλόγου πάθους και άκαθάρ- του λογισμού. Καί τό πράγμα Εχει λάβει τόσην έκτασ,ν, ώ¬ στε καί είς τούς δρομίσκσυς καί είς τάς άγοράς καί είς τούς άγρούς καί είς τάς όδσύς νά άντηχή παντού τούτο τό δνομα.

Μάλιστα όέ βχι μόνον διά τό δ νομό του σδς κατέλαβε τούτο τό πόθος, άλλά καί δι’ αύτήν τήν άπεικόνισιν τοΰ σώ¬ ματός του. Αύτό λοιπόν πού Εκάματε ώς πρός τά όνό- ματσ, τό Γδιον Εκάματε καί διά τήν είκόνα τού άγίου. Διό¬ τι, Εκείνην τήν άγίαν είκόνα τήν Εχαράξατε πολλοί Ο καί Επάνω είς τάς σφενδόνας (όπάς) τών δακτυλ ιδίων σας καί είς τά Ανάγλυφα καί είς τάς φυάλας καί είς τούς τοίχους τών θαλάμων καί παντού, ώστε βχι μόνον νά άκοΰτε Εκείνο τό Ιερόν δνομα, άλλά καί νά βλέπετε, παντού τήν είκόνα του καί μέ τούτο νά Εχετε, τρόπον τινά, διπλήν, παρηγορίαν διά τήν Εξορίαν του.

Διότι εύθύς ώς είσήλθεν είς τήν πάλιν, άπεμακρύνετο πάλιν Εξ αύτής' τόν Εδίωκον οί Εχθροί τής άληθείας.® Ό θεός δμως τό Επίτρεψε ν αύτό, θέλων νά δείξη μαζ! καί τήν άρετήν Εκείνου καί τήν [δικήν σας άνδρείαν. Άφοϋ λοιπόν ρέ τό νά είσέλθη, δπως ό Μωϋσής είς τήν Αίγυπτον, άπήλ- λαξε τήν πόλιν άπό τήν πλάνην τής αίρέσεως καί μέ τό νά άποκόψρ άπό τό υπόλοιπον, σώμα τά σάπια καί Αθεράπευ¬ τα μέλη έδωσε καί πάλιν είς τό πλήρωμα τής Εκκλησίας πλήρη τήν ύγείαν, Ε ο! Εχθροί τής άληθείας, μή άνεχθέντες τήν διόρθωσιν αύτήν, άφοϋ παρεκίνησαν τότε τόν βασιλέα, τόν άπεμάκρυναν άπό τήν πόλιν, Ελπίζοντες δτι δι’ αύτού τοΰ τρόπου θά ύπερισχύσσυν τής άληθείας καί θά Ανατρέ¬ ψουν τήν γενομένην διόρθωσιν τών πραγμάτων. Συνέβη δ¬ μως τό Αντίθετον άπό αύτά πού άνέμενον κα! μάλιστα καί 6 ίδικός σας ζήλος Εδεικνύετο καί ή Αλήθεια τής διδσσκαλι-

·- ΊίνναίΓ -ϊ^Βΐανο-1;

ΙΟλΚΝΕΙΪ- ΧΡΓΰΟηΌΜαν

η

ΙΓι

ΚΙ 2 ΜΕΛΕΤΙΟΝ ΑΡΧΠν]Ι(2Ηΐ>1ΙΟ*ί ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ!

κής σοφίας Εκείνου διέλαμπε, Καί ή σοφία μέν Εκείνου διέ¬ λαμπε, καθότι είς τριάκοντα ήμέρας καί αύτάς δχι πλήρεις κατώρθωσε τόσον πολύ νά σδς θεμελειώση Επάνω είς τόν ζήλον τής πίστεως, ώστε, δν καί μετά ταΟτα Εφυσηξαν τό¬ σοι άνεμοι, νά παραμείνη άσάλευτη ή διδασκαλία Εκείνη. Ό (δικός σας πάλιν ζήλος Εφανεροΰτο τρανώς, 520 Α διότι είς τριάκοντα ήμέρας καί αύτάς άχι όλοκλήρους μέ τόσην άκρίβειαν Εδέχθητε τά σπέρματα τής άληθους διδα¬ σκαλίας πού σάς Εδίοαςεν Εκείνος, ώστε νά βλαστήσουν αΐ ρίζαι των είς τά βάθη τής διανοίας σας καί νά μή ύποχωρή- σετε ε(ς κανένα άπό τούς πειρασμούς,

2. Αξίζει όμως νά μή παραλείψη κανείς ούτε Εκείνο πού συνέβη κατά τήν ώραν τής Εκδιώξεώς του. Β Καθ’ δν χρόνον λοιπόν ό δρχων τής πόλεως, όδηγών τό όχημα, διήρχετο διά μέσου τής άγορδς, έχοντας καθίσει πλησίον του τόν άγιον Εκείνον, άπό παντού Ερρίπτετο κατά τής κε- φαλής του χάλαζα λίθων, διότι ή πόλις δέν ήδύνατο νά ύπο- φέρπ τόν άποχωρισμόν, άλλ’ ^προτιμούσε καί αύτήν τήν ζωήν νά στερηθή, παρά νά ϊδρ τόν άγιον Εκείνον νά άπορα- κρυνεται δια (ως. ΤΙ έκαμε ν όμως ό άγιος Εκείνος τότε; "Οταν εΐδε τήν βροχήν των λίθων, Εκάλυφε τήν κεφαλήν του δρ- χοντος περιβαλλοντάς την μέ τά Ενδύματά του, ταύτοχρό- νως καί τούς Εχθρούς του καταισχύνων μέ τήν ύπερβολήν τής Επιεικίας του καί τούς όπαδούς του διδάσκων, πόση ανεξικακία πρέπει νά Επιδεικνύεται πρός Εκείνους πού τούς άδικουν, καί δτι, δχι μόνον δέν έπρεπε νά μήν πράττουν κανέν κακόν, άλλά καί δν άκόμη διέτρεχον κανένα κίνδυνον άπό άλλους καί αύτόν νά τόν άποκρούαυν μέ κάθε φρον¬ τίδα.

Καί ποιος δέν άνετριχίασε τότε βλέπων τόν έξαλλον έρωτα των πολιτών καί θαυμάζων τήν τελείαν φιλοσοφίαν τοΰ διδασκάλου, τήν Επιείκειαν καί τήν πρρότητά του; Διότι ησαν πολύ περίεργα Εκείνα τά γεγονότα τότε. Άπε- μακρύ νέτο ό ποιμήν καί τά πρόβατα δέν διεσκορπίζοντο. Εξεδιωκετο ό κυβερνήτης καί τό σκάφος δέν Εβυθίζετο. Εοιώκετο ό γεωργός καί ή άμπελος περισσότερον Εκαρπο- φόρει. Επειδή λοιπόν ήσασθε ήνωμένοι μέ τον δεσμόν τής άγάπης, ούτε προοβολαΙ πειρασμών, ούτε προκλή¬ σεις κινδύνων, ούτε τό μήκος του δρόμου, ούτε 6 πολύς χρόνος, Ο ούτε τίποτε άλλο Εστάθη Ικανόν νά σάς άττο- σπάση άπό τήν συναναστροφήν τού μακαρίου ποιμένος. Καί Εςεδιώκετο μέν άπό τήν πόλιν Εκείνος, διά νά εύρίοκε- ται μακράν τών τέκνων του, εΐς τήν πραγματικότητα δ-

μως συνέβαινε τό άντί θετόν, καθότι περισσότερον συνε- δέετο μαζί σας μέ τόν σύνδεσμον τής άγάπης. Καί έτσι, άφοΟ Επήρε μαζί του δλην τήν πόλιν, έφυγε διά τήν Εξο¬ ρίαν είς τήν "Αρμενίαν. Διότι τό μέν σώμα του είχε στερε- ωθή Επάνω ε(ς τό έδαφος τής πατρίδος, ό λογισμός του δμως καί ό_νς>0ς Ελαφρυνόμενος ώοάν άπό τά πτερά τής χάριτος τοΰ άγίου Πνεύματος καί εύριοκόμενος συνεχώς πλησίον σος, περιέφερεν δλην αύτήν τήν πόλιν είς τά σπλάγχνα του, πράγμα τό όποιον καί Εσείς Επάσχατε. Δι¬ ότι, Ενψ Εμένατε Εδώ καί περιεβάλεσθε άπό τήν πόλιν, μέ τό πνεύμα δμως τής άγάπης καθημερινώς Ε Επετού- σατε είς τήν Αρμενίαν καί άφοϋ Εβλέπατε τήν άγίαν μορ¬ φήν -ου, έτσι πάλιν Επεστρέφατε. ΔΓ αύτόν τόν λόγον Επέτρεψεν 6 Θεός νά άπέλθη Εκείνος σύντομα άπό τήν πόλιν σας, διά νά φανερώση εϊς τούς Εχθρούς σας, δπως είπα προηγουμένως, καί τήν (δικήν σας στερεάν πίστιν καί Εκείνου τήν έμπειρον διδασκαλίαν.

Καί είναι φανερόν άπ’ Εκεϊ. Διότι δταν Επέστρεψεν μετά άπό Εκείνην τήν πρώτην άπέλασιν, όχι μόνον τριά¬ κοντα ήμέρας, 52 1 Α άλλά καί μήνας καί Ινα καί δύο καί περισσότερα έτη βιέμεινεν Ενταύθα. Επειδή λοιπόν Εδωσατε Ικανοποιητικήν άπόδειξιν τής στερεότητάς σας είς τήν πί- στιν, ό θεός σάς έδωσε τήν εύκαιρίαν νά άπολαόσετε πά¬ λιν τόν -πνευματικόν σας πατέρα άφόβως. Διότι τό νά άπο- Λαμβάνη κανείς τήν άγίαν μορφήν του άπετέλει τήν πλέον υπέροχον άπόλαυσιν./

μόνον δταν Εδίδασκε λοιπόν, ούτε δταν ώμίλΐι, άλλά καί όταν τόν έβλεπε μόνον κανείς ήτο Ικανός νά Εμ- ΟαΛΛρ Είς τήν ψυχήν των θεατών όλόκληρον διδαχήν περ) ά- ρετής. "Οταν λοιπόν Επέστρεφεν είς σάς καί όλόκληρος ή πό¬ λις έσπευδε κατά μήκος τής όδοΰ, άλλοι τόν Επλησίαζον καί ήγγιζον τους πόδας Β του Κα1 κατεφίλουν τάς χεΐρας καί ήκουον τήν φωνήν του, άλλοι, Εμποδιζόμενοι άπό τό πλή- Κ<ϊ α ^ ^ακΡάν Μ^νον βλέποντες αύτόν, οάυ νά Εδέ- χθησαν άρκετήν εύλογίαν άπό τήν θέαν του κα) Εδιδάνθη- σαν όχι όλιγωτερον άπό Εκείνους πού ήταν πλησίον, άνε- χωρησαν υπέρ ικανοποιημένοι. Καί αυτό τό όποιον συνέ- δαίνεν είς τους άποστόλους, έγινε τώρα καί είς τόν άγιον αυτόν. Οπως δηλαδή είς τήν περίπτωσιν τών άποστόλων, όσοι δέν ήμπορουσαν νά προσέλθουν καί νά τούς πλησιά-

0^γΓγ ΐ?Γ0νΤ0 ,*“! 2ΪΙ°1 τ2ν ίδ[αν ΧάΡ|ν κσ1 άπήρχοντο υγιείς όπως καί οΐ άλλοι, άφοϋ ή σκιά τών άποστόλων Εξετείνετο καί ήγγιζε καί αύτούς πού ήοσν μακράν, έτσι

1ΗΛ3ΚΙΜΓ ΧΡΓϋΟΪΤΟΗΟΓ 16

λοιπόν, καί -τώρα, δσοι δέν ήμποροϋσαν νά προσέλθουν, αίσθανόμενοι νά Εκπέμπεται κάποια πνευματική Ακτινο¬ βολία άπό τήν άγίαν Εκείνην κεφαλήν Ό καί νά φθάνπ καί ?ως Εκείνους πού ήσαν μακράν, δλθι( άπό τήν άπλήν καί μόνον θέαν του Αγίου, άπήρχοντο γεμάτοι άπό κάθε εύλο- γίαν.

3. "Όταν δέ Εφάνη καλόν είς τόν κοινόν τών όλων θεόν νά καλέση πλησίον του τόν άγιον Εκ τής παρούσης ζωής καί νά τόν κατατάξη είς τήν χορείαν τών Αγγέλων, “θΟτε καί τοϋτο έγινε τυχαίως, άλλά τόν καλούν τά γράμ¬ ματα του βαλέως, πού τόν παρεκίνησε πρός τούτο 6 θε¬ ός , τόν καλεί δχι κάπου Εκεί πλησίον, άλλά πολύ μακράν, είς αύτήν τήν Θράκην3 διά νά γνωρίσουν τά ίδικά μας Α¬ γαθά καί οί Γαλάτσι καί οΐ Βιθυνοί καί οΐ Κίλικες, καί οΐ Καππαδόκαι καί όλοι οΙ γειτονικοί πρός τήν Θράκην λαοί καί διά νά ίχουν οί Απανταχού τής γης Επίσκοποι, άφού ίδουν ώς είς Αρχέτυπον Ο εΙκόνα τήν άγιωσύνην Εκείνου καί λάβουν άπό Εκείνον τέλειον παράδειγμα Εκκλησιαστι¬ κής διακονίας, κάποιον κανόνα άσφαλή καί σαφέστερον, κατά τόν όποιον πρέπει νά οίκονομοϋν καί κυβερνούν τάς Εκκλησίας. Διότι καί ένεκα του μεγέθους τής πόλεως καί ότι εΤχεν είς αυτήν τήν διαμονήν του ό βασιλεύς, πολλοί καί άπό πολλά μέρη τού κόσμου κατέφθασαν τότε Εκεί. Καί οί Επίσκοποι τών Εκκλησιών, Επειδή αΙ Εκκλησίαι ήρχισαν νά γεύωνται τά άγαθά τής είρήνης καί γαλήνης πού ήλθε μετά άπό μακρόν πόλεμον καί κακουχίαν, Εκαλούντο δλοι Εκεί μέ βασιλικά γράμματα, Τότε λοιπόν φθάνει καί αύ- τός Εκεί. Ε Καί δπως μέ τούς τρεις παΐδας, δταν Επρό- κειτο νά άνακηρυχθοΟν καί στεφανωθούν, Επειδή κατέ- σβεσαν τήν δύναμιν τού πυρός τής καμίνου καί κατεπά- τησαν τήν ύπεροψίαν τού τυράννου, Ελέγξαντες κάθε εί¬ δος άσεβείας, ίχοντες θεατάς άπ’ δλον τόν κόσμον διό¬ τι οί άνά τήν οίκουμένην σατράπαι καί ύπατοι καί τοπάρ- χαι εϊχον προσκληθή Εκεΐ δι’ άλλους λόγους, έγιναν όμως θεατοί Εκείνων τών Αθλητών—, *22 Α τό ίδιον λοιπόν συ- νέβαινεν καί τότε, ώστε νά γίνη πρός χάριν τού Αγίου πε¬ ρίλαμπρο ν τό φιλοθεάμον κοινόν. Ένφ οί άπανταχοΟ τής γης διοικοΰντες τάς Εκκλησίας Επίσκοποι προσεκλήθη-

5, ΙΙρίκζΐ'χι 5μΙ "ϊΐ,ν «Ις Κ χ λνΤ ίναιϊτ^ΟΑ μΐ'άίχαίν "αο, 3υνΕχροχήθι, ί) Ι1· (Κχίιυιι,Μινΐί ΣύνοΒο;. '0 Μβλέ-.ιβ; άκίθχΥβν ένψ ή-κ, Γΐρίϊδρο; τήί Συ'νόδοο. Κί; *.ή> χιιίδίχν ΐπυ τχρ&ΐι,-:» ή Σιΐνοδοί /.τλ >> χΐ/ .Γ>χρ·^ ρ Η=ο563ΐοί V 1< . β— //. ή ί ε γ_ π1 λίχον 6 ΚλρΙ-

Ν·><τ=τ|- =τ;ί3χ<’.Γ,ος χ*1 Αί*λφ4; Μ. Γου Ι*?»ιγόρ^ί,

Π ΚΙί ΜΚΛΕΤΚ'Ν ΑνΧΐΚίΙ]3Κυ|1»Χ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ*

σαν δΓ άλλους λόγους, ήλθαν καί έβλεπαν τόν άγιον. Καί όταν τόν είδαν καί Επληροφορήθησαν Ακριβώς τήν εύλά- βειαν, τήν σοφίαν, τόν ζήλον τής πίστεως, δλην τήν Α- πηρτισμένην είς τό πρόσωπόν του Αρετήν, πού Αρμόζει είς Ιερέα, τότε ό θεός τόν Εκάλεσε πλησίον του.

■Έγινε δέ πάλιν τούτο διά κάποιαν Εξοικονόμησιν τών πραγμάτων τήε πόλεώς μας. Διότι, Εάν άφηνε ν Εδώ τήν ψυχήν του ό άγιος,, θά άπέβαινεν Αφόρηταν τά βά¬ ρος τής συμφοράς Εκείνης. Ποιος θά ύπέφερε πράγματι νά ϊδη τόν μακαριό ν Εκείνον νά άφήνη τήν τελευτά (αν του πνοήν; Β Ποιος θά άντείχε νά Γδη Εκείνα τά βλέφαρα τών όφθαλμών νά χαμηλώνουν 6ιά πανπός καί στόμα συγκλει- όμενον νά άφήνη τούς τελευταίους του λόγους; Ποιος δέν θά Εξεπλήσσετο, μέ τό μέγεθος τής συμφοράς βλέποντας δλα αύτά; Διά νά μή γίνη δμως τούτο, ήθέλησεν ό θεός νά παραδώση Εκείνος τήν ψυχήν του είς άλλην χώραν, ώστε δταν ίδωμεν τόν νεκρόν εϊσερχόμενον είς τήν πόλιν μας νά μή Εκπλαγώμεν, άφοϋ θά έχη Εξοικειωθή ή σκέψις είς τόν θρήνον, πράγμα τό όποιον καί ίγινεν. 'Όταν δέ ή πόλις Εδέχθη τό άγιόν του σκήνος, Επένθησε μέν πάλιν καί Εθρή- νησε πολύ, άλλ’ Αμέσως διέλυσε τό πένθος, τόσον διά τόν λόγον πού είπομεν, Γ όσον καί δι’ αύτόν πού θά εϊπωμεν είς τό έξης.

Ό φιλάνθρωπος θεός λοιπόν άφού μάς εύσπλαγχνίσθη διά τήν λύπην μας συνπόμως μάς άνέδειξεν άλλον ποιμένα, * ό όποιος διατηρεί μέ πολλήν Ακρίβειαν τά πνευματικά γνω¬ ρίσματα καί τήν εικόνα τής Αρετής Εκείνου καί ό όποιος, δ¬ ταν άνήλθεν είς τόν θρόνον, Αμέσως μάς Εξέδυσε τά πένθιμα Ενδύματα καί έσβυσε τήν λύπην μας καί άνενέωσε περισσό¬ τερον τήν μνήμην τού μακαρίου Εκείνου άνδράς. Έτσι ό μέν πόνος κατεπραύνετο, ό δέ έρως Εξήπτετο σφοδρότερος καί ή άθυμία έσβυνεν Εξ όλοκλήρου, μολονότι δέν συμβαίνει συ¬ νήθως τό ίδιον, όταν χάνωμεν τά προσφιλή μας πρόσωπα. Άλλ’ δταν κανείς χάση πολυσγαπημένον υίόν ή κάποια γυ¬ νή άνδρα σεβαστόν, Ιως όχου διατηρή τήν μνήμην αύτοΰ ζωντανήν, τό πένθος Αναπτύσσεται δριμυτερον είς τήν ψυ¬ χήν. Ο "Οταν δμως ό χρόνος που θά -περάση μαλάξη τά πένθος, σβύνει μαζί καί ή σφοδρότης τής λύπης καί ή διατηρουμένη μνήμη. Είς τήν περίππωσιν δμως τού μακα¬ ρίου τούτου άνδρός συνέβη τό Αντίθετον. Ή μέν άθυμία ό-

{ ιόν λίϊλέιιον ί Ιί 5:; Ηρ<*.·;ί,·. , ' Λν" .&/ ψλχ.

όι«ν4; (ΐϊ2(1 <0|

2

ΙΩΑΝΜΙΙ ΧΡϊΙΟΙΤΟΜΟΓ I*

λοτελώς Απεόάλλετο, ή δέ μνήμη τού άνδρός δέν Απήλθι μαζί μέ τήν λύπην, Αλλά ηύξάνετο περισσότερον, Καί μάρ¬ τυρες εΤσθε δλοι Εσείς, οΐ όποιοι μετά Από τόσον χρόνον, όπως αί μέλισοαι πετοϋν γύρο ώπό τό κηρίον, έτσι περικυ- κλώνετε τό σώμα τοΟ μακαρίου Μελετίου. Καί τό αίτιον τής Αγάπης πρός Εκείνον δέν ήτο Απόρροια τών νόμον τής φύ- σεως, άλλά λογισμός όρθής κρίσεως. Δι' αύτό δέν Εσβέοθη μέ τόν θάνατον, Ε δέν ήμαυρώθη άπό τόν χρόνον, άλλά αύξά- νει καί θά αόξηθη περισσότερον καί όχι μόνον είς ήμάς πού τόν εϊδομεν, άλλά καί είς Εκείνους πού δέν τόν Εγνώρισαν. Διότι, τό άξιον θαυμασμού είναι τοΰτο, δτι καί όσοι έτυχε νά είναι νεώτεροί του καί αύτοί φλέγονται άπό τόν ίδιον πόθον. Έσε"ς μέν οΙ ήλικιωμένοι έχετε πλεονέκτημα, Εν σχέ- σει πρός Εκείνους πού δέν τόν Εγνώρισαν, τούτο 523 Α δτι άπηλαύσατε τήν Αγίαν του συναναστροφήν. Εκείνοι δμως οΐ νεώτεροι, πού δέν τόν Εγνώρισαν, εύρίσκονται είς πλεο· νεκτικωτέραν άπό σάς θέσιν, διότι, μολονότι δέν είδαν τόν Ανθρωπον, δέν δεικνύουν όλιγώτερον πόθον δι’ αότόν άπό σάς πού τόν είδατε.

*Ας εύχηθώμεν λοιπόν άπό κοινού δλοι, άρχοντες και άρχόμενοι, γυναίκες καί άνδρες, γέροντες καί νέοι, δούλοι καί Ελεύθεροι, άφοϋ λάβωμεν ουγκοινωνόν τής προσευχής μας αύτόν τόν ίδιον τόν άγιον Μελέτιον (διότι τώρα έχει μεγαλυτέραν παρρησίαν καί θερμοτέραν Αγάπην πρός ή- μδς) νά αύξηθή είς ήμας αύτή ή άγάπη, νά Αξιωθώμεν δέ, καθώς Εδώ είμεθα πλησίον τής λάρνακας αύτής, έτσι καί εκεί, είς τόν ούρανόν νά εύρεθώμεν πλησίον τής αίωνίας του διαμονής, καί νά τύχωμεν τών άγαθών Εκείνων πού φυλάο- σονται άπό τούς άγίους, τά άποια είθε δλοι ήμεϊς νά Λτιτύ- χωμεν μέ τήν χάριν καί τήν φιλανθρωπίαν τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριοτοϋ διά τού όποίου καί μετά τού όποίου είς τόν Πατέρα _κα| τό άγιον Πνεύμα είναι δόξα καί δύναμις είς τους αίώνας τών αίώνων. Αμήν.

ΟΜΙΛΙΑ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΠΟΝ ΜΑΡΤΥΡΑ ΛΟΥΚΙΑΝΟΝ

524 Α 1 . Αύτό πού χθές Εφοβόμουν Επραγματοποιή- θη καί έτελείωσε τώρα καί μόλις παρήλθε ν ή εορτή καί τό πλήθος συνσπεδήμησε καί ή σύναξίς μας ήλαττώθη. Καί Εγώ μέν Εγνώριζα, δτι καί τούτο θά γ(νη πάντως, πα¬ ρά ταύτα δμως δϊν άπέφυγσ νά τούς Απευθύνω προτρο- πάς. Διότι καί δέν Επείσθησαν όλοι δσοι μέ ήκουσαν χθές, τούλάχιστον δέν Εφάνησσν δλοι άπειθεϊς. Καί τού¬ το δέν είναι μικρόν πράγμα δι’ ήμάς διά παραμυθητικόν λόγον. Δι’ αύτό ούτε σήμερον θά παραιτηθώ άπό τού νά συμβουλεύσω τό ίδιον πράγμα. Καί άν δέν άκούσουν άπό Εμέ τούτο τό κήρυγμα, θά τό άκούσουν τούλάχιστον άπό σάς. Διότι, ποιος θά ήμποροϋσε νά ύποφέρπ σιωπη- λώς τήν τόσον μεγάλην ραθυμίαν των, ή νά παράσχη συγγνώμην καί άπολογίαν είς αύτούς, πού Επί τόσον χρό¬ νον άφοϋ είδον τήν κοινήν μητέρα, Β τήν Εκκλησίαν, καί άπήλαυσαν τών άγαθών της, ιήν Εγκατέλειψαν καί δέν ήνέχθησαν νά Επιστρέφουν πάλιν Εδώ καΓ Εμιμήθησαν δχι τήν περιστεράν του Νώε, άλλά τόν κόρακα, πού δέν Επέ- στρεψεν είς τήν κιβωτόν; Καί δλα αύτά συνέβαινον καθ’ δν χρόνον Εσυνεχ ίζετο ή θαλασσοταραχή καί Εκείνη ή κα¬ κοκαιρία καί χειροτέρα καθημερινώς Εγείρετο ή ταραχή καί καθ’ δν χρόνον αυτή ή άγία κιβωτός, η Εκκλησία, εύ- ρίσκετο είς τό μέσον καί Εκάλει δλους Ανεξαιρέτως καί τούς εΐλκε πρός έ αυτήν καί παρείχε πολλήν Ασφάλειαν είς όσους κατέφευγον πρός αύτήν. Διότι αύτή δέν Απο¬ κρούει είσβολήν ύδώτων, ούτε κυμάτων, άλλά τάς συνεχείς Επαναστάσεις αύτών τών Αλόγων παθών, Αφανίζει τόν φθόνον καί Εμποδίζει τήν Απελπισίαν. Έδώ λοιπόν, ούτε 6 πλούσιος θά ήμπορέση νά περιφρονήση τόν πτωχόν, ό¬ ταν Ακούη άπό τάς θείας Γραφάς, ότι «Πάσα σάρξ χόρ- τος, καί πασα δόξα Ανθρώπου ώς άνθος χόρτου» (Ήο. 40, 6) , ούτε πάλιν ό πτωχός, όταν ίδη άλλον νά πλουτη θά περιπέση είς φθόνον, άκσύων καί αύτός άλλον προφή¬ την πού λέγει, «Μή φοβού, όταν πλουτίση άνθρωπος, ή

Β12 ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΜΛΓΤΓΡΛ ΛΟΓΚΙΑΝΟΝ

ΙΙίΑΝΝΟΪ .ΧΡ1ΣΟ3Τ0Μ0Γ 20

δταν πληθυνθτ ή δόξα τού οίκου αύτοΰ ' δτι ούκ Εν τφ Αποθνήσκειυ αοτόν λήψεται τά πάντα, οόδέ συγκαταβή- σεται αύτψ ή δόξα αώτου» (Ψαλ. 48, 17 16). Διότι τέ¬ τοιου είδους είναι Λ φύσις αύτής τής εώπορίας. Δέν με¬ τατίθεται είς τήν άλλην ζωήν μαζί μέ Εκείνους πού τήν έχουν, δέν συνβποδημεΐ μέ τούς κατόχους της, Ο δέν πα- ρίσταται Εκεί μέ τούς κρινομένους καί ύπέχοντας εύθύνας διά τά Ιργα των τής παρούσης ζωής, άλλά έξάπαντως χωρίζεται μέ τόν θάνατον καί μένει Εδώ. Πολλούς μάλι¬ στα τούς Εγκαταλείπει καί πρδ τοΰ θανάτου. Είναι δττ ι¬ στός ή χρήσις του, ή άττόλαυσίς του άβεβαία καί Επικίν¬ δυνη ή Απόκτησίς του. Δέν συμβαίνει δμως τό ίδιον μέ τήν Αρετήν καί τήν Ελεημοσύνην, διότι αύτός ό θησαυ¬ ρός είναι Ασύλητος. Καί Από ποϋ είναι φανερόν τούτο: Εκείνος πού ^φιλοσόφησε περί τοΰ πλούτου αύτοΟ καί είπεν, δτι «ού συγκαταβήσεται αώτψ ή δόξα αώτου όπίσω αυτού», ό ίδιος καί πάλιν μδς Εδίδαξε περί των θησαυρών τής Ελεημοσύνης, οΐ όποιοι είναι αΙώνιοι καί άσύλητοι ά- ττό Εχθρούς, μέ τό νά είπη τά έξής: «Έσκόρπισεν, έδωκε τοίς πένησιν ή δικαιοσύνη αύτοΰ μένει είς τόν αΙώνα» (Ταλ. III, 9). ΤΙ πιό παράδοξον θά ήμποροΟσε νά γίνη άπό αύτό; Τά συλλεγόμενα άγαθά χάνονται καί τά δια¬ μοιραζόμενα παραμένουν άθικτα. 5" Α Καί είναι πολύ εύλογον. Διότι τά μέν διανεμόμενα άγαθά τά δέχεται ό Θεός καί κανείς δέν ήμπορεΐ νά τά άρπάση Εκ τής χει- ρός αύτοΟ, τά άλλα άποθησσυσίζοντσι είς τά Ανθρώπινα ταμεία, δπου ύπόκεινται είς πολλούς κινδύνους καί διά τά όποια δημιουργείται πολύς φθόνος καί κακολογία.

Μή Αμελής λοιπόν, άγαπητέ μου, διά τήν Εδώ ζωήν σου. Καί Αν σέ Ενοχλή κάποια άθυμία, Εδώ τρέπεται είς φυγήν άν φροντίδες βιοτικαί, δραπετεύουν Αν σέ' πολε¬ μούν άλογα πάθη, οδύνου ν' άπό τήν Αγοράν πάλιν καί τά θέατρα καί τάς άλλας Εξωτερικός μας συγκεντρώσεις πσλ- λάς φροντίδας καί άθυμίας καί ψυχικά νοσήματα σύροντες, Επιστρέφομεν είς τήν οίκίαν μας. Έάν λοιπόν διέρχεσαι συνεχώς τόν καιρόν σου Εδώ είς τήν Εκκλησίαν, θά άπο- δάλης πάντως καί άσσ κακά Απέκτησες Εξω άπό αύτήν. "Όταν δμως συνεχίζης νά άποσκιρτδς Β καί νά φεύγης Από αύτήν καί δσα άγαθά Απέκτησες άπό τήν διδασκαλί¬ αν τής Αγίας Γραφής θά τά ΑπωλΕσης άλως διόλου, δ- ταν όλίγον κατ’ όλίγον ΑφαιρεΓται κρυφίως δλη σου ή ό- φθσνία τών Αγαθών άπό τάς Εξω συνελεύσεις καί συναν¬ τήσεις.

α

Καί δτι είναι Αληθή αύτά πού σας λέγω, φροντίσατε, μόλις Αναχωρήσετε Απ’ Εδώ, νά ίδήτε αύτούς πού ήσαν άπόντες άπό τήν παρούσαν σύναξιν καί άντιληφθήτε πό¬ ση διαφορά ύπάρχει μεταξύ τής ίδικής σας εύθυμίας καί τής άθυμίας Εκείνων. Δέν είναι τόσον ωραία καί θελκτική ή νύμφη πού παραμένει είς τήν νυμφικήν παστάδα, δσον είναι θαυμαστή καί Ενδοξη ή ψυχή ή όποία συχνά Εμφανί¬ ζεται είς τήν Εκκλησίαν, άναδίδουσα μόρα πνευματικά. Δι¬ ότι Εκείνος πού έρχεται Εδώ μέ πίστιν καί Ενδιαφέρον Α¬ πέρχεται έχοντας λάδει πολλούς θησαυρούς. £ Καί μόνον άν άνοίξη τό στόμα του, εώθύς γεμίζει μέ εύωδίαν καί πλούτον πνευματικόν Εκείνους πού τόν συναναστρέφονται. Καί άν περιπέση είς άπειρα δεινά, δλσ θά τά ύποφέρΠ προθύμως, Αφού λάδη Από τήν Αγίαν Γ ραφήν πολλάς ά- φορμάς ύπομονής καί φιλοσοφημένης ζωής είς τό έξής. Καί δπως Εκείνος πού συνεχώς Ισταται Επάνω είς άσάλευ- τον βράχον περιπέζει τά κύματα τής θαλάσσης, έτσι καί Εκείνος πού προσέρχεται συνεχώς είς τάς συνάξεις τής Εκκλησίας καί ώς πνευματικόν φυτόν ποτίζεται μέ τά θεία νάματα, σάν νά ίχη στήση τόν έαυτόν του Επάνω είς τόν βράχον τής όρθής Εκτιμήσεως τών πραγμάτων, δέν θά αίχμαλωτισθή άπό κανένα άπό τά Ανθρώπινα πράγματα, άφοΰ καταστήορ τόν έαυτόν του Ανώτερον Από πάσαν προσβολήν τών βιοτικών πραγμάτων. Καί δχι μόνον άπό τήν προτροπήν, άλλά καί άπό τήν προσευχήν καί τήν πατρικήν εύλογίαν του Ιερέως » καί τήν κοινήν σύναξιν καί Από τήν Αγάπην τών Αδελφών καί άπό πάρα πολλά Αλλα Αφού καρπωθή ώφέλειαν καί ψυχικήν τέρψιν, τότε, Αναχωρεί, συνσποκομίζων είς τόν οϊκον του Απειρα Αγαθά.

Βλέπετε λοιπόν πόσην εύλογίαν θά Απολαύσετε σή¬ μερον Εσείς καί πόσην ζημίαν Αντνθέτως θά ύποστούν οΐ Αποστατήσαντες Εκ τής συνάξεως αώτής. Διότι, Εσείς θά Αποχωρήσετε, Αφού λαμβάνετε μισθόν μαρτύρων, Εκείνοι δέ Εκτός τού δτι θά στερηθούν αύτοΰ τού κέρδους, θά ύ- ποστοΰν καί Αλλην ζημίαν, Ε συσσωρεύοντες πολλών φροντίδων σκύβαλα Εκ τών άνωφελών Απασχολήσεων. «"Ώσπερ γάρ ό δεχόμενος προφήτην είς δνομα ποοφότου, μισθόν προφήτου λήΨεται καί 6 δεχόμπ/οε δίκαιον ε|Γ Α¬ νομο 6<καίου. μισθόν δικαίου λήψεται» (Ματθ. 10, 41), έτσι καί ό δεχόαενος τόν μάοτυοα ώς μάρτυρα θά Αάβη τήν Αμοιβήν του μάρτυοος. Υποδοχή δέ μάοτυρος είναι τό νά με- ταβή κανείς είς τήν σύναξιν πού γίνεται κατά τόν Εορτα¬ σμόν τής μνήμης Εκείνου, τό νά άκούση τήν Εξιστόρησιν

ΙϋΛΝΜΟΓ ΧΡ|·50ίΤ()ΜΐβΓ

Ηΐϋ ΙΌΝ ΑΓΙΟΝ ΜΑΡΤΓΡΑ ΛΟΓΚΙΑίϊΟΝ

22

των Αθλων του, Α τό νά θαυμάση έκεΐνα τά γεγονότα τοΰ μαρτυρίου, τό νά γίνη ζηλωτής τής άρετής του καί νά διηγηθή είς Αλλους τά Ανδραγαθήματα Εκείνου. Αύτά Αρμόζουν διά φιλοξενίαν των μαρτύρων. *Έτσι κανείς υ¬ ποδέχεται τούτους τούς Αγίους, δπως Ακάματε καί έσεϊς σήμερον.

2. Χθές λοιπόν 6 Δεσπότης μας δι’ ΰδατος έβαπτί- σθη,“ σήμερον 6 δούλος δατττίζεται δι' αίματος. Χθές ήνοι- ξαν αΙ πύλαι τοΰ ούρανοΰ, σήμερον κατεπατήθησαν αί πά¬ λαι τοΰ Λδου. Μή άπσρήτε πού ώνόμασα τό μαρτύριον δά- ττκσμα. Διότι καί τό άγιον Πνεύμα είναι παρών μέ Αφθο¬ νίαν χάριτος, γίνεται Απαλλαγή των Αμαρτημάτων καί μέ θαυμαστόν καί παράδοξον τρόπον καθαίρεται ή ψυχή. Β “Οπως δέ οί δαπτιζόμενοι λούονται εις τό ύδωρ, ϊτσι λού¬ ονται είς τό ίδιον τό αίμα των καί οί μάρτυρες, πράγμα πού έγινε καί μέ τόν άγιον Λουκιανόν.

Άλλ’ βμως πρίν Από τό μαρτύριον είναι Ανάγκη νά άμιλήσω διά τήν πανουργίαν τοΰ διαβόλου. Αφού άντε- λήφθη ό διάβολος, δτ< ό μάρτυς περιεφρόνησε κάθε εί¬ δος τιμωρίας καί βασανιστηρίων καί οΟτε μέ τό νά Ανάφη κάμινον, οΰτε μέ τό νά σκάφη δάραθρον, οΟτε μέ τό νά έτοι- μάση τόν τροχόν,* οΰτε μέ τό νά ύψώση είς τό ξύλον, οΟτε μέ τό νά τόν ρίψη είς τούς κρημνούς καί είς τά θη¬ ρία κατώρθωσε νά ύπεονικήση τό φιλόσοφον φρόνημα τού μάρτυρος, ίττενόησεν Αλλον, πλέον δαρΰν τρόπον έκδική- σεως καί περιήρχετο καί άνεζήτει νά εύρη τιμωρίαν, ή ό- πο[α ταύτοχρόνως νά εΐνα· καί πολύ δριμεΓα καί πολύ μα- κράς διαρκείας. Επειδή δέ αί μέν Αφόρητοι κολάσεις τερ¬ ματίζουν σύντομα τήν ζωήν αί δέ μακρότεραι Ααττώνουν τόν πόνον, έφρόντισε νά εύρη τιμωρίαν πού νά £χη καί τάς δύο αύτάς Ιδιότητας καί διάρκειαν καί ύπεοδολήν όδύ- νης Ανυπέρβλητον, οδτως ώστε, άφ’ ένός μέν μέ τήν σιρο- δρότητα τής τιμωρίας, άφ’ έτέρου δέ μέ τήν μακράν δι- άρκεΆν της νά καταβάλη τό φρόνημα.

ΤΙ κάμνει λοιπόν; Καταδικάζει τόν Αγιον είς τόν διά

Ν. Έννοίϊ τήν Ιορτήν ίΰν Φώτηιν ίήμ,ίραν τί|; 5«' Μ%~.&ί ίβκτίο*^ τοΛ Κιιν'. ουί ,

6. Έχ ιίϊν βαυχνιαι^ρί^ν δργΛν^ν, 5:4 τιδν ΙζοΙηιί έβΛ6λν!α9ΐϊ β ίγΐΰς Λαοχιανίς, 5 ·ιίν ϊρ ο*ώς, Ιχ»ν ίκ’ ΛδίοΟ Τροαδ63@ιιέν&ν τ6ν |ΐά?ΐυ· ρχ, ίΐίρι*<ττρίφβιο ιτϊρΐ ίξονπ, “Αποτέλεσμα -,οήνοο ήοαν οί τ:ρι>χ&λούμ*’;9< Τλ;γγοι, Ιιιμ^τσ:, ί, άιτώλ*:* τδν αΐοβήοείύν *λ< Γ.ολλάχις 5 «άνχτο;. 1“$ £ύλον ή το ί| ?*.α 'ΐρ(κ ίπΐ "00 Οποίον άνιηρτΧτο 6 μβίρτ^ς. Τ^ι-

χΛ-λ ξύλι έπ,'ζης Οπήρχον ν.α’ βίς τ*ς φυλακαΓ, τ:ρε<:=3ένοντο 3* ί^' *δ- -'»Ν οΕ Λ«Εί τΐιν ^.ι,λακ<ςομ*ν(ών (Βλιτ. χ«< Πρά*. 1ί», 341.

πείνης θάνατον. Σύ όμως δταν άκούρς διά θάνατον έκ πεί- νης μή θεωρήσης ώς Ασήμαντον τά λεγόμενον. Διότι άπό δ λα τά είδη τοΟ θανάτου αύτός έδώ είναι ό χειρότερος. Καί μάρτυρες όσοι τόν έδοκίμασαν. Είθε ποτέ νά μή τόν γνωρίσωμεν ήμεϊς, Καλώς λοιπόν έδιδάχθημεν νά προσευ- χώμεθα νά μή είσέλθωμεν είς πειρασμόν, Π Διότι ή πείνα ώ- σάν δήμιος πού κάθεται έντός των σπλάγχνων καταξεσχί- ζει άπό παντοΟ κατατρώγοντας τό σώμα δριμύτερον άπό κάθε είδος πυράς καί θηρίου, παρέχων όδύνην συνεχή καί άνείπωτον. Καί διά νά άντιληψθήτε πόσον φοβερόν πράγμα είναι ή πείνα, μάθε δτι πολλάκις Εφαγον μητέρες καί αύτά τά τέκνα των, διότι δέν ήμπόρεσαν νά ύποφέρουν τού κακού τούτου τήν τυραννίαν. Αυτήν δέ τήν συμφοράν διεκτραγωδών ό προφήτης έλεγε- «Χεϊρες γυναικών σίκτιρ- μόνων ήψησαν τά τέκνα αύτων» (θρήν. 4, 10), Αύτά πού ^γέννησαν μητέρες τά κατέφαγον καί ή γαστήρ πού έγέν- νησε τά παιδία, ίγινε τάφος των καί των νόμων τής φύ- σεως ύπεοίσχυσεν ή πείνα, Ε καί μάλιστα δχι μόνον τής φύ- σεως, άλλά καί αυτής τής θελήσεως, ένψ δέν ήμπόρεσε νά κατανικήση τήν γενναιότητα τού Αγίου τούτου,

Καί ποιος δέν θά έκπλαγή Ακούοντας αύτά; Παρά τσΰ- τα, τΐ εΐναι δυνατότερου τής φυσεως; ΤΙ δέ πιό εύμετό- βλητον άπό τήν θέλησιν; Αλλά διά νά μάθης δτι δέν ύ- πάρχει τίποτε πιό Ισχυρόν άπό τόν φόβον τού θεού 527 Α ή θέλησις άπεδείχθη πιό ισχυρά άπό τήν φύσιν, καί μητέ- ρας μέν έδοκίμασε διά τό μητρικόν των φίλτρον, τόν δέ Αγιον τούτον δέν ήμπόρεσε νά τόν άνατρέψη, οΰτε τά βα¬ σανιστήρια έφάνησαν άνώτερα άπό τό φιλόσοφον φρόνη¬ μα τοΰ Αγίου, οΰτε ή τιμωρία έδάμασε τήν Ανδρείαν αυ¬ τού. Άλλ’ έκεϊνος παρέμεινε πιό σκληρός καί άπό τόν άδάμαντα, έντρυοών είς τάς άγαθάς έλπίδας καί στολιζό- μενος μέ τήν ύπόθεσιν τών μαρτυρικών του Αγώνων, έχων Αρκετήν παρηγοοίαν τήν αιτίαν τών άθλων του, μάλιστα καθ’ ήμέραν Ακούω ν τού Αποστόλου Παύλου νΑ λέγη «Έν λιμψ καί δίψη. έν ψύχει καί γυμνότητι» (Β' Κορ. II, 27) καί πάλιν, «Άχρι τής Αρτι ώρας καί πεινώμεν καί διώώ- μεν καί γυμνητεύομεν καί κολαφιζόιχεθα» (Α' Κορ, 4 Π) Β Διότι έγνώριζε. ναί, έγνώριζε σαφώς, δτι «Ούκ όπ’ Αρτςα μόνψ ζήσεται Ανθρωπος, άλλ’ έν παντί ρήματι έκπσρευο- μένφ διά στόματος θεού» (Ματθ. 4,4).

“Οταν είδε λοιπόν ό μιαρός δαίμων δτι 6 Αγιος δέν ύ- πεχώρει είς τόσην δίαν τών βασανιστηρίων, ϋκαμε πιό φο-

ΙΩΑΝΝΟΓ ΧΡΠυϊΤΟΜΟΤ.'

34

ΒΓΪ τυΧ ΑΓΙΟΝ ΚΑΡΤΓΡΑ ΛΟΓΚΙΑΝΟΝ

βέρά τά βασανιστήρια. Διότι, άφοΟ ίλαβεν είδωλόθυτα’ καί έγέμισε τήν τράπεζαν μέ αύτά, ήτοίμασε νά τοποθετηθούν Εμπρός του, διά νά ήμπορίση ή δύναμις τής Εξουσίας νά χαλαρώση τήν εύτονίαν τής προθυμίας. Διότι δέν αϊχμα- λωτιζόμεθα τόσον άττό τήν Επιθυμίαν των πραγμάτων πού μας δελεάζουν όταν δέν φαίνωνται, δοον όταν αύτά είναι Εκτεθειμένα πρά των όφθαλμών μας. Διότι εύκολώτερον θά ήμποροΰσε κανείς νά νικήση τήν πρός τάς γυναίκας Επιθυμίαν όταν δέν βλέπη ώραΐαυ γυναίκα, παρά δταν συ¬ νεχώς παρατηρή αότήν.

Ο Άλλ’ όμως ό δίκαιος διέλυσε καί αυτήν τήν Ενέδραν καί Εκείνο πού Ενόμιζεν 6 διάβολος ότι θά χαλαρώση τήν άνδρείαν τοΰ άγίου, τοΟτο περισσότερον τον προητοίμα- σεν είς τούς άγώνας του. Διότι, βχι μόνον &έν έπαθε τίπο¬ τε άπό τήν θέαν των είδωλοθύτων, άλλά καί 7τερισσότερον τά άπεστρέφετο καί τά έμίσει. Καί αύτό πού παθαίνομεν ήμείς μέ τούς Εχθρούς μας, πού όσον περισσότερον τούς άτενίζομεν, τόσον περισσότερον τούς μισοΰμεν καί τούς άποστρεφόμεθα, τούτο Επάθαινε καί Εκείνος μέ τήν μιαράν Εκείνην θυσίαν. Διότι περισσότερον, όσον τήν Εβλεπε τήν Εβδελύσσετο κα) τήν άπέφυγε καί ή συνεχής θέα τοΰ παρεί¬ χε περισσότερον μίσος καί άποστροφήν πρός τάς Εκτε¬ θειμένος τροφός. Καί Ενψ Εντός του ή πείνα τοΰ Εφώναζε δυνατά καί τόν προέτρεπε νά δοκιμάση άπό τά προκείμε να φαγητά, ό φόβος τοΰ θεού τοΰ άπεμάκρυνε τάς χεϊρας καί τόν Εκαμνε νά λησμονήση καί αύτήν τήν Ανάγκην τής τροφής. Καί βλέποντας Εκείνην τήν μιαράν καί άνόσιον τράπεζαν, Ενεθυμήθη άλλην ψρικτήν καί πλήρη Πνεύματος τράπεζαν καί τόσον πολύ Εφλέγετο Εξ αύτοό, ώστε νά προτιμά νά ύποστή καί νά πάθη τά πάντα, παρά νά ?$άγη Εκείνα τά μιαρά φαγητά.

Ενεθυμήθη άκόμη Εκείνην τήν τράπεζαν των τριών παίδων, οί όποιοι νέοι συλληφθέντες καί άντες Ερημοι πά- σης προστασίας, Ε είς ξένην καί βάρβαρον χώραν, Εδειξαν τόσον φίλοοΰφημένην διαγωγήν, ώστε καί μέχρι σήμερον νά διηγούνται τήν άνδρείαν των. Καί οΐ μέν Ιουδαίοι Ε χοντες τήν πατρίδα των έδειξαν Ασέβειαν καί Ενφ παρέ- μενον είς τόν ναόν. Ελάτρευον τά είδωλα. Ένφ οί νέοι Ε¬ κείνοι, μολονότι άπήχθησαν είς χώραν βαρβαρικήν, όπου

1. Εϊϊΐί'λίΛλτον ΙχΛλιίΐίΐ τύ κρίχς ςώοο θυυιαπβένιος πρδς «μήν χί ***** Τό γρέα? -οίκο 4πϊ)γίρ*υι;ν ο\ Ατίοίολπι ·Λ άγορ4ζ«τ»^

τρ(ίγ*:Λ< 4πό -<Λ; χριβτίΛνοϊς ίιά. χδ/ λόγον δ-.ι ηροήρχϊΜ *<8ωλαΑ.Λτριχή£ ίιόκ ί»ΕίΛρ*ΐ·:ο £*4Ε ίαρχον χ«1 >»*|ΐια5μίχδν.

2Γ>

Οπήρχον είδωλα καί κάθε είδους άσεβείας, Εζησαν διατη- ροϋντες τόν πατροπαράβοτον τρόπον ζωής, ϋάάν λοιπόν οΐ αΙχμάλωτοι καί δοΟΛΟΐ καί νέοι Εκείνοι Εδειξαν τόσην φι- λοσοφημένην ζωήν πρίν Ελθη ή Εποχή τής χάριτος," λέγει, ποιας συγχωρήσεως θά άξιωθώμεν ήμείς πού δέν κατωρ- θώσαμεν νά φθάσωμεν ούτε πρός τό δψος τής άρετής πού έδειξαν Εκείνοι;

Α2β \ 3, "Ολα αύτά λοιπόν άναλογιζόμενος περιγελούσε τήν πονηρίαν τοΰ διαβόλου, καταφρονούσε τήν κακουργί- αν του καί δέν ύπεχώρει είς ούδέν εκ των βλεπομένων. "Ο¬ ταν δμως εϊδεν ό μιαρός Εκείνος δτι τίποτε περισσότερον δέν Επιτυγχάνει είς βάρος τού άγίου, τότε τόν όδηγεί πά¬ λιν είς τό δικαοτήριον καί βασανίζοντάς τον τοΰ ύπέβαλ- λεν Ερωτήσεις συνεχώς. Ό δέ άγιος είς κάθε Ερώτησιν άπεκρίνετο μόνον, βτι είμαι χριστιανός. Καί Ενφ ό δήμιος τόν ηρώτα' Ποία είναι ή πατρίς σου; Είμαι χριστιανός, έ¬ λεγε. ΤΙ Επάγγελμα έχεις; Είμαι χριστιανός. Ποιους προ¬ γόνους έχεις; Εκείνος είς δλα αύτά ίλεγεν, δτι είμαι χρι¬ στιανός, κτυπών μέ τόν μοναδικόν καί άπλοΰν αώτόν λό¬ γον τήν κεφαλήν τοΰ δαίμονος, καί καταφέροντάς του συ¬ νεχή καί Αλλεπάλληλα τραύματα. Β Μολονότι βεβαίως Ε- σπούδασε καί τήν Εθνικήν παιδείαν, όμως Εγνώριζε καλώς δτι είς καιρόν τέτοιων άγώνων δέν Εχει θέσιν ή ρητορεία, άλλά ή δυνατή πίστις, δχι ή δεινότης τοΰ λόγου, άλλά ψυχή φιλόθεος. Φθάνει είς λόγος καί μόνος, έλεγε, διά νά τρέψη εϊς φυγήν δλην τήν φάλαγγα τοΰ διαβόλου. Καί είς Εκείνους μέν πού δέν Εξετάζουν μέ Ακρίβειαν τά πρά¬ γματα ή άπάντησις φαίνεται νά είναι Ασυνεπής, Εάν δμως κανείς προσήλωσή Εκεί τόν νοϋν του καί Εξ αύτής θά Τδη τήν σοφίαν τοΰ μάρτυρος. Διότι, αύτός πού εϊπεν δτι εί¬ μαι χριστιανός καί πατρίδα καί έθνος καί Επάγγελμα καί τά πάντα Εδήλωσε. Πώς; Ιδού. Ό χριστιανός δέν ίχει πόλιν Επί τής γής, άλλά τήν άνω Ιερουσαλήμ. «Ή γάρ άνω Ιερουσαλήμ, λέγει, Ελευθέρα ΕοτΙν, ήτις ΕστΙ μήτηρ ήμών» ((Γαλ. 4, 26). Ό χριστιανός δέν ίχει γήινον Επάγ¬ γελμα, άλλά ζή τόν ζωήν τού ούρανοΰ. «Ήμών γάρ τό πολίτευμα, λέγει, ούρανοϊς υπάρχει» (Φιλ. 3, 20) . Ό χριστιανός ίχει συγγενείς καί συμπολίτας του δλους τούς άγίους, «Συμπολίται γάρ Εομεν των άγίων, λέγει, καί οΐ-

8. Έϊίοχΐ, τής χλρίΤίΚ γαλεΐται, κατ’ Αντιδιαστολήν πρόί τήν («θ' χήν τβΟ Νόμου, 8ϊ,λ*8ή τοΒ ΜασαίχοΟ Ν<5μθί> , ή μ«τ* τήν |λ»’Μΐν -κΛ Χρι- στίΛ ίτίοχή - Ηλίπβ α/Ε-ικΛ^ Ίΐι»4ν, 1. Ί ΐ.

ΙΜΑΝΧΟΓ ΧΗΓίΟϋΤΟΜΟΙΓ

26

κ,εϊοι τού θεού» (Έφεσ. 2, 19) , “Ώοιϊ μέ ένα λόγον ^δίδα¬ ξε μέ λεπτομέρειαν καί ποιος ήτο καί πόθεν κατήγετο καί άπό ποίους είχε τήν καταγωγήν του καί μέ ποιον πράγμα Ασχολούμενος εζη. Καί μέ αύτόν τόν λόγον Ετελείωσε τήν ζωήν τον και άπήλθεν εϊς τόν ούρανόν προσκομίζων είς τόν Χριστόν σώαν τήν παρακαταθήκην, συμβουλεύων μέ δσα αύτός έπαθε τούς μεταγενεστέρους νά άνθίστανται καί νά μή φοβούνται τίποτε, Εκτός άπό τήν Αμαρτίαν καί τήν άρνησιν.

Ο Γνωρίζοντες λοιπόν καί ήμεϊς αύτά, δς φροντίσωμεν διά τά πολεμικά πράγματα κατά τόν καιρόν πού έχομε ν είρήνην, ώστε δταν φθάση ή ώρα τού πολέμου νά στήοω- μεν καί ήμείς λαμπρόν τρόπαιον, Περιεφρόνησεν Εκείνος τήν πείναν, δς περιφρονήσωμεν καί ιήμεΐς τάς άπολαύσεις καί δς ταπεινώσωμεν τήν τυραννίδα της σαρκός, ώστε δ¬ ταν έλθη καιρός πού νά άπαιτή Εκ μέρους μας τήν άνάλο- γον Ανδρείαν, Εφ’ δσσν έχομεν έγκυμνασθή είς τά μικρότε¬ ρα, νά ψανώμεν λαμπροί είς τούς ύπέρ τής άρετής άγώνας μας. "Έδειξεν Εκείνος παρρησίαν Ενώπιον βασιλέων καί Αρ¬ χόντων, Έ δς κάμνωμεν καί ήμεϊς τώρα τό ίδιον καί δν ττα- ρευρισκώμεθα είς τάς συναθροίσεις Εθνικών πλουσίων καί Ε¬ πιφανών, άς όμολογώμεν μ παρρησίαν τήν πίστιν μας, δς περιγελωμεν τήν πλάνην Εκείνων. Καί δν μέν Επιχει¬ ρούν τά μέν (δικά των νά Εγκωμιάζουν, τά δέ Εδικά μας νά ταπεινώνουν άς μ ή σιωπώμεν, ούτε νά τούς άνεχώμεθα 529 Α άλλ’ Αφού άποκαλύπτωμεν τήν άπρέπειάν των, νά Εξυ¬ μνούμε ν μέ πολλή ν φρόνησιν κα| παρρησίαν δλα τά των χριστιανών. Καί δπως ό βασιλεύς φορεϊ Επί τής κεφαλής του τό διάδημα, έτσι καί ήμεΤς δς περιφέρωμεν παντού τήν όμολογίαν τής πίστεως. Διότι, συνηθίζει νά μή όμορ- φαίνη Εκείνον τό διάδημα, δσον ήμας ή πίστις καί ή δ- μολογία τής πίστεως. Καί νά μή όμολογώμεν μόνον τήν πίστιν μας μέ λόγους άλλά καί Εμπράκτως καί βίον άντά- ξιον τής άμολογίαο Επιδεικνύοντες, διά νά μή Εξυβρίσω- μεν τι*ιν δ·δ«σκαλ(αν τής πίστεως μέ τάί, φαύλους πράξεις μας. άλλά βοξάζοντες μέ δλα αύτά τόν Δεσπότην μας νά άπολαύσωμεν καί τήν Εδώ καί τόν Εκεί τιμήν, τήν όποί- αν καί ε^θε νά Επιτύχωμεν όλοι Ανεξαιρέτως, μέ τάν χάριν καί τήν φιλανθρωπίαν τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, διά τοΰ όποίου καί μετά τού Λποίου πρέπει είς τόν Πατέ¬ ρα καί τά ζωοποιών Πνεύμα δό£«, δύνσμις καί τιμή, τώ¬ ρα καί πάντοτε κα! είς τούς αίώνας τών αΙώνων. Αμήν.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑ ΒΑΒΥΛΑΝ*

Λ 1. Έγώ μέν Επεθύμοον νά σάς Εξοφλήσω τό χρέος μου σήμερον, αύτό πού σδς όπεσχέθην προχθές Ερχόμε- νος Εδώ, άλλά τί νά κάμω; Έμφσνισθείς Εν τφ μεταξύ 6 μακάριος Βαβύλας, μάς Εκάλεσεν δλους κοντά του, δχι μέ φωνήν, άλλά μέ τήν λάμψιν τής μορφής του μ ε τ α- οτρέφοντάς μας πρός τόν έαυτόν του. Μή δυσφο- ρήσετε λοιπόν διά τήν Αναβολήν είς άλλον καιρόν τής Εκ- πληρώσεως τής ύποσχέσεώς μου. Πάντως, δσον περισσό¬ τερον περνά ό χρόνος, τόσον αυξάνει πρός χάριν σας ό τόκος. Διότι τά χρήματα αύτά θά τά καταβάλω μέ τόκον, Επειδή καί ό Δεσπότης πού μοΰ τά Εμπιστεύθηκε, αύτήν τήν Εντολήν έδωκεν. Β Έχοντες λοιπόν Εμπιστοσύνην είς αυτά πού Ελάβομεν ώς δάνειον άπό τόν θεόν, καθόσον καί τό ίδιον τό κεφάλαιον καί τό Εκ τής άξιοποιήσεώς του κέρδος παραμένουν άσφαλή, δς μή παραβλέψωμεν τό κέρ¬ δος τό όποιον Εμεσολάβηυεν Εν τφ μεταξύ, άλλ’ Εντρυ- φήοωμεν είς τούς μαρτυρικούς άθλους τοΰ μακαρίου Βα- βύλα.

Καί πώς μέν αύτός διετέλεσεν άρχηγός τής Εκκλησίας τής πόλεώς μας καί διέσωσε τό Ιερόν τούτο σκάφος ε[ς ώ¬ ρας κακοκαιρίας καί κλυδωνισμού καί κυμάτων καί πόσην παρρησίαν ϊθειξε πρός τόν βασιλέα καί πώς Εδωκε τήν ζωήν του ύπέρ των προβάτων καί πώς Εδέχθη τό εύλογη- μένσν Εκείνο μαρτύριον, αύτά καί άλλα παρόμοια δς άφή- σωμεν νά τά είπουν οί πλέον ήλικιωμένοι Εκ τών διδασκά¬ λων μας καί ό πνευματικός πατήρ δλων μας, ό Επίσκοπος. Διότι, τά παλαιότερσ γεγονότα ήμπορούν νά μάς τά διη-

£|, '{) βγιο; 1«ρομίρΓ>; ΙίχίΊλχ; 4χργ;μ4ιΐ3&Μ ίχίαχβπος Ά«ιθχ«(*; ιί[ς &ιρί*ς *π<1 ιο4 2411- · -252, δι*δ*χβ«',ς ΐί-ν Ζ»5Νΰν. Λ>ς

χ ?·,!>■; ια-ίός 4μ*ρ·:ύρΐ;«, χ*1 ίιιΐ ιοϋ ·;ν> Ιχϊίβθη ίχχληαί®. Τά ΗΓιΤ

ιί &γΐ« νά μίριηρος μβ·:2;ρ1ρΒησ*ν =<- ιδ προεστέ :ον Δ&ρνι;

τών τάπον, ίιίτ'. 6χί|ρχΕ ι* 1«ρόν ιβ·3 ΆΛίλλΜ',οξ. Τδ

ίΙ£12 'Τουλιανός 6 ίΙχρα&ΙΙπ,;, !, έν0ίρ»ΐΰς νΑ ·Ιδ'»λθλαϊρΐ-

·>μαΐϊ, κατά θβΐκδν χρηβμόν. ίιίτχξ* την λττομίχρϋνριν Ιχ χοΟ ηροβοΐβίοι* τιϊι> (κριΦν λβι^Λνοιν 150 μΔρι^ρος, π ρΛγμα τλ ό προϊκάλβαϊ ιήν β*£αΝ έκίμ- ί«5ίν. Η ·Κχχλτ,^{χ \υχς ιιμ^ μνήμην τοΟ μίρ-.υ&ί ΤΒην Ί«%οϋ· *?<?(> χαΐ ΐή» 4ι,ν Σ·ΐττ·μΛρ (ου.

ιΐίΑΝκοΓ χη'ϊοϋΊ'ΟΜίη' **

γηθοϋν καλώς αύτοί πού σήμερον είναι γέροντες. Αύτά ό¬ μως πού συνέβησαν τελευταίως καί είς τάς ήμέρας μας, αυτά θά σάς τά διηγηθώ Αγώ 6 νεώτερος, δηλαδή τά με¬ τά θάνατον, τά μετά τήν ταφήν τοΰ μάρτυρος, τά 8σα έλαβαν χώραν τότε πού διέμεινεν εις τά προάοτειον. Γνω¬ ρίζω δέ δτϊ θά περιγελάσουν Ισως τήν ύπόσχεσίν μου οί είδωλολάτραι, Αάν, μετά τόν θάνατον καί τήν ταφήν τού ταψέντος καί είς κόνιν διαλυθέντος, όπόσχωμαι νά διηγη- γηθώ τά άνδραγαθήματά του. Παρά τούτα δέν θά σιωπήσω Αγώ δι’ αυτό, άλλά μάλλον 6ι’ αύτόάκριβώς θά είπω περισσό¬ τερα, ώστε, άφοΰ Ακθέσω καλώς τά παράδοξον τούτο πρά¬ γμα, νά μεταστρέψω τόν γέλωτα είς τήν κεφαλήν Ακείνων. Ο Διότι, καν ενός μένάνθρώπου γενικώς μετά θάνατον δέν είναι δυνατόν νά γίνουν κατορθώματα1 τοΰ μάρτυρος όμως είναι δυνατόν νά γίνουν πολλά καί μεγάλα, δχι βεβαίως διά νά γίνη Ακεΐνος Ανδοξότερος (καθότι, καθόλου δέν τοΰ χρειάζεται πλέον ή Ακ μέρους των πολλών δόξα) , άλλά διά νά μάθης Ασύ ό άπιστος, δτϊ δ θάνατος τών μαρτύρων δέν είναι θάνατος, άλλ’ άρχή κάποιας καλυτέρας ζωής καί προοίμιον πολιτείας πνευματικωτέρας καί μετάθεσις άπό τά κατώτερα είς τά καλύτερα. Νά μή Γδης λοιπόν Αού, δτι τό σώμα τοΰ μάρτυρος πρόκειται γυμνόν καί Αστερημένον δυνάμεως ψυχικής, Ε άλλά πρόσεξε τούτο, δτι είς αύτό πα- ρακάθεται κάποια άλλη μεγαλυτέρα δύναμις καί άπ’ αύτήν τήν ψυχικήν, ή χάρις τοΰ άγίου Πνεύματος, ή όποία, μετά άπό δσα θαυμάσια έπιτελεϊ, παρέχει τήν καλυτέραν άπο- λογίαν ύπέρ τής άναστάσεως τών σωμάτων. «2 Α Διότι, Αάν 6 θεός έδώρησε μεγαλυτέραν δύναμιν είς σώματα νεκρά καί διαλυθέντα είς κόνιν άπό δλα Ακεϊνα τών ζώντων άκόμη άν- θρώπων,πσλύ περισσότερον λοιπόν θά χαρ ίση είς αύτά ζω¬ ήν καλυτέραν άπό τήν παρούσαν καί μσκαριωτέραν, όταν θό έλθη ό καιρός τών στεφάνων. Ποια λοιπόν εΤναι αύτά, άλλ’ δμως μή άυησυχήτε, άν όμιλήσω διά κάπως παλαιο- τέρας Αποχής γεγονότα. Διότι καί Αχείνοι πού θέλουν νά Απιδείξουν καλώς τάς εικόνας των είς άλλους, άφοΟ τάς άπομακρύνουν όλίγον έκ τοΰ πίνακος, τότε τούς άποκαλύ- πτουν αύτόν, διά νά τούς κάμουν σαφεστέραν τήν είκονι- ζομένην παράστασιν μέ τήν άπόστασίν. Σταθήτε δμως Απ’ όλίγον καί Ασείς τώρα πού θά στρέψω τόν λόγον καί Αγώ είς τό παρελθόν.

Β ΆφοΟ λοιπόν ό Ίου λιανός, ό όποΤος ύπερέβαλε τούς πάντα ς είς άσέβεισν, άνέδη είς τόν βασιλικόν θρόνον καί Ακράτησε τά δεσποτικά σκήπτρα, ύψωσε ν άμέσως τάς χεϊ-

^ Κίχ ΤΟΝ ΑΙΊΟΧ ΙΚΗΗΙΛΡΊΤ1Ά ΗΑΗΓΛΑΝ

ρας ύβριστικώς καί κατά τού θεού, ό όποιος τόν Αδημι- ούργησε καί Αλησμόνησε τόν εύεργέτην καί άπό τήν γήν κάτω βλέποντας είς τόν ούρανόν ύλακτουσεν όπως οΐ μα¬ νιασμένοι σκύλοι, οΐ όποιοι Αξ ίσου γαυγίζουν μανιωδως καί πρός έκείνους πού τούς τρέφουν καί πρός Ακείνσυς που δέν τούς δίδουν τίποτε, μάλλον δέ καί άπό Ακείνους μέ ά- γριωτέραν κατελήψθη μανίαν. Διότι, Ακεΐνοι μέν καί τους γνωστούς καί τούς ξένους Αξ ίσου άποστρέφονται καί μι¬ σούν αύτός δμως τούς μέν ξένους πρός τήν σωτηρίαν του δαίμονας1" Ακολάκευε καί μέ κάθε τρόπον ^περιποιείτο, τόν εύεργέτην καί σωτήρα θεόν, ό δποϊος δέν Αλυπήθη πρός χάριν του ούτε αύτόν τόν μονογενή του Υίόν, τόν άπεστράφη καί τόν ΑμΙσει καί διέσυρε τόν σταυρόν, αυτόν πού άνέστησε τήν οίκουμένην, ή όποία έκειτο πεσμένη κα¬ τά πρόσωπον καί Αδίωξε τό σκότος καί παντού μας έφερε φώς λαμπρότερον του ήλίου.

Πλήν ούτε έως Αδώ Ασταμάτησεν ή μανία του, άλλ ύπεσχέθη νά ξερριζώση άπό τήν καρδίαν τής οίκουμένης τό γένος τών Γαλιλαίων,11 διότι έτσι συνήθιζε^ νά μας ά- ποκαλη. Μολονότι, δν τό όνομα τών χριστιανών τό έθεώ- ρει βδέλυγμα καί πλήρες Αντροπής. Ο διατί δέν μάς Ακάλει μέ αύτό, άλλ’ Απεθύμει νά μάς Αντροπιάζπ μέ άλλον όνο¬ μα ξένον; Διότι βεβαίως αύτός Αγνώριζε πολύ καλά, δτι τό νά καλήται κανείς μέ τό δνομα τοΰ Χρίστου, τούτο δχι μόνον είς τους άνθρώπους, άλλά κρί είς τούς άγγέλους καί είς τάς άνωτέρας δυνάμεις είναι μέγας στολισμός. Δι’ αύ¬ τό μετήρχετο τά πάντα, διά νά μάς άφαιρέση αύτόν τόν στολισμόν καί νά ματαιώση τό κήρυγμα. Άλλά τοΰτο ή- το τό δύσκολσν, άθλιε καί ταλαίπωρε, δπως ήτο άκατόρ- θωτον τό νά κατασκάψη κανείς τόν'ούρανόν καί νά σβύση τόν ήλιον καί νά σείση καί καταρρίψη τά θεμέλια τής γής. Καί αύτά τά προεϊπεν δ Χριστός ώς έξής: «Ό ούρανός καί ή γή παρελεύσονται, οΐ δέ λόγοι μου ού μή παρέλθωσιν»

10. Λαιμών χ*1 Βαίμβνι* Ι-τν/β* κχλσΟντχι οί θ«οΙ τοΛ =Ιδι«>λολαΐ?<- ρμβί, /Λ-.' ούο’Γχν 5μ<ι»ί »Ν#ι αίΐ-εί οΐ τ.ΟΧϊ,ρο! 5α<μον>ε; ·/.»! ή (ΰνβμίς

•I τΛκ-Λ, ή ίνήργει 5ι± (*ρ4«>ν -Λν =ϊδιόλίι>ν, 5ιΛ 1<ΐ>ν μΑντί»»

κλΙ πανί*; ίλλου χρονύ/Λου }χ·πίομέ*;»ι μ* τήν λαΐρίίλν τ^ν.

11. Τ4 άρτ,Γ/λν ίν5|.ι,» ιιίν ε'.ι;, Κριοιί··, ΛιαίΕ'ίΰν-ων χαΐ ίιΐιτίζομί-

><ι,ν 7^0 '·άί»λ?οΙ' ή ’Χγκη·- ή ••αΠτ,-ίζΙ-. ΧριοκΛναΙ ο»νΰμά;Ι)>ΐΜν

.τρίτον βί; Άνΐιόχϊΐιν (ΙΤρίξ,. 11, ?0) χ*( μ*λιπχ ίμίζϊ-.απικΐΙ' , χί,λ' ίπ*Χ?· ί’-.Ί'-κ να< άτλ ίνο'π λτ·.μ!α; Ιγι-^β αίολ^μάς χ*ί χαΊχ*ίμι. Ό Ί(5πλ:^νίί 4 ΓΓαρΛζ*'Τ|ν, μή άνε/όμζ^ος νά άν/ιΟ"), V/ “ΐτιμημίνον ίο3*0 ί- «►ιχ, ά-εκάλΒ·. 'γ’-ί ; χΐ'^-ι αϋ··,ν ίμ-ϋΗ-ιχΛ^, Ι'αλιλΛίους, άτΛ ~Αν τ^πι-χ ".ή; γ χν> ΧρυνΛ.

ϋΐ

Κίϋ ΤΟΝ ΑΙ ΙΟΝ [ΚΡΟΜΑΓΊΤΡΑ ΗΑ»1 Λ ^

>»ΑΝΝ'ΟΓ ΧίΤΪΟίΤΟΜοί :>0

(Ματθ, 24, 35) . Δέν άνέχεσαι τόν Χριστόν δμως βταν ό- μιλή, Ε τότε λοιπόν άκουσε τήν φωνήν τών γεγονότων. Ε¬ γώ όμως Επειδή ήξιώθην νά γνωρίζω, τΐ πράγμα είναι ή άπόφασις τοΟ θεού, πόσον Ισχυρόν καί άκατανίκητον, Ε- χω ττεισθή καί άπό τήν φυσικήν συνέπειαν καί άπό τήν πεί¬ ραν τών πραγμάτων, ότι αύτή εΐναι ή πλέον Αξιόπιστος Εξ δ- λων. Σΰ όμως, ό όποιος άκάμη σύρεσαι χαμαί καί χάσκεις Εξετάζοντας τούς Ανθρωπίνους λογισμούς, δέχου τήν άπό- όειξίν πού προέρχεται άπό τά ίδια τά πράγματα καί Επ' αύτσΰ καθόλου δέν άντιλέγω καί ούτε φιλονικώ.

533 Α 2. Τί λέγουν λοιπόν τά πράγματα ; Ό Χριστός εϊ- πεν, δτι εύκολώτερον θά άπολεσθοϋν ό ούρανός καί ή γή, παρά θά άτονίση κάποια Εκ τών Εντολών του. Ό βασιλεύς όμως είπε τά άντίθετσ πρός αύτά καί ήπείλησεν δτι θά ά- φανίση τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν. Που είναι δμως ό βασιλεύς, ό όποιος ήπείλησεν δλα αύτώ; Έχάθη καί κατε- οτράφη καί εύρίσκεται τώρα είς τόν άδην, άναμένων τήν άρμόζουσαν τιμωρίαν. Καί που είναι ό Χριστός, ό όποιος άπεφάνθη Εκείνα; Ε[ς τούς ούρανούς, είς τά δεξιά τού Πα- τρός, κατέχων τόν Αψηλότατο ν Θρόνον τής δόξης. Πού τά βλάσφημα λόγια καί ή άκόλαστος γλώσσα τοϋ βασιλέως; Β Έγιναν στάκτη καί κόνις καί τροφή των σκωλήκων. Πού ή άπόφασις τού Χριστού; Αύτή Λάμπει άπό αυτήν τήν Α¬ λήθειαν τών πραγμάτων, Ακτινοβολούσα άπό τήν ϊκβασιν αύτών ωσάν άπό στήλην χρυσήν. Μόλον τούτο τίποτε δέν παρέλειψεν 6 βασιλεύς, Ενφ Επρόκειτο νά Εγείρρ τόν Εναν¬ τίον μας πόλεμον, άλλά καί μάντεις προσεκάλει καί γόη- τας συνήθροιζε καί τά πάντα ήσαν μεστά δαιμόνων καί πονηρών πνευμάτων.

Ποϊαι δμως ύπήρξαν αί άμοιβαί αύτής τής όπηρεσίας του; Άφανισμός πόλεων καί πείνα χειριστής μορφής. Δι¬ ότι γνωρίζετε βεβαίως καί Ενθυμεΐσθε πώς ήτο κενή άπό τρόφιμα ή άγορά, πλήρη δέ ταραχών τά καταστήματα, 5- ττου 6 καθείς Εφιλονεικούσε νά άρπάξη πρώτος τά Εμφανι¬ ζόμενα τρόφιμα καί νά άπέλθηΧ Καί διατί νάόμιλώμεκ διό πείναν, όταν καί αύταί αί πηγαί Εστείρευον άπό νερόν καί μάλιστα τέτοιοι πηγαί, πού μέ τά πλούσια νερά των Οπε- ρειχον τών ποταμών; *Αλλ’ Επειδή άνέφερα πηγάς, δς πά¬ με λοιπόν πρός τήν Δάφνην καί μαζί δς όδηγήσωμεν τόν λόγον πρός τά κατορθώματα τού άγίου. "Αν καί Επιθυμεί¬ τε νά διακωμωδήσωμεν τάς άπρεπε [ας τών είδωλολατρών, άλλ’ δμως, Ενφ καί Εγώ ό Γδιος θέλω τό ίδιον, δς άναχω- ρήσωμεν πρός τά Εκεί. Διότι πάντως όπου τιμάται μνήμη

μαρτύρων, Εκεί συντελεϊται καταισχύνη τών είδωλολατρών.

Αύτάς λοιπόν ό βασιλεύς, όσάκις άνήρχετο είς τήν Δάφνην,” Ενωχλουσε τόν Απόλλωνα παρακαλών, Ικετεύ¬ ω ν και Εκλιπαρώ ν αύτόν νά τού δώση κανένα χρησμόν δι’ δσα έμελλον νά τού συμδούν. Β Καί τί τοϋ είπε λοιπόν ό μάντις, 6 μέγας θεός τών είδωλολατρών; Μέ Εμποδίζουν, λέγει, νά όμιλώ ο| νεκροί. Δι’ αύτό, κατάστρεψε τά μνη¬ μεία, ξέθαψε τά όστδ καί άπομάκρυνε τούς νεκρούς. Τί π ιό άνόσιον θά ήμποροΟσε λοιπόν νά δοθή ώς προσταγή; Περιέργους νόμους τυμβωρυχίας είσάγει ό δαίμων καί νέ¬ ους τρόπους Αποπομπής τών ξένων Επινοεί. Ποιος ήκουσέ ποτέ νά καταδιώκωνται οί νεκροί; Ποιος είδέ ποτέ διατα¬ γήν νά μεταφερθουν Αλλού σώματα άψυχα, όπως διέτασ- σεν αύτός, Ανατρέπω ν Εκ βάθρων τούς κοινούς νόμους τής φύσεως; Διότι οΙ νόμοι είναι κοινοί δι* δλους τούς Ανθρώ¬ πους καί όρίζουν, Ε ό άποθανών νά θάπτεται καί νά παραδί- ■δεται είς ταφήν καί νά κρύπτεται είς τούς κόλπους τής γής, τής κοινής μητρός όλων τών Ανθρώπων. Καί αύτούς τούς νόμους κανείς ποτέ δέν τούς κστεπάτησεν, ούτε Έλ- λην, ούτε βάρβαρος, ούτε Σκύθης, ούτε κανείς άλλος Αγρι¬ ότερος άπό Εκείνους, άλλά τούς σέβονται καί τούς τη¬ ρούν όλοι καί ίτσι είναι είς δλους Ιεροί καί σεβαστοί. Άλλ’ 6 δαίμων, άφού έσυρε τό προσωπεϊον του, μέ γυμνήν τήν κεφαλήν στέκεται Εμπρός είς τούς κοινούς νόμους τής φύ¬ σεως. Διότι, λέγει, δτ» οί νεκροί εΤναι μίασμα. 534 Α Δέν είναι δμως μίασμα οί νεκροί, πονηρότατε δαίμον, άλλά ή πονηρά διάθεσις είναι τοιαύτη. "Αν πρέπει μάλιστα καί κάτι τό παράδοξον νά είπωμεν, τά σώματα τών ζώντων Ανθρώ¬ πων εΐναι περισσότερον γεμάτα μέ κακίαν, παρ’ δσον τά σώματα τών νεκρών είναι μιαρά. Διότι τά μέν ζώντα σώ¬ ματα ύπηρετοϋνται μέ τάς Εντολάς πού δίδει ή ψυχή, Ενφ τά νεκρά κατάκεινται άκίνητα. Τό δέ Ακίνητον καί Αναί¬ σθητο ν σώμα θά ήμποροϋσε νά εΐναι άπηλλαγμένον πό¬ σης κατηγορίας. Παρά ταύτα Εγώ οΰτε τά σώματα τών ζώντων Ανθρώπων θά έλεγά ποτέ δτι είναι μιαρά κατά τήν φύσιν των,13 άλλά πάντοτε ήμπορούμεν νά θεωρήσω-

12. Ή *·}·:», ί|« προίπιΐ'Λ ιής Άντι&χβί*; ιί;; 3ι>ρ(αί, ί>

ϋί|ρχ; δέ ί·, «4-/ι Ιερόν -οΰ Λν.ψναίο ι> "Απόλλωνος. Τί'. -οίτον ίχλει-

ολύ ι>1 χρίιπίκνβί, -ηνοιξί δέ &ν. νέαυ 6 “ϊο’ίλ'.ζνό: . Με'Α -ήν δ:1 χερΛίιναΠ δμίπς ν.·ϊ’;αυΓρ6^ή'' τΐ]ς «4γης Λ*ρί;»ίΐν*ν έρίίπιον χαί χι'ίσίράφιι Τ(λ*ί<ι;ς,

1Κ. Ό ΑρκΤ'Χ'.ιαμός οι'ίίπί,τΕ έίΐ'ώρηιι ιδ 2ν*θρ(ί»ι;ιναν 3<[>μί<. ός ητ,τή,ν -βδ χ.αχοΠ . άιάφύροι μ£\θν ίΙί έδυβψήμ-τ]ααν ( Μα^ΐανι 3μό; .

»ίΙΑΚ»*ί νίΤϊΟΣ'ΓιίΜΟΙ·

ΚΙΣ ΙΟΧ ΑΓΙΟΝ ΙΚΙΌΜΑΡΤΓΓΑ ΒΑΗΓΛΑΝ'

Μ

μεν ύπεόθυνον τήν πονηρόν καί διεστραμμένην πρόθεσιν διά τάς κατηγορίας πού Εκφράζονται άπό τούς άνθρώπσυς,

Β Δέν είναι μίασμα τό νεκρόν σώμα, Απόλλων, άλλά κατηγορίας καί τιμωρίας άξιον είναι τό νά καταδιώκπ κα¬ νείς κόρην** πού Επιθυμεί νά ζή μέ σωφροσύνην καί νά κα¬ ταστροφή τήν σεμνότητα τής παρθένου καί τό νά θρηνή Εκείνος πού άποτυγχάνει νά Εκτελέση τήν άναίσχυντον

αύτήν πράξιν, τούτο είναι άξιον καί χστηγορίαςκαί τιμωρίας. Είς τήν θρησκείαν μας μάλιστα ύπήρξαν πολλοί προφήται θαυμαστοί καί μεγάλοι καί ποτέ δέν είπον είς τούς Ερω- τώντας αύτούς περί των νεκρών νά ξεθάψουν τά όστα των, άλλ' δ Ιεζεκιήλ," ό όποιος Εν όράματι παρευρέθη Ε¬ νώπιον των όστών τών νεκρών, όχι μόνον καθόλου δέν Εμ- ποδίσθηκεν άπό Εκείνους, άλλ’ άφοϋ τά Ενέδυσε μέ σάρ κας καί νεύρα καί δέρματα, τά Επανέφερε καί πάλιν είς τήν ζωήν. Ό δέ μέγας Μωϋσής" δέν Εστέκετο μόνον πλησίον όστών νεκρών, άλλά καί όλόκληρον νεκρόν μετέφερε μαζί του, τόν Ιωσήφ, τοιουτοτρόπως προεφήτευε τά μέλλοντα καί πολύ εύλογα, Διότι οΙ μέν λόγοι τών_ προφητών ήσαν χάρις τού άγίου Πνεύματος, Ενψ οί λόγοι των μάντεων, άπά- τη καί ψεύδος, τό όπσΓον 6έν είναι δυνατόν νά καλυφθή άπό πουθενά. "Οτι δέ αύτά ήσαν πρόφασις καί δικαιολογία καί Εφοβεΐτο τόν μακάριόν Βαδύλαν, τούτο γίνεται φανερόν άπό τά όσα έπραξεν ό βασιλεύς. Διότι, άφοϋ άφησεν ήσύ- χους όλους τούς άλλους νεκρούς, ήνώχλει μόνον τόν μάρ¬ τυρα Εκείνον. Μόλον τούτο βεβαίως, δν αύτά τά δκαμνεν Επειδή τόν Εβδελύσσετο καί όχι Επειδή δέν τόν Εφοβεΐτο, θά

Γνηίΐ.χί }·ιή; ι. ΜολΧχκι; ^ομ1α#ν, ϊ\·. ά χρι·3-ί*ΜθΙ 6ιλ

ΐι··ν χΟθ;τ,^τΐ;-»ιι', των ΪΓέ'ϊλίτ'.Ον ίί* ΐήν κχταστρ&ςήν υμ ψΛί *τιρχομΛ> τςιΊ αιί,|ιχ»;. οι >.4γο< <ο·Ί άζ$4 I Ιει^ένη*. "ών μ^','λλθτ|ροΐΜ άίχηΐβν

τί|ς Α'γύτην>, «ν Γ.(.ν*5·.\ιέ·»ν ν*,ν »λ£θν Λ^Λν^ί'.ν

Είς Λν>ί χ *·ϊ »ι γΑρίιΐ ,; -'Λ Ι,»!=7€ρο·> ·κινχχθ|ί<·Λ· -...ήμζΐς ίδχ έίιβίχβημεν .Ί*»μ7.*3*·:ψι»<1 4 λ λ* 7ΐιΜν/.-Α)ΓΛ· I Πίιμήν ρττγ' ) Λ *ϊμ.*0*· Τή αώμα «I- νχ« ->46;:· ν, ί);*ί·. λγί<ν> ||>4Μ·ίΧ.-ο;. κατί ίη'.3~Λ*ον Ιΐχίίλυν <Α' Κυρ. Ιί. I») , «οχΕίΟ* 160 ^-Τ Ιοί ΐΓ.Ε·>|ΐχτο;,

Μ. Ά-τϋίρΐΐΛ: ·:; τ.6 ΕΓ.«:3«;!ιν χ« οΖιΑ*«<.ι; ιής Αίονης. «ο «90 ι^τιμίο Ι)ε<·/ι Λ46<πνθ; *«1 -.-ι;; Γχ;** :>·λ Ψ-Ά 'λιβΛλω·»*;. 1 1 .«ρχιοτίτη Κϋμφη Αβ^·.ν|, χτ-Λ/.ρηΐπιζ* “4ν Ζρ;ιιν* ΤΠΟ ”Α:τάλλωνθ{ Η» •τί^ίίιχΙ)», καν |{τ;?«ν(ΐ«γ; =ϊ; τά ϊγκικχ ιί,; ,ή;, ίς ήν έν*τ*ν!5Ην} μ=τα ['ΛρφπιΗίΙοχ ί<; 6μ»ϊιν·>μίιν ?;ιτ6> Κ *“ά -χρέΐ'.;·-> 16 ίπϊ·.349ισυ

το6·π εί; ι6 παρά ττ,ν ΆνϊΐΑχιυιν 6|ΐο>ν>μ<5ν κ,'ΛίαΐΕΐαν. ίΤ»Λίι*1

-,ιρί «Οιοή ζν< Λν* «4|·ον -ή; γ.χ,λ'/ϊ»,: Χ·>1ί ί-· ΚΙ * « 1

Ιο. ·ί=ζ£,/.«ήλ *?.*. :ΙΤ. ϊνϋα ;ν|>ε6*ί/όν ίρχμ-χ τ%: ίνίΐ-Λοΐ'Α; -.Αν νεκρών.

1«ϊ. Ί'ίΡφοί 1:Ί, 111, *·Λ* ϊ4 ιτεκ τΐί; μτν^'-μίί «»ν όατών ~.ν> *!'■:· ο·?;ϊ ϋ λίτϋετο τ'; Παλ·λιττϊν>|ν.

έπρεπε νά διατάξη νά ουντρίψουν τήν λάρνακα, νά τόν Ο καταποντίσουν είς τήν θάλασσαν, νά τόν μεταφέρουν είς τήν ϊρημον, ή νά τόν άφανίσουν μέ κάποιον άλλον τρό¬ πον. Τούτο θά ίκαμνεν όποιος Εβδελύσσετο κάτι. χΕτσι I- καμε καί 6 θεός, δταν διελέγετο μετά τών Εβραίων διά τά 6δελύγματα τών Εθνών ' διέταξε νά συντρίψουν τάς στή- λας αύτών καί όχι άπό τά προάστεια νά είσάγουν είς τάς πόλεις αύτών τά μιάσματα.

3. Ό μέν μάρτυς λοιπόν μετεκινεΐτο, δ δέ δαίμων ού¬ τε καί ίτσι ήσθάνετο άσφάλειαν, άλλ’ ευθύς Επληροφορεΐ- το, δτι τά μέν όστά τού μάρτυρος είναι δυνατόν κανείς νά τά μετακινήση, τάς χεϊρας (τήν τιμωρίαν) δμως τοΰ μάρ¬ τυρος είναι άδύνατον νά άποφύγη. Διότι, τήν Ιδίαν στι¬ γμήν πού ή λάρναξ Εσόρετο είς τήν πόλιν, κεραυνός Ιπι- πτεν Εκ τού ούρανοΰ Επάνω είς τήν κεφαλήν τού ξοάνου11 καί κατέφλεγε τά πάντα. Ε Μολονότι βεβαίως, δν όχι καί προ¬ ηγουμένως, τούλάχιστον όμως τότε, φυσικόν ήτο νά όργι- σθρ ό άσεβής βασιλεύς καί νά άφήση νά χυθη ή άργή του κατά τοΰ ναού τού μάρτυρος," άλλ’ ούτε καί τότε Ετόλμη- σε νά κάμη τοϋτο’ τόσος φόβος τόν διακατείχε. Πλήν άν καί Ιβλεπεν ότι ό Εμπρησμός ήτο άνυπόφορος καί Εγνώ- ριζε καλώς τήν αίτίσν, ήούχσζε. Καί δέν είναι μόνον αύτό τό παράδοξον, άτι δέν κατεδάφισε τόν ναόν τοΰ μάρτυ¬ ρος, άλλ’ ούτε τήν στέγην τού είδωλολατρικοϋ ναού Ετόλ- μησε Εκ νέου νά κατασκευάση. Διότι Εγνώριζε, ναΐ Εγνώ- ριζεν, ότι ή τιμωρία Εκείνη προήρχετο άπό τόν θεόν καί Α Εφοβεΐτο μήπως, Επινοώντας κάτι άλλο άκόμη Εφελκύ- ση Επί τής κεφαλής του Εκείνο τό πϋρ. Δι’ άύτό καί ύπέφερε νά βλέπη τών ναόν τού Απόλλωνος νά έχη περιέλθει είς τόσην Ερήμωσιν. Καί δέν ήτο άλλη καμμία ή σίτία, ένεκα τής όπσίας δέν διώρθωσεν αύτό πρύ συνέβη, άλλ’ ό φόβος όνον. Εξ αίτίας τοΰ όποίου παρά τήν θέλησίν του ήσύχα- ε, γνωρίζων καλώς μάλιστα, πόσην αίσχύνην καταλείπει είς τόν δαίμονα άφ’ ένός καί πόσην τιμήν άφ’ έτέρου είς τόν μιάρτυρα. Διότι μένουν οί τοίχοι σήμερον ώς τρόπαια, διαλαλαύντες λαμπρότερον καί άπό σάλπιγγα πρός τούς κα- τοικοΰντας είς τήν Δάφνην, πρός τούς κατοικοΰντας τήν πό¬ λιν, Β πρός τούς φθάνοντας άπό μακράν, πρός τούς συγχρό¬ νους μας καί πρός όσους πρόκειται νά γεννηθούν άργότε- ρον διηγούνται τά πάντα μέ τήν θέαν των μόνην, τήν πά·

17. ['ή ί^ΧΌ'ί ( ι'ΐΛίνΟν Ιγχλμχ) ταίϊ Λ-^ΑΑιον(ί; ήτο 3τημ<';ς> *ίς

τ··/ χίντοον τοί· £ί; ϋρνγιν νχ2ΰ ζλ(> Άττίλλωνυς.

|Κ, ϊ(ς ’.νι( μ4«υρ·χί Αςιιρ «6μ*νοι >αο· έκχλβΟντο «μχρτίρίΐ. .

3

ΙώΑΝΝΟΓ ΝΡΪ&ΙΠΌΜΟΓ

λην, τήν συμπλοκήν καί τήν νίκην τού μάρτυρας. Διότι 6 άπό μακράν Ερχόμενος Επισκέπτης καί μέλλων νά άναχω- ρήση Εκ τού προαστείου, Ενφ Εβλεπε τόν μέν ναόν τοϋ ά¬ γιου χωρίς τήν λάρνακα, τό δέ ίερόν τοϋ Απόλλωνος χω¬ ρίς στέγην, ήτο φυσικόν νά ζητή νά μάθη τήν αΙτίαν άμ- φοτέρων καί έπειτα, άφοϋ Επληροφορήθη τήν Ιστορίαν, τοιουτοτρόπως Εφυγεν άπ’ Εκεί.

Τέτοιου είδους είναι τό κατορθώματα τοϋ μάρτυρος, όσα συνέβησαν μετά τόν Θάνατόν του. Διά τοϋτο καί μα¬ καρίζω Εγώ τήν πάλιν σας, διότι Εδείξατε δλοι πολλήν φροντίδα διά τόν άγιον τούτον. Διότι τότε, δτε Επανήρ- χετο Εκ τής Δάφνης, δλη ή πόλις είχε πλημμυρίσει τάς όδούς καί Εμειναν κενά! αι μέν άγσρσΙ άπό άνδρας, αί δέ οΙκίαι άπό γυναίκας, έρημοι δέ ήσαν κα! οΐ Θάλαμοι των παρθένων. Τόσον πολύ καί άπό κάθε ήλικία καί άνδρες καί γυ¬ ναίκες Εξεπήδησαν είς τάς όδούς τής πόλεως, ώσάν Επρό- κειτο νά ύποδεχθοϋν πατέρα πού Ελειπεν άπό πολύν και¬ ρόν κα! τώρα Επανήρχετο άπό μακράν άποδημίαν. Καί Ε¬ σείς μέν τόν Ετοποθετήσατε κοντά εΐζ τήν χορείαν τών ό- μ αφρόνων του, ή χάρις δμως τοϋ θεοϋ δέν άφησε νά πα- ραμείνη Εκείνος διά παντός Εκεί, άλλά τόν μετέθεσε πάλιν πέραν τού ποταμού, ώστε πολλοί τόποι νά γεμίσουν άπό τήν ευωδίαν τοϋ μάρτυρος. Ι> Καί οΟτε Εδώ πού ήλθεν Επρό- κειτο νά μείνη μόνος, άλλ’ άμέσως έλαβε γείτονα καί συγ- κάτοικον αύτόν πού εΐχε τό ίδια μέ αύτόν φρονήματα.1* Διότι καί αύτός συμμετέσχε τής ίδιας άρχής™ μέ Εκείνον κα! έδειξε παρρησίαν χάριν τής εύσεβείας ιοην μέ Εκείνον, διά τοϋτο καί έγινε μέτοχος τής Ιδίας στέγης μέ αύτόν, δχι χωρίς λόγον καθώς φαίνεται, ό θαυμάσιος αύτός μιμη¬ τής τοΰ μάρτυρος. Διότι τόσον πολύν χρόνον Εξώδευεν Ε¬ κεί, γράφω ν συνεχώς πράς τόν βασιλέα, Ενοχλών τούς άρ¬ χοντας καί σωματικήν άκόμη (υπηρεσίαν προσφέρων είς τόν μάρτυρα. Ε Διότι γνωρίζετε καί θά Ενθυμεΐσθε, δτι κατά τό θέρος μέ τήν θερμότητα τοϋ μεσουρανοϋντος ήλιου, καθ’ ήμέραν Εβάδιζεν Εκεί μέ τήν ουνοδίαν του, δχι σάν θεατής μόνον, άλλά καί διά νά λάβη μέρος είς τά Εκεί κα- τασκευαζόμενα. Διότι Εβοήθη καί είς τήν μεταφοράν τών λίθων, έβοήθη καί είς καταμετρήσεις Ελαβε μέρος91 καί είς

19. Άν*ς?ίρ.πιι *ί; τήν 4Μ»τ<0|ΐι3ν)ν τ ιγ» 16-1 ΑγΙο»; Μια·

Χίου, Ιτ.\3χ6τ.ον Άνΐιοχιία;, ί* Κων3τ·5«.νίι\ρουΊΐίλ*<ι>ς, Λχινκ

της βήχχ;-; χ&Ο άγ!βυ Β*5ύλα.

20. Εννοεί τ£ 4αι?>·,5Κΐϊΐί'ν ίξίίημα.

21. Τδ Κβίμϊνοντ ι««ί Ίχοϊ',ον είλκυ^'. ϊχοίνος <Τν«ι ΌγηινΙον,

βποΐον ίχ^ηοι-ιοκιίΐιϊτο «ϊί /.χχαιαχρί,υίις, 5ΐίεν, μέτρου.

ΙΙΓ» ΚΙ 2 ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΚΤΌΜΛΡΤίΤΑ ΒΑΙΙΓΛΛΝ

κάτι πού ήθελε κτισιμον αυτός πριν άπό τούς ύπηρετοϋν- τας τήν οικοδομήν προσήρχετο διά νά βοηθήσει, διότι έ- γνώριζε, ναι Εγνώριζε πόσσι άμοιδοί τόν άναμένουν αύ- τό Καί διά τούτο διετέλει ύττηρετών τούς μάρτυρας, δχι μόνον μέ λαμπρός οίκοδομάς, ούτε μέ συχνάς έορτάς, άλλ’ Επίσης καί μέ τόν π ιό καλόν άπό αύτά άκόμη τρόπον. Καί ποιος λοιπόν είναι αύτός; Μιμείται τόν βίον αύτών, δει¬ κνύει ζήλον διά τήν άνδρείαν των καί διά παντός μέσου διασώζει είς τόν έαυτόν του κατά δύναμιν τήν εικόνα τών μαρτύρων. 536 Α Διότι πρόσεχε πρΟσέφερον Εκείνοι τά σώμα τά των είς τήν σφαγήν, Ενέκρωσε καί αύτός ^ήν σάρκα έπΐ τής γής. 'Αντεστάθησαν Εκείνοι είς τήν φλόγα τού πυρός, ίσβησεν αύτός τήν φλόγα τής Επιθυμίας. Έδωσαν μάχας Εκείνοι μέ τά θηρία, άλλά καί αυτός εκοίμησε τό πιό φο¬ βερόν άπό τά άνθρώπινα πάθη, τή.· όργήν.

Δι’ όλα αύτά λοιπόν, δς εύχαρισ^ήσωμεν τόν Θεόν, διότι καί μάρτυρας μάς Εχάρισε τόσον γενναίους καί ποι¬ μένας Β άνταξίους τών μαρτύρων πρός καταρτισμόν τών ψυ- χών^ πρός οικοδομήν πνευματικήν τοϋ σώματος τού Χρι¬ στού, μετά τοϋ όποιου άς είναι δόξα, τιμή καί δύναμις είς τόν Πατέρα καί είς τό άγιον καί ζωοποιών Πνεϋμα, τώρα καί πάντοτε καί είς τούς αίώνσς τών αΙώνων. Αμήν.

ΟΜΙΛΙΑ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΙΟΥ6ΕΝΤΙΝΟΝ ΚΑΙ ΜΑΞΙΜΙΝΟΝ, ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝ- ΤΑΣ ΕΠΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΑΤΟΥ.

Α I . Πρό τίνος άκόμη μάς συνήθροισεν Εδώ δ μα¬ κάριος ίερομάρτυς Βαβύλας μαζί μέ τούς συυάθλους του τρεις παϊδας'* σήμερον εις σχηματισμόν π νευματικής_ μα¬ νής παρέταξε τά στρατόπεδον τού Χριστού εν ζεύγος στρατιωτών. Τότε άρμα μαρτύρων, τώρα ζεύγος μαρτύ¬ ρων. Διάφορος ή ήλικία των, μ(α-δμως ή πίστις των. Ποι¬ κίλα τά μαρτυρικά των παλαίσματα, άλλ’ Ιδία δμως ή άν· δρεία των. ’Εκεΐνοι παλαιοί ώς πρός τόν χρόνον, αύτοΙ εδώ νέοι καί πρόσφατοι. Τέτοιος είναι ό θησαυρός τής Εκκλη¬ σίας. περιέχων παλαιούς καί νέους μαργαρίτας δλων δμως ή ώραιότης εΤναι Ιδία. Δέν άμαυρούται ή στιλπνότης των, δέν καταρρέει μέ τόν χρόνον, δέν ύφίσταται τήν σκωρίαν τής πολυκαιρίας ή λαμπρότης αύτής τής_φυσεως. Διότι ή μέν όλική περιουσία ύποχωρεΐ καί Ελαττοΰται είς τό πέρα¬ σμα τοΰ χρόνου" καί τά Ενδύματα φθείρονται καί σ\ οίκίαι καταστρέφονται καί ό χρυαός φθείρεται καί όλάκληρος ή φύσις τής αίσθητής αύτής περιουσίας ξεπέφτει μέ τόν χρό¬ νου καί Αφανίζεται. Μέ τούς πνευματικούς θησαυρούς δμως δέν συμβαίνει τό ίδιον, άλλά πάντοτε καί διά παντός ια- ραμένουν είς τήν [δίαν άκμήν καί νεότητα οί άγιοι μάρτυ¬ ρες, λάμποντες καί άποστίλβοντες τήν λαμπρότητα τής ΐδικής των δόξης. Τούτο δέ γνωρίζοντες καλώς καί Εσείς, δέν τιμάτε άλλως μέν τούς παλαιούς καί άλλως τούς νέ¬ ους μάρτυρας, άλλά μέ τήν (δίαν προθυμίαν καί άγάπην καί διάθεσιν τιμάτε καί άποδέχεσθε δλους. Διότι δέν Εξε¬ τάζετε τόν χρόνον, ώλλ’ Επιζητείτε άνδρείαν καί εύλάβει- αν ψυχής καί πίστιν σταθερόν καί ζήλον Εμπνευσμένου καί θερμόν, τέτοιον πού έδειξαν καί αύτοΙ οί μάρτυρες πού μάς συνήθροισαν Εδώ σήμερον. Διότι τόσον πολύ Επυροϋν- το άπό τόν κατά Θεόν πόθον, ώστε νά κατορθώσουν καί

II 'λ(·ο\ι%{· Γ·>; Ιϊ *·,Ίλ»; μ··*»ϊ μί τ^ίϊ:

» < 1*1 '/ί. ί'Ί*. ·> . 1 1 ρ ι λ 1 ιόν -, * : ' Ι·:π<5 λ Ίν ·.·.·»

Τ, >312 ΊΌΓϊ ΑΓΙΟΓΪ ΜΑΡΤΙΟΙ ΚΙΪΠΕΝΤΙϊωΝ ΚΑΙ ΜΑ31ΜΙΝ0Ν

χωρίς διωγμόν νά φορέσουν στέφανον μαρτυρίου, Β χωρίς μάχην νάστήσουν τρόπαιον νίκης, χωρίςττόλεμον νά κερ

δίσουν νίκην καί χωρίς σύγκρουσιν μέ ^ ^άθεΐε άπό πάσουν τό βραβεΐον. Τό πως ίγ.νεν αυτό θά μάθετε άπά Εμένα, μόνον περιμένετε άλίγον νά τά διηγηθώ ^ ^^ΑιΛ μ Υπήρξε κάποιος βασιλεύς εις τάς_ ήμέρας μας, διά τόν όποιον καί πρό τίνος ώμίληαα είς σας, ό όποιος Εξε- πέρασεν είς άσέβειαν δλους τούς προηγουμένως του. Αύ- ΐός λοιπόν ό βασιλεύς Επειδή Εβλεπε πόσονυπέροχαάπέ^

6 αίνον τά (δικά μας πράγματα Εξ αίτιας τουτου- ^ ^^ δηλαδή τού θανάτου τών μαρτύρων κα) δχι μόνον άνδρες, άλλά καί τρυφερά παιδία καί κόρα ι άπειρο, άκόμΓ |Υ0μθυ καί μέ ένα λόγον κάθε ήλικία καί κάθε γένος νά "Ρ°σέΡ- νωνται μέ προθυμίαν είς τάς όπέρ τής εύσεβείας γενόμε- νας σφαγάς, .0 κατετρώγετο είς τά σωθικά του καί Επσ- νοϋσε καί νά διακήρυξή φανερά τον πόλεμον δέν Διότι όλοι, λέγει, θά σπεύσουν πρός τό μαρτυρίου σάν μέ¬ λισσα ι, πού πετοΰν Επάνω άπό κηρίον' καί αυτά τά Εμάν θανεν δχι άπό κανένα άλλον, άλλ’ άπό αύτούς τους προ¬ γόνους του. Διότι καί τύραννο. Επολέμησσν ΕκκληοΓ αν καί δχλοι συνεχώς Επανεστάτησαν κατ’ αυτής, Επειδή άκόυη ή φλόξ τής εύσεβείας ήτο μικρά, πλήν δμως δέν τήν ίσβεσαν, δέν τήν ήφάνισαν, άλλ’ αύτοί ήφανίζοντσ ή δέ φλόξ Εκείνη αύξανομένη άνήρχετο είςδψοςκαί Εσκέπασεν δλην τήν οίκουμένην μέ τό νά σφάγωνταί, νά καίωνται, νά κρημνίζονται, νά καταποντίζωνται καί νά παραδίδωνται εις τά θηρία δλοι οί πιστοί. Διότι κάτεπάτησαν τους δνθρα κας ώοάν πηλόν Ο καί ίβλεπον τά πελάγή καί τά κύματα ώσάν λειμώνας καί Ιτρεχον πρός τό ξίφος ώς πρός διάδη¬ μα καί στέφανον καί κατεφρόνησαν κάθε είδος τιμωρίας, βχι μέ τό νά ύποφέρουν μόνον γενναίως, άλλά καί μέ πολ¬ λή ν εύχαρίστησιν καί προθυμίαν. Καί δπως τά φυτά, δταν ποτίζωνται, συμβαίνει Εκ φύσεως νά αύξάνουν, Ετσι καί ή ίδική μας πίστις. Ενφ καταπολεμείται, άκμάζει περισσότε¬ ρον καί Ενώ Ενοχλείται, πληθύνεται καί δέν συνηθίζουν νά κάμνσυν τόσον θαλλερούς τούς κήπους τά πλούσια νερά, όσον συνηθίζει νά ποτίζπ τάς Εκκλησίας τό αίμα τών μσρ τύρων.

Κ Γνωρίζοντας λοιπόν Εκείνος δλα αύτά καί εκ τού¬ των άκόμη περισσότερα άλλα, Εφοβείτο νά κησύξη φαυε- ρώς Εναντίον μας τόν πόλεμου. *Ας μή τούς δώσωμεν τήν

Ιί’Ι 'Κ<*ν<ιιΙ τό·/ Τ.ι1τ/.γρ1τ«/ΐ 'Τ<ί·>λ4βνέν τό' ίίΛ^άη,·,

ΙίίΑΧΝυΐ* ΧηΤΧυνΡοΜϋΤ

Κ12 'Ι'ΙΙΪΙ ΑΙ'ΙΟΓΪ ΜΑΗΊΊΤΑΪ Η»1 Ρ»ΚΝΤΐ,Νί»ΐ ΚΑΙ ΜΑ3ΙΜΙΝ0Π

ευκαιρίαν, λέγει, νά στήσουν Αλλεπάλληλα τρόπαια, νά Ε¬ πιτύχουν συνεχείς νίκας καί νά στεφανωθούν μέ τόν στέ¬ φανον τού μαρτυρίου. Καί τ( κάμνει; Προσέξατε τήν πα¬ νουργίαν του- Εδωκεν Εντολήν είς τούς Ιατρούς, τούς στρα- τ ιώτας, τούς σοφιστής8* καί τούς ρήτορας” είς περίπτω- σιν Ανάγκης, νά εγκαταλείψουν τό Επα γγέλματά των 3βιϊ Α μάλλον, παρά νά Αρνηθοϋν τήν πίστιν των. “Ετσι λοιπόν, τήν μέθοδον αύτήν τού πολέμου Εφαρμόζοντας Εναντίον μας, δηλαδή νά μάς Ενοχλή άπά μακράν, Επεδίωκεν ώστε. Εάν μέν ύποχωρήσουν, νά γίνη καταγέλαστος ή ήττα των, καθότι διά τά χρήματα περιεφρόνησαν τήν εύσέβειαν’ άν δμως άντισταθούν γενναίος καί ύπερισχύσουν, ή νίκη των νά μή είναι πολύ λαμπρά, οϋτε τά τρόπαιόν των τόσον Ενδοξον. Διότι δέν εΤναι καί τόσον μεγάλον πράγμα τό νά περιφρονήση κανείς τέχνην καί Επάγγελμα χάριν τής εύ- σεβείας.” Καί ούτε σταματφ Εως Εδώ μόνον, άλλά κα! Εάν κανείς ^ζη είς χρόνους παλαιοτέρους, τότε πού ύπήρχον βασιλείς ευσεβείς, καί ή κατέστρεφε βωμούς, ή ήφάνιζε ναούς, ή άφήρει Αφιερώματα, ή Εκαμεν ό,τιβήποτε άλλο, προσήγετο είς τά δικαστήριον καί Εθανατοϋτο καί δχι μό¬ νον Εκείνος πού Εκαμνε κάτι παρόμοιον, άλλΑ καί όποιος άπλως είχε κατηγορηθή σχετικώς. Β Καί άλλας Απείρους καί ποικίλας προφάσεις ίπλαττε' προκειμένου νά κστακό- ψη όλους όσοι ζοϋν μέ εύσέβειαν. Καί Εκαμ αν όλα αύτΑ, Επειδή ήθελε νά άμαυρώση τόν στέφανον τού μαρτυρίου, ώστε ό μέν φόνος νά προοδεύη καί νά γίνωνται σφαγαί, τά βραβεία τών μαρτύρων όμως νά μή φαίνωνται λαμπρό. Άλλά δέν κατώρθωσεν δμως τίποτε περισσότερον. Διότι Εκείνοι πού Επαθον αύτά δέν πρόκειται νά δεχθούν τόν στέ¬ φανον Εκ τής άποφάσεως Εκείνου, ούτε πάντως Εκ τής κα- κουργίας του, άλλά άπό τήν Αδέκαστον κρίσιν, Εννοώ τήν κατερχομένην άνωθεν.

2. Ένφ λοιπόν ούτως είχεν ή κατάστασις καί Ε- στενοχωρείτο Εκείνος νά κηρύξη τόν πόλεμον καί Ενφ έ- φοβεϊτο Τήν ήτταν, συνέβη νά γίνη στρατιωτικόν συμπό-

ΐ! , Χί£τ4 έ/.ίΛοΟ'ίΤο Ιγμίοι-Η 3·.ίΛτ/.ιλι>ί

^ λι^), ,ιί4αχον;*ς τί,ν (,ι,·.ο£ΐ χ-^ν »π· ^ρτ,ηιοι, Ήτ/.ολήΒηί*ν χαΐ

^ ’ΚνβΜτίςτ/ ίΜν Α 2·π

ϊ!>. ί’,ΤΛδΟ* αΐ ϊ'Μζ-λι',.οι τίμ {,ηΐόριι·.^.

Κ*ιΑ πγΛΑ ·5σ^'3ΐιχ6ν ΐρδπον 5ι*τ·3ι;<ι>36ν δ ΊαΛιβ·»!}; ».

•ι ιπυ;ι!*ν του. 5ιό-.ι ΙΛχ^, *Α? Λν ίί/τ τό Γ.ρ*νμβ. γΛ Ιποτίλ*

α;Ά ήτο 1<γ.ϊ(. 3ΐι·ι<,')

:ικ

σιον, είς -ίά όποιον συμμετέσχον καί οΐ σήμερον συναθροί οαντες ήμδς Ενταύθα άγιοι μάρτυρες" καί δπως συνηθίζε¬ ται νά γίνεται είς τά συμπόσια, νά γίνωνται διάφοροι λόγοι καί όλοι κάτι διάφορον νά συζητούν, αύτοί ΕθρηνολογοΟ- σαν τά παρόντα κακά καί Εκαλοτύχιζον τά παλαιότερσ χρόνια καί μεταξύ των καί πράς τούς παρόντας έλί^ον. Αξίζει λοιπόν νά ζή κανείς σήμερον; Νά Αναπνέω η νά βλέπη τούτον τόν ήλιον, καθ’ ην στιγμήν καταπατούνται οΙ Ιεροί νόμοι, ύβρίζεται ή εύσέβεια καί Ατιμάζεται ό Δε¬ σπότης όλης τής κτίσεως. Τά πάντα Εγέμισαν άπό κνίσ- σαν καί καπνόν καί θυσίας άκαθάρτους καί δέν ήμπορσύ- μεν νά Αναπνεύσωμεν άέρα καθαρόν,

Ο Σύ όμως μή άντιπσρέλθης τούς λόγους των χωρίς προσοχήν, Αλλά σκέψου τόν καιρόν, πότε Ελέ γοντο αύτά καί πρόσεξε τήν εύλάβειαν Εκείνων πού τά Ελεγον. Διότι, Εάν είς στρατιωτικόν συμπόσιον, όπου ύπάρχουν οίνος Ανό¬ θευτος καί μέθη καί συναγωνισμός χειρίστης άσωτίας καί άγών μέθης καί παραφροσύνης, τόσον Εστένσζσν καί Ε- θρήνουν, τί Εκαμνον όταν εύρίσκοντο είς τήν οΙκίαν των καί συνανεστρέφοντο μεταξύ των; Ποιοι ήσαν κατά τήν διάρκειαν τών προσευχών αύτοί οί όποιοι ήσαν τόσον συνε¬ σταλμένοι κατ’ σύτόν τόν καιρόν τής τρυφής (τού συμπο¬ σίου) καί Επεδείκνυον Αποστολικήν διάθεσιν; “Αλλοι Επι- νον καί σύτοΙ Εθρήνουν' άλλος Ασεβούσε καί αύτοί κατε- καίοντο άπό θλίψιν' ούτε ήσθάνοντο τήν ύγείαν των καί τούτο χάριν τών Αδελφών των πού ήσα\ άρρωστοι, Ε Αλλ' ώς νά είχον δοθή κοινοί προστάται δλης τής οίκουμένης, τοιουτοτρόπως ύπέφερον καί ΕδΑκρυον διό τά κακά πού Ελάμβανον χώραν.

Καί λέγοντες αύτά, δέν διέφυγον τής προσοχής τών άλλων, άλλά κάποιος πού συνέτρωγε είς Εκείνην τήν τρά¬ πεζαν, εΓρων καί κόλαξ. θέλων νά προσφέρη Εκ δούλευα ιν είς τόν βασιλέα, τού Εδιστόρησεν όλα όσα Ελέχθηααν, Ε¬ κείνος πάλιν, Επειδή εύρεν Εκείνο τό όποιον άνεζήτει καί Αρπάζοντας εύκαιρίαν, ή όποία ήμποροΰσε νά άποστερή- οη τάς ΑμοιβΑς τού μαρτυρίου, διατάσσει νά δόμευθή όλη ή περιουσία σύτών. 5βτ Α κατήγορων αύτούς, ότι μέ τούς λόγους των Εδυσφήμουν τήν Εξουσίαν του ώς τυηαννίαν καί διέταξε νά είσανθούν είς τήν φυλακήν. Αύτοί δ* Εγοι- ρον καί ήσθάνοντο άγαλλίασιν. Τί νά τήν κάμωαεν λοιπόν τήν περιουσίαν. Ελεγον, καί τήν πολυτελή στολήν; Διότι, καί άν άκόυη αύτό τό τελευταίον ίμάτιον. τήν σάρκα, χοει- ασθή νά τό άποβάλωμεν διά τάν Χριστόν, ούτε καί αύτό

ΙίΙλΝΜΚ ΧΡν^ϋϊΤίΐΜΟΓ

10

II

Κ1Ι τυίϊ ΑΝυΓΪ ΜΑΡΤΠΆΙ ΙυΠίΡΧΤΙΛΙ^ ΚλΙ ΜΑ3ΙΜΙΝ0Ν

θά τά κρατήσωμεν, άλλά θά τό δώσω μεν. Έσφραγίζοντο λοιπόν αΐ οίκίαι των καί άνηρπάζοντο άλα τά ύπάρχοντά των. Καί άπως Εκείνοι πού πρόκειται νά άποδημήσουν κΐς μακρύ νήν πατρίδα, άφού πωλήσουν τήν αΙκίαν των, άττο στέλλουν τό άντίτιμόν της Εκεί, τούτο λοιπόν συνέβαινε τώρα καί μέ τούς άγ[ους τούτους. Επειδή Επρύκειτο νά Αποδημήσουν είς τόν ούρανόν, Β Εξαπεστέλλετο προηγου¬ μένως ή περιουσία των Εκεί, Ενς> Εβσήθουν είς τήν άττοστο- λήν της αύτοί οί ίδιοι οΐ Εχθροί. Ο&τε δέ μόνον τά χρήματα πού δίδονται ώς Ελεημοσύνη μετατίθενται είς τόν οώρα- νόν, άλλά καί δσα άρπάζουν Εκείνοι πού πολεμούν τήν πί- στιν καί καταδιώκουν αύτούς πού ζούν μέ ευσέβειαν καί αύτά Εκεί άποθησαυρίζονται. "'Οτι δέ τούτο δέν είναι μι¬ κρότερου άπό Εκείνο, άκουε τί λέγει 6 άπόστολος Παύλος. «Καί τήν Αρπαγήν των ύπαρχόντων ύμών μετά χαράς προσ- δέξασθε, προσδοκώ νχες Εχειν κρείττονα ΰπαρξιν Εν ούρα- νοϊς καί μένουσαν» (Έδρ. 10, 34) .

’Ησαν λοιπόν είς τήν φυλακήν οί μάρτυρες καί δλη ή πόλις Ετρεχεν Εκεί, δν καί πολλοί φόβοι καί άπειλαΐ καί κίνδυνοι μεγάλοι άπειλουσαν Εκείνον πού θά προσήρχετο' κα! θά συνεζήτει ^ καί θά συνωμίλει μαζί των. Άλλ’ δ φό¬ βος τού θεού τά άπεμάκρυνεν δλα Εκείνα και Εξ αίτίας Ε¬ κείνων πολλοί τότε Εγιναν μάρτυρες, καταφρονοΟντες τήν παρούσαν ζωήν χάριν τής συναναστροφής των μέ τούς μάρτυρας καί Επειδή συνέτρεχαν πολλοί, ΕτελοΟντο συνε¬ χώς ψαλμιμδίαι καί ΙεραΙ παννυχίδες" συναντήσεις πλή¬ ρεις πνευματικής διδασκαλίας καί Ενφ είχε κλεισθή ά ναός, είς τά έξής μετετρέπετο είς ναόν ή φυλακή. Διότι δχι μό¬ νον οί Εξωθεν είσερχόμενοι είς τήν πόλιν, άλλά καί οί δία- μένοντες είς αύτήν Εδέχοντο πολύ μεγάλην δ'δασκαλίαν άρετής καί σωφροσύνης Εκ τής ύπομονής καί τής πίστεως τών άγίων τούτων. Άκούων δέ ταϋτα ά βασιλεύς περισσό¬ τερον Εθλίβετο καί Επιθυμών νά τούς άνατρέψη καί νά τούς Εξασθενήσπ τήν προθυμίαν, εδρε κάποιους βδελυρούς άν- θρώπους Ο καί άπατεώνας. καταλλήλους είς Επιβουλήν, οΐ όποιοι πολλάκιε τούς Επλησίαζου. όσάκιο τούς εΟρι- σκον μόνους. δτι δήθεν Αφ’ Εαυτών τούς οονεβούλευον καί όχι ώς άπεσταλαένοι τού βαοιλέως τούε ποοέτρεπον νά άπομακρυνθοϋν άπό τήν Ασέβειαν καί νά ποοσχωοήσουν είς τήν άσέβειαν. "Ετσι δέ άχι μόνον τάν Επικρεμόμενον

“27. ΐϊα'ΜίΓ/.ίδες κϊλ^ΐ',ιχι ί-λοντχΐιο ι ΆνΛλουΒίαι Αγρυπνίας χι1. πί«> “υχ<1: Τ·ϊ· νοί'ϊ». ' Π Μα·Λ·>χ'ί ϊπ&τιλβΐ βΐδιχήν ΆνίΛ. Ουρίαν οήμχρον.

κίνδυνον θά άποφύγετε, τούς έλεγον, άλλά θά άξιωθήτε περισσοτίρας καί καλυτέρας τιμής Εκ μέρους τής Εξουσί¬ ας, Εφ’ όσον καταλύσετε Ετσι τήν Αργήν τού βασιλέως. Δέν βλέπετε καί άλλους συατρατ ιώτας σας οί όποιοι Επραξαν ήδη τό ίδιον πράγμα; Αύτοί όμως Ελεγον" δι’ αύτό άιςρι- βώς θά ύπομείνωμεν γενναίως, διά νά προσφέρω μεν τούς Εαυτούς μας θυσίαν διά τάς πτώσεις Εκείνων. Ε "Εχομεν φιλάνθρωπον Δεσπότην* γνωρίζει καλώς, άτι καί δν δεχθή μίαν θυσίαν, νά συμφιλιωθή μέ όλόκληρον τήν οίκουμένην. Καί άπως οΐ τρεις παΐδες Ιλεγου, «Ούκ Εστιν Εν τφ καιρφ τούτφ άρχων καί προφήτης καί ήγούμενος, ούτε όλοκαυ- τώσεις, οί^τε θυσία, οΟτε τόπος τοϋ καρπώσαι Ενώπιάν σου καί εύρεϊν Ελεος, άλλ’ Εν ψυχή συντετριμμένη καί πνεύ- ματι ταπεινώσεως προσβεχθείημεν» (Δαν, 3, 38 - 39) , Ετσι λοιπόν καί οΙ μάρτυρες Επειδή Εβλεπον νά κατασκάπτω ν- ται τά θυσιαστήρια, νά κλείωνται οί ναοί, νά άποπέμπων- τσι οί Ιερείς 582 Α καί νά φυγσδεύωνται δλοι οί πιστοί, Ε- φρόντιζον αύτοί πρός χάριν όλων νά προσφέρουν τούς έ- αυτοός των είς τάν Δεσπότην θεόν καί Εγκαταλείψαντες τά στρατιωτικά των τάγματα, Εσπευδον νά ένωθοϋν μέ τούς χορούς τών άγγέλων. Διότι Ελεγον, καί άν άκόμη δέν άποθάνωμεν τώρα, τούλάχιστον θά άποθάνωμεν πάντως Εντός άλίγου καί θά πάθωμεν τά ίδιον πράγμα. Καλύτε¬ ρον λοιπόν είναι νά άποθάνη κανείς ύπέρ τού βασιλέως τών άγγέλων, παρά ύπέρ άνθρώπου πού διαπράττει τέ¬ τοιου είδους άσέβειαν. Είναι πρέποννά πολεμή κανείς ύπέρ τής Εν ούρανοΐς πατρίδος. παρά ύπέρ τής* Επιγείου καί καταπατουμένης. Έδώ καί άν άποθάνη κανείς, τίποτε άντά- ξιον τής προθυμίας πού Εδειξε δέν θά λάβη Εκ μέρους τοϋ βασιλέως. Διότι, τί θά χαρίση κανείς είς τάν άποθανόντα; Β Πολλάκις μάλιστα, Επειδή ούτε Ενταφιασμού τυγχάνει, κεΐται πρό τών στομάτων τών σκύλων. Άν δμως άποθά¬ νωμεν ύπέρ τού βασιλέως τών άγγέλων, θά λάβω μεν καί πόλιν τά σώματά μας περισσότερον λαμπρά καί θά δρέ- ψωμεν πολύ μεγαλυτέρας άμοιίάε τών κόπων μας καί τούς στεφάνους. Άε λάβωμεν λοιπόν όπλα πνευματικά" δέν μάς χρειάζονται βέλη καί τόΕα οΰτε κανέν άλλον αισθητόν δ- πλον, υάς άρκεί, λέγει, δι* δλα ή γλώσσα. Διότι θήκη άπό βέλη εΐνα' τά στόματα τών άγίων, διότι προξενούν συνε- γή καί άλλεπάλληλα κτυπήματα κατά τής κεφαλής τοϋ διαβόλου.

3. Αύτό καί άλλα παρόμοια άνηγνέλλοντο είς τόν βασιλέα, Εκείνος όμως 6έν ύπεχώρει. άλλ’ Επενείρει πά¬ λιν νά δελεάση δι“ Εκείνων τών φαύλων αύτούς. Αύτά λοι-

ϋΜΝΜΙΓ ΧΙ'ΓΪΟΣΤΟΜΟΓ

ΚΙΧ ΠΙΙ’Ϊ ΑΠΙΜ'Χ ΜΑΙ’ΤΙΚΑΧ Κ>τηΚΝΤ1\ί»Μ ΚΛί Μ ΑΕΙ ΜΙΜΟΝ

Μ

πόν ϊκαμνε διά νά τούς κακοπσιήση ύ ύπουλος καί πα¬ νούργος καί σοφός, ώστε έάν μέν χαυνούμενοι ύποχωρή- σουν, νά τούς άθωώση κάτω άττό τά βλέμματα όλων καί έτσι νά τούς προετοιμάση λοιπόν νά θυσιάσουν. “Εάν δ- μως άντισταθοϋν έπιδεικνύοντες μεγόλην Ανδρείαν καί πρός πάλην γενναίως ίσταμένοι, νά μή γίνουν Αντιληπτά τά κατορθώματα τής νίκης των, άλλ’ άφοϋ τούς άπομα- κρύνη μέ τό πρόσχημα τής δυσφημήσεως τής Εξουσίας, νά τούς άποκεφαλίση. Άλλ’ ό θεός, ό όποιος Αποκαλύ¬ πτει τά βαθέα καί Απόκρυφα, δέν Αφησε νά μείνη Απαρα¬ τήρητος ή ένέδρα, ούτε ή έπιβουλή νά γ(νη Αφανής, Αλλ’ όπως τότε ή αίγυπτία γυνή προσβάλλουσα τόν Ιωσήφ έντόε θαλάμου καί είς τελείαν έρημίαν Ανέμενε νά διαφύ- νη τήν προσοχήν των άνθοώπων, Ό δέν διέφυγεν δμως τόν Ανρυπνον όφθαλμόν τοΟ Θεοΰ καί όχι μόνον /κείνον, άλλ’ ούτε τούς μεταγενεστέρους Ανθρώπους- καί αύτά πού εΤ- πεν Εκείνη πρός τόν Ιωσήφ, καθ’ ήν στιγμήν ούδείς ήτο παρών, τούτο έκοινολογήθη είς όλόκληρον τόν κόσμον £- τσι λοιπόν καί Εκείνος ήλπισεν δτι θά διαφυγή τόν πσο- σοχήν των Ανθρώπων συνομιλών μέσφ των συμβούλων πού /χρησιμοποίησε, όμως δέν τό έπέτυχεν' άλλ’ δλοι κα¬ τόπιν έπληροφορήθησ^ν τήν ένέδραν, τήν έπιβαυλήν, τήν νίκην, τό τρόπαιον. "Οσον δμως παρήρχετο καί ίι&ευνεν έκ παραλλήλου ό χρόνος, καί τό πλήθος των ήμεοών δέν εΤχρ τήν δύναμιν νά έξασθενήση τήν προθυμίαν, Ε Αλλά μάλλον Λτέτεινε τήν φροντίδα καί έκαμνε περισσοτέρους ζηλωτάς, δίατάσσει λοιπόν μεσάνυκτπ νά τούς όδηγήσουν είς τό βάραθρον καί έξήγοντο οι φωστήρες μέσα είς τό Α- πλετον σκότος καί άπεκεφαλίζοντο. Τότε λοιπόν ήσαν φο- βεοώτεραι αί κεφαλαΐ είς τόν διάβολον, παρά δταν ώμί- λουν έπειδή κα| ή κεφαλή τοΟ Ίωάννου τού Βαπτιστού δέν ήτο τόσον φοβερά δταν ώμίλει. όσον δταν ίκειτο ά<υω- υος έπί τού πίυακος, Διότι έχει τό αίμα τών Αγίων καί φω¬ νήν. μή άκουσμένην διά τών ώτων, άλλά κατηγορούσαν τήν συνείδτγπν των φονίων,

^Μετά Από τήν μσκαρίαν /κείνην σφαγήν. Εκείνοι αί όποιοι κυνηγούν νά συλλέγουν τά τοιαΰτα λείψανα. 5β3 Α έκθέααντες εΪΓ κίνδυνον τήν ίωόν των, περιουνέλεξσν τά σώματα των ΑριστευσΑντων τούτων Ανδρών, ήααν καί /κείνοι μάρτυρες ζών^ες. Διότι, Αν καί δέν άπεκεφοιλίσθη- σσν, Αφού προηγουμένως /προτίμησαν νά ύποστοϋν καί αύτοί τούτο, ίοπευσαν νά περισυλλέγουν τά σώματα έκεί- νσ. Λέγουν λοιπών, βαο- προσήλθην τΑτε καί ήξιώθησαν νά δουν τά σώματα τά όποια πρό όλίγου εΤχον σφαγή, δτι,

καθ’ όν χρόνον ίκειντο ταΰτα τό £ν πλησίον τού Αλλου πρό τής ταφής, τόση πολλή χάρις είχεν έκχυθή είς τά πρόσωπα, δση είχε πέσει καί είς τό πρόσωπο ν τοϋ Αρχι¬ διακόνου Στεφάνου, καθώς Ιστορεί ό Εύαγγελιστής Λου¬ κάς, δταν έπρόκειτο νά άπολογηθή πρός τούς Ιουδαίους κα! δέν ύπΑρχει κανείς πού νά μή Ζστάθη τότε έμπρός των χωρίς φρίκην. Τόοον λοιπόν καί αύτή ή θέα έξέπληττεν δλους τούς θεατάς Β καί δλοι Ανεφώνουν /κείνο τό όποιον είπε καί 6 Δαβίδ. «Έν τή ζωή αύτών ού κε χωρισμένοι καί έν τψ θανάτφ αύτών ού διεχωρίσθησαν» (Β' Βασ. I, 25). Διότι καί τήν όμολογίαν τής πίστεώς των Από κοινού £- καμον καί είς τήν φυλακήν μαζί έμειναν καί είς τό βάρα- θρσν μετεφέρθησαν καί τάς κεφαλάς των παρέδωυαν, καί μία λάρναξ έδέχθη τά σώματα άμφστέρων, καθώς θά τά δεχθή λοιπόν μία σκηνή καί είς τούς ούρανούς, δταν μέλ¬ λουν νά άναληφθούν αύτά τότε μέ περισσοτέραν δόξαν. Αύτούς λοιπόν Αξίζει κανείς νά τούς προσονομάζη μαζί καί στύλους καί σκοπέλους καί πύργους καί φωστήρας καί ταύρους. Διότι ώς στύλοι βαστάζουν /πάνω τους τήν “Εκ¬ κλησίαν καί ώς πύργοι τήν περιτειχίζουν καί ώς σκόπελοι Αποκρούουν κάθε έπιβσυλήν, παρέχουν πολλήν γαλήνην είς τούς έντός αύτής εύρισκομ_νους' ^ καί ώς φωστήρες διέλυσαν τό σκότος τής άσεβείας καί ώς ταύροι μέ Αλας των τάς δυνάμεις τής ψυχής καί τού σώματος, μέ κσην προ¬ θυμίαν, ίσυραν τόν χρηστόν ζυγόν τού Χοιστου.

"Ας συχνάζωμεν λοιπόν τακτικώς έδώ καί Ας έγγίζω- μεν τήν λάρνακά των, διά νά λάβωμεν Από αύτά χάριν. Διότι καθώς ο! στρατιώται, δταν έπιδείξόυν τραύματά των, τά όποΐα ύπέστησαν Από τούς έχθρούς, μέ παορησί- αν συνομιλούν μέ τόν βασιλέα, έτσι καί αύτοΙ βσσταίοντες ίίς τάς χεϊρας των τάς κεοσλάς των, τάς όποιας έκοψαν οΐ δήμιοι, καί έρχόμενοι είς τό μέσον, δύνανται εύκόλως νά λάβουν πάντα όσα θέλουν άπό τόν βασιλέα των ούρα- νύυ, "Ας βαδίζωμεν λοιπόν έκεΐ μέ πολλήν πίστιν καί με¬ γάλη ν προθυμίαν, ώστε καί άπό τήν θέαν τών Αγίων Ο τούτων μνημάτων καί άπό τής σημασίας τών κατορθω¬ μάτων καί άπό όλα τά Αλλα. ΑφοΟ λάβωμεν μεγάλους θη- σαυοούς. νά δυνηθώυεν νά διανύσωμεν κατά Θεόν καί -τόν παρόντα βίον καί μέ πολύ έμπόοευμα Αρετής νά είσέλθω- μεν είς έκπυον τόν λιμένα καί νά έπιτύχωαεν τήν βασιλεί¬ αν τών ουρανών, μέ τήν χάριν καί τήν φιλανθρωπίαν τού Κυρίου ήμων “Ιησού Χριστού, μετά τού όποίου είς τόν Πσ ιέοα καί είς τό άγιον Πνεύμα πρέπει δόξα, δύναυις, τιμή καί προσκυνησις είς τούς αιώνας τών αίώνων. Αμήν,

ΚΙΧ ΤΙΊ> ΑΓΙΑΝ ΜΑί’ΤΠΆ II ΚΛΑΠΑΝ

ΟΜΙΛΙΑ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΜΑΡΤΥΡΑ ΠΕΛΑΓΙΑΝ ΤΗΝ ΕΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ4"

Α I. ”Ας είναι εύλογητός 6 θεός καί γυναίκες λοιπόν περιπαίζουν τόν θάνατον καί κόραι τόν περιγελούν καί παρθένοι κατά πάντα νέαι καί άπειροι γάμου χορεύουν έπάνω είς αύτό τά κέντρα τού δδου καί τίποτε δέν παθαί¬ νουν, "Ολα δέ αύτά τά Αγαθά μάς έδόθησαν πρός χάριν τού έκ Παρθένου γεννηθέντος Χριστού. Διότι μετά Από τάς ωδίνας έκείνσς καί τήν φρικωδεστάτην γέννησιν έχσ- λαρώθησαν τά νεύρα τοϋ θανάτου, πσρέλυσεν ή δυναμίς του καί είς τά έξης, δχι μόνον είς τούς Ανδρας, Αλλά και είς τάς γυναίκας ίγινεν εύκαταφρόνητος καί πάλιν δχι μόνον είς τάς γυναίκας, Αλλά καί εϊς τάςκόρας. Διότι, δπως κάποιος καλός ποιμήν, δταν συλλάδη λέοντα, πού έκφοβίζει τά πρόβατα καί βλάπτει ίλην τήν ποίμνην, Αφού τοϋ θραύοη τούς όδόντας Β καί τού κόψη τούς όνυχας καί τήν κόμην, τάν κάμνει άξιον περκρρονήσεως καί καταγέλαστον καί τόν παραδίδει είς τό έξης διά νά τόν περιπαίζουν τά παιδία καί τά κοράσια των ποιμένων, έτσι λοιπόν καί δ Χριστός, δταν συνέλαβε τόν θάνατον, πού ήτο φοβερός καί έπροκα- λοϋσε φόβον είς δλον τό γένος μας, Αφού διέλυσεν δλον τόν φόβον του, τόν παρέδωκεν ώοτε καί παρθένοι νά τόν περί· αίζουν.

ΔΓ αύτό καί ή μακαρία Πελαγία μέ τόσον μεγάλην εύχαρίστησιν ώρυησε πρός αύτόν, είς οημεΐον ώοτε οΰτε τάς χείρας των δημίων νά πεοιμένη, οδτε είς τό δικαστή- ριον νά προοαχθή, άλλά μέ τήν ύπερ βολήν τής προθυμίας

·?*. 'ΐΐ 1ΐΗρΗ*'ίθ|ΐΑΓ.-·,ί. )Ιάλ«τΐχ χαιήγίΐΐ· »«ύ -ί,ν

χτΛ μΛρτίρηο» χχ-Λ τ*>ν *π1 ιοί ϊύιςη *ρ*χρος ΑιβχλτΓίΐΐΛ'^ 4ιπ· ■'μίν, Ί) (κ»γ|ϋ; χ&νχ ή*ε, Ίις γν<ι·3-&», >ψθ6ίρ6;. Ί&μ&Ρ'ύρνβ» ϊΛ'* πολλοί χρ·9τυΐΜθΙ νιαΐ ί4ίΐ"; ·αΐ?^“ί'Λΐίΐι. σ1. ϊ,ποΐ&ι ίκκλι'Λν:© 4γ-93ίΊ χκτ, θιίας -Τιμ-λς χχ< λχί(ί*!Κν ϊίς Ι'Α λίνίΜρ&νμ-ι. ϋζ-Λς ί,ΙΙελί Ά τι μδϊίιι ύ»ς Η»ός. Ή μάρ--'ι; (1αλχγ!χ μέ τι μ.χμτιϊριά', της. έπέτυχΕ , λέγ*ι ·; ί, ί*.χ:Υ;ρ έν ί:ρΐ5Χ=ιμΪΊ.ΐμ. 3*£φ3\ια'ΐς , ιΚ·, “λμίΐίνίχς *«1 "Λι "Οΐ'ι |ΐιρτΐ»ρϊο«. Ο· 'ΛντίΊ/.ΕΤς έι ΐμηο*·. πβλ?) τί,ν χ,χ'. ίχ*ι«»·ν πρ6ί

τ«μήν -λ,' να£ν ΐν ΆνΧίοχεί*. ’Λργίτιρον 5* τ&κΑτ^ς ιοΛ-ι πρ4; τιμήν ίγίς έκΐί^Οη χλΐ Κ :νοπΛλβι. Ή ΊίχκληϊΙχ μ*; *ιμ4 ίήν μνή· μην ΐηί τήν Κην 'ΟχτιοίϊΙον,

4ί-

της νά προφθάση τήν ώμότητα έκείνων. Διότι εΤχε μέν έ- τοιμααθή διά τά βασανιστήρια Ο καί 6ιΑ τά όργανα τιμω¬ ρίας κα! διά κάθε εΓδσυς τιμωρίαν, άλλ’ έφοβειτο μήπως χάση τόν στέφανον τής παρΟενίας.ΚαΙ διά νά μώθης δτι ί- φοβεϊτο τήν Ασέλγειαν των Ασεβών, προλαμβάνει καί Α¬ παλλάσσει λοιπόν έκ τών προτέρων τόν έαυτόν της άπώ τήν αίοχράν Ατίμωσιν, πράγμα τό όποιον ουδείς ποτέ ά· νήρ τό έπεχείρησεν, Αλλ’ ήκολούθησαν δλοι είς τό δικα- στήριον καί έκεϊ έξεδήλωσαν τήν Ανδρεαν των, ένφ γυναί¬ κες, έπειδή ή φύσις των Επηρεάζεται εύκόλως, έπενόησαν διά τόν έαυτόν των τούτον τόν τρόπον τοϋ θανάτου. Δι¬ ότι, Εάν μέν ήτο δυνατόν καί τήν παρθενικότητά της νά πρσφυλάξη καί τόν στέφανον τού μαρτυρίου νά κερδίση, 6έν θά άπέφευγε νά παρουσιασθή είς τό δικαστήριον. Ε¬ πειδή δμως παρουσιάζετσ ή Ανάγκη νά χάση τό έν έκ τών δύο, ϋ ίνόμιζεν δτι θά ήτο έντελώς παράλογον, ένψ τής ήτο δυνατόν νά έπιτύχη καί τών δύο τήν νίκην, νά άπέλθη έχοντας λάβη ^όν ένα μόνον στέφανον. Διά τοϋτο δέν ή- θέλησε νά μεταβή είς τό δικαστήριον, οδτε νά γίνη θέαμα είς Ακολάστους όφθαλμούς, οΰτε νά δώση άφορμήν είς ά- οελγή βλέμματα νά Απολαύσουν τό πρόσωπόν της καί νά προσβάλουν άναιδώς τό Αγιον έκείνο σώμα, άλλ’ άπό τόν θάλαμον τού γυναικων|τθυ μετέβη είς Αλλον θάλαμον, τόν ούρανόν.

Είναι πράγματι μεγάλο πράγμα τό νά δή κανείς τούς δημίους τριγύρω του καί νά τοΰ Ανοίγουν τάς πλευράς, άλλά καί τούτο δέν εΤναι μικρότερον άπ’ έκεϊνο, Διότι, είς τούς μέν, έπειδή ήδη αί αισθήσεις των έχουν έξαντληθή μέ τούς ποικίλους βασανισμούς, ούδέ κάν φαίνεται ό θάνατος φοβερός, Ε άλλ’ άπαλλαγή καί άνάπαυσις άπό τά μέλλον¬ τα κακά. Αύτή δέ, ή όποια ποτέ δέν είχε πάθει κάτι παρό¬ μοιον, μέ τό νά Ιχη Ακέραιον τ : σώμα καί ποτέ νά μή £χη αίσθανθή κανέναν πόνον, 584 Α ?χει Ανάγκην κάποιου με¬ γάλου καί γενναίου φρονήματος, άν πρόκειται νά έγκατα- λείψη τήν ζωήν μέ βίαιοι θάνατον. "Ωοτε, όταν θαυμάζης έκείνους διά τήν καρτερίαν των, θαύμασε καί αύτής τήν άν· δρείαν' όταν έκπλαγής διά τήν ύπομονήν έκείνων, θαύ¬ μασε καί ούτης τό γενναΐον φρόνημα, διότι άπετόλμησε νά ϊχη τέτοιο τέλος. Καί μή άντιπαρέλθης άδιαφόρως τό γε¬ γονός, άλλά σκέψου μόνον πώς ήτο φυσικόν κόρη τρυφε¬ ρά νά περιέλθρ είς τοιαύτην κατάστασιν, ή όποια δέν έ γνώριζε τίποτε παραπάνω άπό τόν θάλαμόν της, στρατί- ώται νά έχουν καταφθάσει, νά ΐστανται προ τής θύρας, νά

IV ΑΝΝΟΓ Λΐ'νϋΟϋΤΟΧΟΓ <Μ>

τήν καλούν είς τό δικαστήριον, νά τήν σύρουν είς τήν άγο- ράν διά τέτοια και τόσον μεγάλα πράγματα. Β Χωρίς τόν πατέρα μέσα είς τό σπίτι, χωρίς τήν παρουσίαν τής μη- τρός, ή τήε τροφού, ή τής ύπηρετρίας, ή γειτονίσσης, ή φίλης, άλλα μόνη κατελείφθη άνάμεαα είς Εκείνους τούς δημίους.

Τό δτι δέ είχε τό σθένος νά ίβγη καί νά άπαντήση είς τούς δημίους Εκείνους στρατιώτας, νά άνοίξη τό στόμα καί όμιλήση, τό νά δή, τό νά σταθή καί νά άναπνεύση, πώς δέν είναι βξιον /κπλήξεως καί θαυμασμού; Αύτά δέν είναι ίδιον τής άνθρωττίνης φύσεως, διότι τό /π| πλέον τό προσέφερεν ή δύναμις τού θεοϋ. Άλλ’ δμως ούτε καί τότε αύτή ίμεινεν άργή, άλλά κατέβαλε- κάθε ίδικήν της δύναμιν, τήν προθυμίαν, τό φρόνημα τό γενναϊον, τήν θέ- λησίν της, τήν προτίμησίν της, τήν σπουδήν της, τήν βια¬ σύνην της. Τό νά περιέλθουν όμως όλα αύτά είς πέρας χρειάζεται ή βοήθεια τού θεού καί ή άνωθεν εύνοια. "Ω¬ στε άξίζει καί νά τήν θαυμάζη κανείς καί νά τήν μακαρί- ζϊΤ Νά τήν μακαρίζη διά τήν συμπαράστασιν τού θεού πού είχε καί νά τήν θαυμάζη διά τήν ίδικήν της προθυμί¬ αν, Ποιος λοιπόν δέν θά /κπλαγή δικαίως, βταν άκούη δτι είς σύντομόν τι διάστημα χρόνου καί /σκέφθη καί /- νέκρινε καί ίπραγματοποησε; Διότι γνωρίζετε ίσως δλοι, δτι πολλάκις /νφ είς μακρόν χρόνον /κάμαμευ πολλάς σκέ¬ ψεις, δταν ίφθαοεν ό καιρός, ό όποιος /ζήτει νό πραγμα- τοποιήσωμεν τά όσα άλλοτε εΐχομεν σκεφθή, /πειδή κα τέλσβε τον νοϋν μας όλίγος ψόβος, τό /ληομονήααμεν ό¬ λα, διότι ύπό τής ά γωνίας ήσθάνθημεν διά μ: ας φόβον. Έ- νψ αύτή, σκέψιν τόσον φρικτήν Ό καί φοβερόν είς /λαχί- στην στιγμήν χρό’ ου κατώρθωσε καί νά δεχθη καί νά ά- ποφασίση και δΓ έργων νά τήν πραγματοποιήσει καί ού¬ τε 6 φόβος τών παρόντων στρατιωτών, ούτε ή δυσκολία τών καιρών, ούτε ή /ρημία είς τήν όποιαν ύφίοτατο τήν Επιβουλήν, ούτε τό δτι κατελήφθη μόνη /ντός τής οίκίας ούτε κανέν παρόμοιον άλλο πράγμα /θορύβησε τήν μακα- ρίαν /κείνην, άλλ* ώς νά ήσαν /κεϊ παρόντες κάποιοι γνω¬ στοί καί φίλοι, έτσι, μέ τόσην άφοβίαν ίκαμνε τά πάντα καί πολύ εύλόγως. Διότι δέν εύρίσκετο /ντός τής οίκοίατ της μονή, άλλ’ είχε σύμβουλόν τη< τόν Χριστόν' /κείνος ητο δι’ αυτήν παρών, /κείνος ήγγιζε τήν καρδίαν της, /- κείνος /τόνωνε τήν ψυχήν της. /κείνος μόνος άπεμάκρυνε τόν φόβον. Κ Καί αύτά δέν τά έκαυνεν /πιπολαίως ή μάρ- τυς, άλλ’ /πειδή προηγουμένως εΤχεν-έτσιμάσει τόν έαυ-

γ:ιι· την απαν μαγτιτα ιικλαιια.ν

τόν της άξιον νά δεχθη τήν βοήθειαν /κείνου.

2, Άφου ίξήλθε Λοιπόν εκ τής θύρας, έζήτησε χά- ριν άπό τούς στρατωτας νά είσέλθη είς τόν οίκον της καί νά άλλά ξ η ενδύματα- καί όταν είσήΛθε ήλλαξεν άντί φθο¬ ράς άφθαρρίαν, άντί θανάτου άθανασίαν, άντί ζωής πρόσ¬ καιρου, ζωήν αιώνιον. Έγώ μάλιστα, /κτός άπό αύτά πού είπα, θαυμάζω καί τούτο- πώς έδωσαν τήν άδειαν οί στρα- τιώται, πώς μία γυνή /ξηπάτησε τούς άνδρας, πώς δέν ύποπτεύθησαν /κείνοι κάτι δσων έμελλον νά διατρέξουν, πώς δέν άντελήφθησαν τόν δόλον. 38/ Α Άλλ* ούτε πρέπει νά εϊπη κανείς, δτι κανείς δέν έκαμε κάτι παρόμοιον- διότι πολλαΙ γυναίκες ίσως /πήδησαν είς κρημνούς, /ρρίψθησαν είς τό πέλαγος, διεπέρασαν ξίφος είς τό στήθος των, /πέ- ρασαν βρόγχον είς τόν τράχηλόν των καί γενικώς /κείνη ή έποχή ήτο πλήρης άπό πολλά τέτοια περιστατικά, ύ θεός όμως /τύφλωσε τήν καρδίαν των. ώστε νά μή άντι- ληφθούν τόν δόλον Δι’ αύτό καί /ξεπήδησε μέσα άπό τά δίκτυα καί όπως ή ^λαφος πού συνελήφθη άπό τούς θηρευτός καί διαφυγούσα κατόπιν άπ’ αύτούς /τράπη πρός τήν κορυφήν τού δρους, δύσβατον είς τους θηρευτός κσΐ άνέφικτον είς τό βέλη των, οταματφ πλέον τόν δρό¬ μον της, βλέπουοα μέ άφοβίαν αύτούς πού τήν κατεδίω- κον πρίν, έτσι καί ή άγία, έπειδή περιέπεοεν είς τάς χείρας τών διωκτών της καί είχεν άποκλεισθή σάν σέ δίκτυα άπό τούς τοίχους τής οίκίας της, Β έτρεξε νά άνοδή βχι είς κο¬ ρυφήν όρους, άλλ’ είς αύτήν τήν "κορυφήν τού ούρανού, βπου ήτο άδύνατον λοιπόν νά φ Θάσου ν έκεΐνδι, "Οταν τούς Ιθλεπε λοιπόν άπ’ /κεϊ νά φεύγουν άπρακτοι, ί χοίρε πού ίβλεπε νά προξενήται τόση καταισχύνη είς τούς άπιστους, Σκέψου λοιπόν πόση ήτο ή καταισχύνη των- νά κάθε¬ ται ό δικαστής, νά παρίστανται τά πλήθη, νά έτοιμάζων- ται τά βασανιστήρια, νά συναθροίζεται δλσν τό πλήθος, οϊ οτρατιώται νά ά να μένουν, όλοι νά μεθύουν άπό ήδονην, νά έλπίζουν δτι θά έχουν τελικώς τό θύμα οΙ έξελθόντες βιά νά τό συλλάβουν, νά άπέρχωνται τώρα μέ σκυ- μένην κεφαλήν κα] νά διηγούνται τό συμβάν. Τόση /ν¬ τροπή καί τόση όδύνη καί όνειδος δλων τών άπιστων ήτο θυνατόν νά διαλυθή; Πώς νά άναχωρούν κύπτοντες τήν κεφαλήν έξ /ντροπής και διδασκόμενοι άπό αύτά τά πρά¬ γματα, δτι δέν /πολεμούσαν άνθρώπους, άλλ’ αύτόν τόν θεόν; Καί ό μέν Ιωσήφ, είς βάρος τού όποίου /σκέπτετο Κακά ή οίκοδέσποινά του, άφοϋ /γκστέλειψε τό ένδυμα πού τού /κράτησε μέ τάς μιαράς της χεΐρας ή βάρβαρος

ΙϋΑΝΝΟΓ ΧΚϊυΖΤΟΜΟΪ **

Εκείνη γυνή, /ξήλθε γυμνός, αύτη δμως δέν άφησεν ούτε νά ψαύσουν τό σώμα της αΐ άκόλαστοι χείρες, άλλ’ άφοΰ άνήλθί μέ γυμνήν τήν ψυχήν καί τήν Αγίαν σάρκα άφή- νοντας Ο πλησίον τών Εχθρών της, τούς Δ/έβαλεν είς πολ- λήν Αμηχανίαν, διότι είς τό έξής δέν ήξευραν ούτε τί νά κάμουν τό λείψανου.

Τέτοια είναι τά κατορθώματα τού θεού, τούς μέν δούλους του άπό τό Αδιέξοδον νά τούς όδηγή είς πολλήν εύκολίαν, τούς δέ άντιτιθεμένους είς αύτόν καί Ζχθρούς, νά Ζμβάλη είς μεγάλην Αμηχανίαν, καί δτσν Ακόμη νομί¬ ζουν δτι είναι πολυμήχανοι. Τί πιό φοβερόν ύπήρχε λοιπόν Από τήν δυσκολίαν /κείνην είς τήν όποιαν περιέπεσε τότε ή κόρη /κείνη; Καί τί πιό εύνοϊκόν άπό τήν εύκολίαν /κεί¬ νην είς τήν δττοίαν εύρΙσκοντο οί στρατιώται; Μόνην εΤ- χον τήν Αγίαν αΙχμάλωτον, κλεισμένην Ζντός τής οίκίας, όπως ΘΑ ήτο καί είς τήν φυλακήν, καί δμως άΐτεχώρησαν χωρίς νά /πιτύχουν νά συλλάδουν τό θήραμα. Ένψ δέ ή κόρη ήτο χωρίς συμμάχους καί βοηθούς Ε καί καμμίαν άπό πουθενά δέν έβλεπε διέξοδον τών κακών καί εύρισκσμένη πλησίον τών στομάτων των θηρίων /κείνων, μέ £να λόγον, σχεδόν άπό αύτόν τόυ φάρυγγα αύτών άφοΰ άνηρπάγη, διέφυγε τάς Ζπιβουλάς καί ύπερίσχυοε τών στρατιωτών, δικαστών καί άρχόντων. Καί δσον μέν έζη, δλοι αύτοί άνέ- μενον νά φανοϋν Ανώτεροι της, όταν δμως άπέθανε, τότε περιέπεσαν είς περισσοτέραν Αμηχανίαν, διά νά μάθουν Ζξ αύτού, βτι θάνατος μαρτύρων σημαίνει νίκη μαρτύρων. Καί συνέβη τό 'διον πράγμα Λ δ,τι καί μέ πλοίον δυ- ναμικότητος δέκα χιλιάδων μέτρων καί κατάφορτον μέ πο¬ λυτίμους μαργαρίτας, τό όποιον είς αύτό τό στόμιον του λιμένος διέφυγε τήν εισβολήν κάποιου κύματος πού Ζπρό- κειτο νά τό βυθίση καί νά τό καλύψη μέ τά Οδατά του καί ώθούμενσν άπό αύτήν τήν όρμήν τών κυμάτων είσήλθε μέ μεγαλυτέραν ταχύτητα είς τόν λιμένα. "Ετσι λοιπόν καί ή Αγία Πελαγία διότι καί ή έφοδος τών στρατιωτών κα. ύ φόδος τών Αναμενομένων βασανιστηρίων καί ή άπειλή τού δ ικ αστού, πού έπεσαν /πάνω της πιό βίαια καί άπό κάθε κΰμα, τήν ήνάγκασαν νά πετάξή μέ μεγαλυτέραν ταχύ¬ τητα πρός τόν ούρανόν καί τό κύμα πού Ζπρόκειτο νά κα- ταποντίση τό πλοίον, /κείνο την διεβίβασε πρός τόν λι¬ μένα τόν εΰδιον Β καί ώδηγείτο λοιπόν Ζκεί τό σώμα φω- τεινότερον καί άπό κάθε Αστραπήν, Ζκθαμβούν τά δμματο του διαβόλ'-υ. Διότι δέν μάς είναι τόσον φοβερός ό κεραυ- νός πού κατέρχεται άπο τόν ούρανόν, δοον τό σώμα τής

4# Κ12) ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΗΑΓΓϊΤΑ II ΚΛΑΠΑΝ

μάρτυρος, φοδερώτερον καί άπό κάθε κεραυνόν, Ζφόβει τάς

φάλί3ΥΥσΚαΙ δ'ίά^μάθπς δτι δέν έγίνοντο αύτά χωρίς τήν

θέλησιν τού θεού, κυρίως μέν εΐνσι φανερόν Από αυτό τό θάρρος τής προθυμίας καί άπό τό δτι δέν άντελήφθησαν οί στοατιώται τόν δόλον καί Ζκ τού δτι παρεχωρησαν τήν δΓειαν καί Ζκ τοΟ βτι τό ίργον έλαβε τ*. 1 ος_ βχι όλιγωτε- ρον δμως Ζκ τών λεχθέντων άνωτέρω είναι δυνατόν νά τό άντιληφθη κανείς τούτο καί άπό αύτόν τόν τΡ6™” θανάτου ίμέ τόν όποιον άπέθανεν αδτη) . Πολλοί βεβαί¬ ως, Ζνφ έπεσαν άπό ύψηλήν στέγην δέν έπαθον τίποτε. Άλλοι δμως μετά άπό άναπηρίαν μερικών μελών του σώ¬ ματος, Ζπέζησαν πολύν καιρόν μετά άπό τήν πτώσιν των. Είς τήν μακαρίαν όμως Ζκείνην δέν άφησεν 6 θεός τίποτε τέτοιο νά συμδη, άλλ’ εύθύς διέταξε τό σώμα νά άφήση Ζλευθέραν τήν ψυχήν, δεχθείς αύτήν ώς νά ήγωνίσθη δσον θά έπρεπε καί νά /ξεπλήρωσε τό χρέος της. Διότι δ θάνα¬ τος δέν ήτο συνέπεια τής πτώσεως, άλλ' Αποτέλεσμα της προσταγής τού θεού. Κατέκεΐτο λοιπόν τό σώμα δχι /πά¬ νω είς κλίνην, άλλ’ είς τό έδαφος. Δέν ήτο άτιμον δμως Ζ- πειδή έκειτο /πΐ τού /δάφους, άλλ’ αύτό τό Εδαφος ήτο τίμιον, Ζπειδή Ζδέχθη σώμα πού ήτο Ζνδεδυμένον μέ τόσην δόξαν. Ι> Δι’ αύτόν δέ τόν λόγον μέ τό νά κήται /πΐ του Ζδάφους ήτο τιμιώτερον /κείνο τό σώμα, διότι, αί ύβρεις πού δεχόμεθα 6ιά τόν Χριστόν μάς παρέχουν περισσείαν τιμής.

Κατέκειτο λοιπόν είς τό έδαφος, είς ένα στενόν δρο- μίοκον τό παρθενικόν /κείνο καί καθαρώτερον άπό δλον τό χρυσάφι σώμα καί άγγελοι μέν τό Ζκάλυπτον Ζπιμελώς, όλοι δέ οΙ Αρχάγγελοι τό Ζτίμων καί ό Χριστός ήτο παρών. "Αν λοιπόν σί οίκοδεσπόται συνοδεύουν τήν Ζκφοράν τών χρηστοτέρων τών δούλων των καί δέν /ντρέπονται αύτό, πολύ περισσότερον 6 Χριστός δΓ /κείνην πού άπέ¬ θανε αύτόν καί ύπέστη τέτοιον κίνδυνον δέν θά /ντραπη νά τήν τιμήση μέ τήν παρουσίαν του. Κ χΕκειτο λοιπόν έ- χουσα μέγα Ζντάφιον (οάβανον) τό μαρτύριον, καλλω¬ πισμένη μέ τόν στολισμόν τής όμολογίας, /νδεδυμένη στολήν τιμιωτέραν καί άπό κάθε βασιλικήν άλουργίδα καί πορφύραν τιμίαν, τήν διπλήν δηλαδή /κείνην, τήν στολήν τής παρθενίας καί τήν στολήν τοΟ μαρτυρίου1 μέ αύτά τά Ζντάφισ θά παρουσιασθή είς τό βήμα τού Χριστού. Κά¬ ποιαν παρομοίαν στολήν φροντίζρμεν νά /νδυθώμεν καί ήμεις καί όσον ζώμεν καί όταν άποθάνωμεν, Ζπειδή γνω-

4

ΙϋΛΝΝΟΓ X 1*20 ΣΤΟΚΟ»

ΚΙ 3 ΤΗΝ ΑΠΑΝ ΜΑΡ'ΙΤΡΑ ΙΙΗΑΑΙΊΑΝ

Μ)

ρ[ζο μεν καλώς, δτι καθόλου δέν ώψέλησε τό σώμα κανείς Τό ένδυση μέ χρυσά φορέματα, Αλλά καί έδημιουργησε •πολλούς έπικριτάς, 509 Α ότι δέν άφησε τήν κενοδοξίαν οΟτε κατά τόν θάνατον, ένφ ένδεδυμένος Αρετήν και μετά τόν θάνατον θά έχπ πολλούς έπαινέτας. Καθότι δ τάφος Εκείνος, ε!ς τόν όποιον θά ταφή τό σώμα ττου έζησε με α¬ ρετήν καί εύσέδειαν, θά είναι εις όλους πιό λαμπρός κσ) άπό αύτάς τάς βασιλικός αύλάς. Καί τού πράγματος αύ- τοϋ άπόδειξιν Αποτελείτε έσεϊς οΐ όποιοι τά μέν μνήματα τών πλουσίων, μολονότι περιέχουν χρυσά ένδύματα, τά προσπερνάτε ώς σπήλαια, ένφ πρός τήν άγ(αν αύτήν προσ- ήλθατε μέ πολλήν προθυμίαν, έπειδή μέ μαρτυριον καί ό- μθλογίαν καί παρθενίαν Αντί χρυσών Ιματίων ένδυθεισα ή μάρτυς άπηλθεν είς τόν ούρανόν.

"Ας τήν μιμηθώμεν λοιπόν κατά τήν δύναμίν μας. Β Κατεφρόνησεν ίκείνη τήν ζωήν, δς περιφρονήσωμεν ήμεΐς τάς Απολαύσεις, δς περιγελάσωμεν τήν πολυτέλειαν, δς Αποφύγωμεν τήν μέθην καί τήν Αδηφαγίαν. Δέν τά λέγω τώρα αύτά τυχαίως, άλλ’ έπειδή βλέπω πολλούς, μόλις διαλυθή ή παρούσα σύναξις, νά τρέχουν είς μέθην καί είς τά καπηλεία καί είς τάς τραπέζας τών πανδοχείων καί είς τήν λοιπήν Αναισχυντίαν.

Διά τούτο σάς παρακαλώ καί σας Ικετεύω νά έχετε είς τόν νοϋν οας αύτήν τήν Αγίαν καί νά μή έντροπιάζητε τήν πανήγυριν, ούτε νά άποβάλωμεν τήν προκαλουμένην έντός μας έκ τής έορτής παρρησίαν. Διότι δέν σεμνυνόμεθα ματαίως συζητοΰντες πρός τούς έθνικούς διά τό πλήθος τής έορτής, καταισχύνοντες αύτούς καί λέγοντες, ότι κάθε χρόνον όλόκληρον πάλιν καί τόσον μεγάλο πλήθος έλ¬ κει πρός αύτήν υία κόρη πού άπέθανε καί μετά Από τόσα έτη καί κανείς χρόνος δέν διέκοψε τήν άποδιδομένην είς αύτήν τιμήν, καί έάν έννοήσουν τά συμβαίνοντα είς τήν πανήγυριν, θά στερηθώμεν όπωσδήποτε είς τό έξης τών έγκωμίων μας. Διότι τό πλήθος τούτο, τό όποιον ήλθε τώρα έδώ, άν μέν £λθη μέ τάξιν, τοΰτο θά άποτελή πολύ μεγάλον στο¬ λισμόν δι5 ήμσς, δν δμως μέ ραθυμίαν καί μέ πολλήν Αμέ¬ λειαν, Εντροπήν καί κατηγορίαν.

4. Διά νά καυχώμεθσ όμως διά τό πλήθος τής Αγά¬ πης σας, δς άναχωρώμεν διά τήν οΙκίαν μέ τήν Ιδίαν κα¬ λήν διάθεσιν μέ όσην άρμόζει νά πηγαίνωμεν είς συνάν- τησιν τέτοιας μάρτυρος. Έάν λοιπόν κανείς δέν άποχω- ρήση έτσι, Ο όχι μόνου τίποτε δέν ώφελήθη, άλλ’ έφείλ- κυσεν Αιαντίον του πολύν κίνδυνον. Γνωρίζω δέ ότι έσεΐς

είσθε καθαροί Από τέτοια νοσήματα, Αλλ αύτά δέν είναι Αρκετόν διά νά άποτελέση άπολογίαν σας. Αλλά πρέπει ό¬ ταν καί οΐ άδελφοί πσρεκτρέπωνται νά τους όδηγωμεν είς τήν Απόλυτον τάξιν καί νά τούς έπαναφέρωμεν εις τήν άρμόζουσαν θέσιν. Έτίμησις τήν μάρτυρα μέ τήν παρου- σίαν σου; Τίυησέ την διορθώνοντας καί τους έν τη πιστει Αδελφούς σου,-6 ώστε όταν 6ής άτακτον γέλωτα καί δρό¬ μον άπρεπή καί βάδισμα δουλοπρεπές, έμφάνιοιν άπρεπη, πήγαινε τότε καί κύτταξε έκείνους που κάμνουν αύτά μέ δριμύτητα καί άπειλητ.κήν διάθεσιν, Σέν περιφρονουν καί σέ περιγελούν περισσότερον; Ε Πάρε τότε^ μαζί σου δυο καί τρεις Αδελφούς, ή καί περισσοτέρους, ώστε καί ως έκ τού Αριθμού νά γίνεσθε σεβαστότεροι- αν όμως καί έτσι δέν συνετίσης τόν παραλογισμόν των, τότε κάμε τους γνω¬ στούς είς τούς Ιερείς ίσως μάλιστα θά τούς είναι δυσκολον νά φθάσουν είς τόσην Αναισχυντίαν, ώστε ένφ έπιπλήττων- ται, 590 Λ νά μή ύποχωρήσουν καί έντραποΟν καί Απόσχουν Από τά Ατακτα καί παιδικά αύτά καμώματα, Καί είτε δέκα, τρεις, είτε δύο, είτε καί ίίνα μόνον κερδίοης, θά είσέλ- θης, Αφού λάβης πολύ κέρδος.

Μέγα τό μήκος τής όδοϋ' αύτό τό μήκος λοιπόν ας έπωφεληθώμεν διά νά περιμαζέψωμεν τούς Ανωτέρω, Ας γεμίσωμεν τήν λεωφόρον θυμιάματα. * Αλλωστε δέν θά καταστη τόσον εύπρεπής ή όδός, δν κανείς καθ όλον τό μήκος της τοποθετών θυμιατήρια γεμίση μέ εύωδίαν τόν Αέρα, όσον θά φανή τώρα, δν όλοι δσοι βαδίζωμεν αύτήν σήμερον, διηγούμενοι μίϊταξύ μας τούς άθ- λους τής μάρτυρος, πορευώμεθα πρός τήν οικίαν, μεταβάλλων 6 καθείς τήν γλώσσαν του είς θυμια- τήριον. Β Δέν βλέπετε μήπως, όταν εισέρχεται βασιλεύς 1 1 ς τήν πόλιν, μέ πόσην τάξιν βαδίζουν είς στοίχους καί άπό τά δύο μέρη τής όδοΰ οί στρατιώται, ώπλισμένοι, δί- δοντεε μεταξύ των είς ήσυχο ν τόνον παραγγέλματα καί μέ πολύν φόβον προχωρούν, διά νά φαίνωνται είς όσους τούς βλέπουν Αξιοθέατοι; "Ας τούς μιμηθώμεν λοιπόν, δι¬ ότι καί ήμεϊς βασιλέως όχι αίσθητοϋ καί έπιγείου, Αλλά τού Κυρίου τών Αγγέλων προπορευόμεθα, “Έτσι λοιπόν βς είσέλθωμεν καί ήμεΐς, μέ τάξιν, δίδοντες μεταξύ μας ΚιΑ \ιΑ

. μ ιύ·ιλ«ι ·τΛ$·ιυ Ληπτ Λ νι

21>- <1>«νΕράν ϊτι δέν Γ+όχζ'-.* I ΰ'Λ \0<>ί *2ΐά, σάρχΛ <5:>γγ*ν*ίί, ίλλά. δι* 4Χλο!>(; χροπαν/»;. ·ιε’.4 τβν διιοίβν ϊχομ·ν *ν*ΰμαπκήν σ·»γγέ

νιι αν ί ι* «δτήί ϋΐβτεΐιν

ίΕΑΑΝΝΟΓ ΧΙΤΣΟΣΤΟΜΟΙ'

μόνον μέ τό πλήθος μας, άλλά κ.ο»Ι μέ τήν εύπρέπειάν μας νά Γκπλήξωμεν τούς θεατάς. £ Μάλιστα δέ καί άν Ακόμη κανείς άλλος δέν ήτο παρών, άλλά μόνοι έβαδίζαμεν είς τήν όδόν, ούτε κα τότε θά Ιπρεπε νά πρόβα Ινωμ εν είς άπρεπείσς, λόγιρ τού δτι ύπάρχει ό Ακοίμητος όφθαλμός, 6 άττοΐος ύπάρχει παντού καί βλέπει τά πάντα ' σκεφθήτε δτι τώρα καί πολλοί αιρετικοί εύρίσκονται μεταξύ μας δι¬ εσπαρμένοι καί άν μάς δούν Ετσι νά χορεύωμεν, νά γελώ- μεν, νά φωνάζωμεν, νά μεθύωμεν, θά Αποχωρήσουν έν- τεϋθεν άφοΰ πρώτον μάς κατηγορήσουν τά χείμιστα. Έάν λοιπόν κανείς σκανδαλίση Ενα υόνον, ύφίσταται τήν άνά- λογον κόλασιν, δσοι θά σκανδαλίσωμεν τόσους πολλούς, ποίαν τιμωρίαν θά λάβωμεν; ΕΓΘε δμως μετά άπό αύτούς τούς λόγους μου καί τήν ιταμαΐνεσιν αυτήν νά μή εύρεθη κανείς ύπεύθυνος 6ιά τσιαύτα παραπτώματα.

Έάν δέ αύτά δλα καί πρό τής παρατηρήσεώς μου ά- ποτολμώμενα ήσαν Ασυγχώρητα, μετά άπό τήν συμβου¬ λήν αύτήν Ο καί τήν παρατήρησιν έπιβάλλουν πολύ πε¬ ρισσότερον τήν τιμωρίαν καί είς έκείνους πού τά πράτ¬ τουν καί είς έκείνους πού τά άνέχονται πραττόμενα. Διά νά Απαλλάξετε δμως καί Εκείνους άπό τήν κόλασιν καί είς τόν έαυτόν σας νά προξενήσετε περισσοτέραν άμοιβήν, άυαλάβατε ώς έργον σας τήν πνευματικήν .κηδεμονίαν των Αδελφών μας, είς τήν συλλογήν καί είς τήν διήγησιν αύτών πού είπαμεν φέρετέ τους, ώστε καθ’ δλην τήν δια¬ δρομήν τής όδου, άφου μελετήσουν αυτά καί εις όσους πα- ρέμειναν είς τήν οΙκίαν άφου τούς μεταφέρετε τά περισσεύ¬ ματα τής πνευματικής αύτής τραπέζης, κάμετε καί έκεί λαμπρόν τό συμπόσιον. Διότι ίτσι καί τήν έορτήν αύτήν θά αίσθανθώμεν καλώς κα| τήν Αγίαν θά πρσ- σελκύσωμεν πρός μεγαλυτέραν συμπάθειάν μας, τιμώντες αύτήν μέ τήν πραγματικήν τιμήν. Ε Διότι άπό τό νά Ελθε¬ τε έδω καί νά θορυβήσετε, πολύ περισσοτέραν εύχαρίστησιν θά τής δώση τό νά φύγετε άφου Αποκομίσετε καί ώφεληθήτε κάποιαν πνευματικήν ωφέλειαν.

ΕΓΘε δέ μέ τάς εύχάς τής άγιας καί έκείνων πού έπέ- τυχσν τούς Ιδίους Αθλου ς και αύτά καί τά Αλλα πού έλέ- χθησαν νά τά ένθυμούμεθα Επακριβώς καί Αφού τά έπιδεί- ξωμεν δλα είς τά Εργα μας. νά περάσωμεν τόν βίον μας εύχαριστούντες είς δλα τόν θεόν, είς τόν όποιον Ανήκει ή δόξα καί ή δυναμις είς τούς αιώνας των αίώνων. Αμήν.

ψ

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑ ΙΓΝΑΤΙΟΝ ΤΟΝ ΘΕ0Φ0Ρ0Ν3* ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΓΕΝΟΜΕΝΟΝ ΑΝ¬ ΤΙΟΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΕΤΑΦΕΡΘΕΝΤΑ ΕΙΣ ΡΩ¬ ΜΗΝ ΚΑΙ ΕΚΕΙ ΜΑΡΤ ΥΡΗΣΑΝΤ Α ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΕΚΕΙΘΕΝ ΕΙΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΝ ΚΟΜΙΣθΕΝΤΑ.

892 Α I. 01 σπάταλοι καί φιλόδοξοι έστιάτορες3’ δι- οργανώνουν πυκνά καί Αδιάκοπα συμπόσια, άφ’ ένός μέν διά νά κάμουν έπίδειξιν τού πλούτου των, άφ ετέρου Ο* διά νά Εκδηλώσουν πρός τούς φίλους των τήν φιλοφροσύ¬ νην των, Έτσι καί ή χάρις του Αγίου Πνεύματος παρέχου- σα είς ήμας τήν άπόδειξιν τής Ιδικής της δυνάμεως καί έπιδεικνύουοα μεγάλην φιλοφροσύνην πρός τούς φίλους τού θεού, παραθέτει είς ήμάς συνεχείς καί άδισκόπους τάς τραπέζας των μαρτύρων. Πρό τίνος άκάμη χρόνου κόρη καθ’ όλα νέα καί άπειρος γάμου, δηλαδή ή μακαρία μάρ- τυς Πελαγία, μέ πολλήν εύφροσύνην μάς παρέθεσε πνευ¬ ματικήν τράπεζαν σήμερον δέ τήν έορτήν έκείνης διεδέ- χθη ό μακάριος σδτος καί γενναίος μάρτυς Ιγνάτιος. ^ Διάφορα τά πρόσωπα, άλλά μία ή τράπεζα διαφορετικής μορφής τά άθλήματα, άλλ’ είς-ό στέφανος- ποικίλα τά Α¬ γωνίσματα, Γδιον όμως τό βραβείο ν. Καί είς μέν τούς κο¬ σμικούς Αγώνας, Λτειδή οί κόποι είναι σωματικοί, εύλό^·

Ϊως μόνον Ανδρες προκρίνονται 6ιά νά άγωνισθοΰν έδώ μως, έπειδή όλος ό Αγών Αφορά είς τήν Φοχήν, είς άμφο- τέρας τάς φύσεις33 ήνοιξε τό στάθιον καί άμφότερα τά φύλα προσήλβον οΐ θεατοί. Καί δέν κατήλθον είς τούς ά-

ΕΗΙ. Ό Αγιοί Ίγνίΐιοζ *χρημΛτι« δεύτερος ί^!3Χ0ί»ς τής Λ0λ*«ι>; ΆνποχιΕας, διι6«χ9ε£ς ιδν Εδόδιον. 4·,Εΐέλ«ί* μαθητής «Λ «ΰαγγβλκπνΛ Ί<·ιΑννοο. «ιναναοτρα**!; χαΐ μετ' ΑΧλων Λιτροτόλαν. Και* 4ρχ4ς τΛ ί' μ. X. αίώνος, $·τλ αΔτσϊ’.ρώτορο; Τραϊχνοϋ (98 117) συλληφβίϊζ χριοτιαν^ς Λ)ΦηγήΙ>ο είς Ρώμην μΐ οτραπωπχήΝ ουνοδε!** 9ιά νά μχρ- Μ»ρή<ιη, Ίθν«Τ ί\ΐΛρ-.ύρτ··}Β ριγείς *·ί θηρία τήν 2ΐΜ)ν ΔπαμίρΙου τοΛ 107. ΤιμΑχι* τοϋ 1. λειψάνου μ«·;»^ίρβη«αν βκ Ρώμης είς Άνποχ·(αν.

III * \?.ντ·Α~Λρις : οί Λιορ-ςανωτα'. 3μμ τιάρων. Ή «υνήθειχ αϋίη ιών βιιμκοοίων ή.Ό «ΰρίπι; διαδεδομένη «Ε; τούς Αρχαίου; Έλληνας καί τοΛ; Ρωμαίους.

52- -Έχατίρ* τή ιρ^οείΊ ήϊΟι. ΐ(; τούς Ανδρα; καί *ί; τ*ς γ-ι·

ΟΙ ΑΝΝΟΓ ΧΡΓΣηϊΙ'υΜΟΓ

64

ΙΙΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟ* ΤΟΝ «ΕΟΦΟΡΟΝ

γώνας μόνον άνδρες, διά νά μή φανή ότι αΙ γυναίκες εύλογοφανή δικαιολογίαν, Επικαλούμενοι ασθένειαν της φύσεως’ οΰτε μόνον αΐ γυναίκες Εδειξαν Ανδρείαν, διά νά μή καταισχύνεται Εκ τούτου τό γένος των όνδρων. Αλλά καί άπό τό Εν καί άττό τό άλλο μέρος είναι πολλοί Εκείνοι που άνακηρύττονται καί στεφανώνονται, 593 Α διά νά διδαχθης άττό αύτά τά πράγματα, ότι Εν Χριστφ Ίησοϋ δέν υπάρ¬ χει διαφορά μεταξύ άρρενος καί θήλεος, ότι ούτε φυσις, οΰτε άδυναμία σώματος, ούτε ήλικία, οΰτε κανέν άλλο προ- νόμιον θά ήμπορούσε νά γίνπ Εμπόδιον είς όσους τρέχουν τόν δρόμον τής εύσεδείας, Εάν ύπάρχουν ριζωμένα είς τήν ψυχήν προθυμία γενναία, φρόνημα ύψηλόν, φόβος του _©ε·; οΰ θερμός καί διάπυρος. Διά τοΰτο καί κόροι καί γυναίκες καί άνδρες καί νέοι καί γέροντες καί δούλοι καί Ελεύθερο· καί κάθε άξία καί κάθε ήλικία καί φύσις κατήλθον εϊς τούς Αγώνας αύτούς καί Από πουθενά δέν Επαθον κανέν κακόν, Β Επειδή Εξεδήλωσαν γενναίαν προτίμησιν είς τά Αθλήμα¬ τα αύτά.

Καί ό μέν καιρός ήδη μας καλεϊ είς τό νά διηγηθώμεν τά κατορθώματα τού μακαρίου τούτου, 6 λογισμός όμως ταράττεται καί Ανησυχεί, Επειδή δέν γνωρίζει, τί πρώτον καί τί δεύτερον καί τ{ τρίτον νΑ εΤπη' τόσον μέγα πλήθος Εγκωμίων μάς πλημμυρίζει. Καί πάσχομεν Εν προκειμένη δ, τι καί Εκείνος πού είσέρχεται είς κήπον καί βλέπει πολ¬ λά τριαντάφυλλα καί μενεξέδες καί κρίνα καί άλλα διά¬ φορα καί ποικίλα Εαρινά άνθη καί Απορεί τί πρώτον καί τί δεύτερον νά δή, διότι τό κσθέν Εξ αύτών ττρός έαατό έλ- κύει τά βλέμματα. Επειδή καί ήμείς είσήλθομεν είς τόν πνευματικόν τούτον λειμώνα ^ τών κατορθωμάτων τού Α¬ γίου Ιγνατίου καί άνθη δχι Εαρινά άλλ’ αυτόν τόν καρπόν τού πνεύματος τόν ποικίλον καί διάφορον βλέποντες είς τήν ψυχήν του, θορυβούμεθα καί ΑττοροΟμεν, μή γνωρί- ζοντες πού πρώτον νά προσηλώσωμεν τόν λογισμόν, Ε- πειδή τό καθέν άπό τά βλεπόμενα άποχωριζόμενον άπό τά πλησίον του, Εφελκύει τό βλέμμα τής ψυχής είς τήν θεω¬ ρίαν τής [δικής του εύπρεπείας. Διότι, σκεφθήτε, δτι Εκυ- βέρνησε τήν Εκκλησίαν μας μέ γενναιοψυχίαν καί μέ τό¬ σην Ακρίβειαν, μέ όσην θέλει ό Χριστός. Διότι, αύτό πού Εκείνος ώρισε νά άποτελή μέγ ιστόν όρον καί κανόνα τού Επισκοπικού Αξιώματος, τούτο αύτός τό παρουσίασε μέ τά Εργα του. Καθότι έττειδή ήκουσε τόν Χριστόν νά λέγη άτι Ο «Ό ποιμήν ό καλός τήν ψυχήν αύτού τίθησιν ύπέρ τών προβάτων» (Ίωάν. 10, II), αύτό μέ πολλήν Αν

(|Γ, ΚΙ 2 ΤΟΝ Α1

ϊίρέίει νΓετΓ'αύτόΓ πού ΧέζησΓμέ Εκείνους καί συνα-

22τος 'ΕφθασεΧ όμως «4 ««Ρ* καί

δρείαν καί ψυχήν πού νά περιψρονη τά παρόντα δλα καί νά φλέγεται άπό θειον Ερωτα καί νά προτιμρ τό μή β** πόμενα Από τά όρατά· μέ τόσην ευκολίαν λοπόν άττέΒεαι τήί^ σάρκα, μέ όσην κανείς Αποβάλλει τό Ενδυμά του. Ε Τί λοιπόν πρώτον νά εΐπωμεν; Διά τήν διδασκαλίαν των Αποστόλων, τήν όποίαν σύτός παρουσίασεν Εμπράκτως δλης του τής ζωής, ή «Λ τήν περιφρόνηα.ν της παρούσης ζωής, ή διά τήν τελειότητα της Αρετής του, μέ τή-ΑποΙβν Εξοικονόμησε τήν προστασίαν της Εκκλησής, Ποιον νά Ανυμνήσωμεν προηγουμένως, τόν μάρτυρα ή τόν πον ή τόν Απόστολον; Διότι ή χάρις του Πνεύματος, Αφού Ιπλεξε τριπλούν στέφανον, ή μάλλον πολλαπλουν, Ετσι Εστεφάνωσε τήν Αγίαν Εκείνην κεφαλήν. Διότι, Εάν κανείς θελήση νά τούς άναπτύξη μέ Ακρίβειαν, θά εύρη κάθε στέφανον νά βλαστάνη καί άλλους στεφάνους.

*** Α 2 Καί Εάν θέλετε, άς άρχίσωμεν τόν Επαινον πρώτον άπό τό Επισκοπικόν Αξίωμα- μήπως δέν φαίνεται νά Αποτελή τούτο μόνον του Ενα στέφανος Ελα Λοιπόν νά τόν άναπτύξωμεν μέ τόν λόγον καί ΘΑ δήτε άπό αυτόν καί δύο καί τρεις καί περισσοτέρους νά γεν νώνται. Διότι όχι μόνον Εφάνη άξιος νά Αναλάβη τόσον ύψηλον Αξίωμα, θαυμάζω καί Εγώ τόν άνδρα αύτό, άλλ’ δτι καί Ενε- χκίρίσθη αυτήν τήν Εξουσίαν παρά τών Αγίων Εκείνων καί αΙ χείρες τών μακαρίων Αποστόλων ήγγισαν τήν ιεράν κε¬ φαλήν. Ούτε τούτο Αποτελεί μικράν Αφορμήν Εγκώ- μ, ον όχι Επειδή Εφείλκυσε περισσότερον τήν άνωθεν χά- ριν, ούτε διότι Εκαμαν νά κατέλθη Επ’ αύτόν δαψιλεοτάτη ή Ενέργεια τού άγιου Πνεύματος μόνον, Αλλά καί διότι αύ- τοί Εμαρτύρησαν δλην του τήν κατ’ άνθρωπον Αρετήν τό πώς. σας τό λέγω Αμέσως.

Β Γράφω ν 6 Απόστολος Παύλος κάποτε πρός τόν Τί¬ τον, καί όταν λέγω ό Παύλος δέν Εννοώ μόνον αύτόν, άλλό καί τόν Πέτρον καί τόν Ιάκωβον καί τόν Ίωάννην καί δ¬ λην τήν χορείαν Εκείνην διότι δπως είς μίαν λύοαν ύπάρ- χουν διάφοροι χορδαί, δίδουν δέ μίαν άομονίαν, Ετσι καί είς τόν χορόν τών Αποστόλων, διάφορα μέν τά πρόσωπα, μία

ΙΙΜΝΜΗΓ ΧΓΓΪΟϋΙΌΜΟΙ

ΚΙ 2 ΤΟΝ Α1ΊΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟΝ ΤΟΝ ΟΚΟΦϋΓΟΝ

ή6

όμως ή διδασκαλία, Επειδή καί είς ήτο δ Αρχιτεχνίτης, τό άγιον Πνεύμα, τό όποιον κινεί τάς ψυχάς Εκείνων" καί τού¬ το Εμφαίνων ό Απόστολος ίλεγεν" «Είτε οΰν Εκείνοι. είτε Εγώ, οϋτω κηρόσσομεν» (Λ" Κορ. 15, II) γράφων Λοιπόν αύτός πρός τόν Τίτον καί δεικνύων όποιος πρέπει νά εί¬ ναι 6 Επίσκοπος, λέγει «Δεϊ γόρ τόν Επίσκοπον Ανέ_γκλη- τον εΤνοι, μή πάροινον, μή πλήκτην, μή αίσχροκερδή, αλ¬ λά φιλό ξένον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, δσιον, Εγ¬ κρατή, άντεχόμενον τοΟ κατά τήν διδαχήν πιοτοϋ λόγου, Ινα δυνατός ή καί έτέρους παρακαλειν ΕΥ τή διδασκαλΙφ τή ύγιαινούση, καί τούς Αντιλέγοντας Ελέγχειν* (Τίτ. 1, 7-9). Καί πρός τόν Τιμόθεον πάλιν γράφων περί τής ίδι¬ ας ύποθέσεως, αύτά περίπου λέγει- «Εί τις Επισκοπής όρέ- γεται καλοΟ έργου Επιθυμεί δεί ούν τόν Επίσκοπον άνεπί- ληπτον είναι, μιας γυνσικός Ανδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλά ξένον, διδακτικόν, μή πλήκτην, μή πάροι- νον, άλλ’ Επιεική, Αμαχον, Αφιλάργυρον>» (Α' Τιμ. 3, 1 - 3)

Είδες πόσην Ακρίβειαν Αρετής Απαιτεί Από τόν Επί¬ σκοπον; Διότι, όπως κάποιος δριστος ζωγράφος, Αφού άναμίξη ποικίλα χρώματα, Β Εργάζεται μετά πάσης άκρι- βείας όποιαν πρόκειται νά ζωγραφίση πρωτότυπον εΙκό- να βασιλικής μορφής, ώστε Εκείνοι πού θά τήν μιμηθοΰν καί θά τήν Αντιγράψουν νά Εχουν Εξ αύτής Εξηκριβωμένην άπεικόνισιν, έτσι λοιπόν καί δ μακάριος Παύλος, ωσάν νά ζωγραφίζη κάποιαν βασιλικήν είκόνα καί τό πρωτότυπον αύτής κατασκευάζων, άφοΟ άνέμιξε τά ποικίλο χρώματα τής Αρετής, Εσκιαγράφησεν ώλοκληρωμένοος τούς χαρα¬ κτήρας τοϋ Επισκοπικού Αξιώματος, ώστε ό καθείς πού Αναλαμβάνει αύτήν τήν Αρχήν, άπο βλέποντας είς Εκείνην τήν είκόνα μέ τόσην μεγάλην Ακρίβειαν νά κυβερνά τά κατ’ αυτόν, Τολμών λοιπόν θά έλεγον, Ε δτι δλην αύτήν τήν Αρετήν άττετύπωσεν είς τήν ψυχήν του μέ Ακρίβειαν 6 Ιερός Ιγνάτιος καί ήτο Ανεπίληπτος καί Ανέγκλητος καί ούτε αύθάδης, οΰτε όργίλος, ούτε μέθυσος, οδτε πλήκτης, Αλλ’ Αμαχος, Αφιλάργυρος, δίκαιος, βσιος, Εγκρατής, ύπε- ρασπιζόμενος τής διδασκαλίας τοϋ χριστιανικού βίου, νη¬ φάλιος, σώφρων, κόσμιος καί δλα τά άλλα, δσα Εζήτησεν ό Απόστολος Παύλος.

595 Α Καί ποία είναι ή άπόδειξις αύτών, λέγει" ΑύτοΙ πού τά εϊπον αύτά, αύτοΙ Εχειροτόνησαν αύτόν καί δέν θά έπραττον τούτο άυελώς αύτοΙ οί όποιοι μέ τόσην Ακρί¬ βειαν προτρέπουν Αλλους νά δοκιμάζουν Εκείνους πού πρό¬ κειται νά άνέλθουν είς τόν θρόνον τής Εξουσίας αύτής.

Έάν λοιπόν δέν διεπίστωνον τήν Αρετήν αύτήν ύπάρχου- οαν είς τήν ψυχήν τοϋ μάρτυρος τούτου, δέν θά τοΟ Ενε- χείριζον τήν Εξουσίαν αύτήν. Διότι, Εγνώριζον καλώς, πό¬ σον μέγας κίνδυνος ύπάρχει είς τούς Απλώς καί ώς έτυχε χειροτονούντο ς. Τό "διον αύτό πράγμα δηλώνοντας καί ό Απόστολος Παύλος είς τόν ίδιον Τιμόθεον γράφων έλεγε" «Χεΐρας ταχέως μηδενί ΕπιτΙθει, μηδέ κοινώνει Αμαρτίας άλλοτρίας» {Α' Τιμ. 5, 22), Τί λέγεις; Β "Αλλος ίττραξε τά Αμαρτήματα καί Εγώ συμμετέχω είς τά Εγκλήματα καί τήν τιμωρίαν; Ναί, λέγει, Εσύ πού Εδωσες τήν Εξουσίαν είς τήν πονηρίαν, "Όπως δέ κάποιος πού δίδει είς χεΐρας τοϋ παράφρονος ξίφος ήκονισμένον, δι’ δποιον φόνον διαποά- ξει Εκείνος είναι ύπεύθυνος αύτός πού Εδωσε τό ξίφος. Ετσι καί είς άνθρωπον πού ζή μέ πονηρίαν Αν δώση κανείς τήν Εξουσίαν πού προέρχεται Από τό άξίωμα. Εφελκύει Επί τής ίδικής του κεφαλής δλον τό πυρ των Αμαρτημάτων Εκεί¬ νου καί τών τολμημάτων του διότι αύτός πού Εδωσε τήν ρίζαν, είναι ύπεύθυνος διά τά δσα φύονται παντοϋ Εξ αύ¬ τής. ΕΤδες πώς Εφάνη διπλούς 6 στέφανος τοΰ Επισκοπικού Αξιώματος κα| πώς τό άξίωμα Εκείνων πού τόν Εχειροτόνη- σαν Εκαμε λαμπρότερο ν τό άξίωμα καί παρέσχε κάθε ώπό- Βείξίν τής Αρετής του;

3. θέλετε νά σάς περιγράφω καί Αλλον στέφανον πού βλαστάνει άπό αύτόν τόν ίδιον; ”Ας άναλογισθώμεν τόν χρόνον καθ’ βν Ενεχειρίσθη αύτήν τήν άρχήν. Διότι δέν είναι τό ίδιον πράγμα νά κυβερνά κανείς Εκκλησίαν σή¬ μερον καί τότε, βπως δέν είναι τό "ίδιον ποαγμα τό νά 6α- β|ζη κανείς όδόν Εξωμα λισμένην καί καλώς κστεσκευασμέ- νην καί μέ πολλούς μαζί συνοδοιπόρους καί τό δ’ά πρώ- την φοράν τώρα νά τήν διαπερνςί, Εχουσαν πολλάς φά- ραγγας καί λίθους καί πλήρη θηρίων καί χωοίς ποτέ νά ΕχΠ δεχθή κανένα όδοιπόρον. Διότι τώρα μέ τήν χάο’ν τοΟ θεού κανείς κίνδυνος δέν ύπ Αρχει είς τούς Επισκό¬ πους, Αλλά ειρήνη βαθεΐα άπό παντού καί δλοι άπολαμ- βάνομεν είρήνην. Β ενώ ό λόγος τού θεού διαδίδεται είς τά πέρατα τβς οίκουμένης καί οΙ βασιλείς φυλάττουν τόν πίστιν μετά άκριβείας. Τότε δμως τίποτε άπό αύτά δέν ύπήρχε, άλλ’ δπου καί άν Εστρεφε κανείς τό βλέμμα. I- βλίπε κρημνούς καί δάοαθρα καί πολέμους καί δ'αμάχας καί κινδύνους κα| Αρχοντας καί βασιλείς καί πλήθη λαού καί πόλεις καί έθνη καί οίκείους καί ξένους νά μελετούν κακά κατά τών πιστών. Καί δέν Λτο μόνον τούτο τό κακόν. Αλλά καί τό δτι πολλοί Εξ αύτών πού Επίστευαν, Επε'δή

ΙδΑΝ-χΟ* ΧρΛΟΪΤΟΪΛΗΓ

ΚΙΪ ΤΟΝ ΑΠΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟΝ ΤΟΝ ΗΕΟΦΟΡΟΝ

ί*

διά πρώτην φοράν Εμάνθανον τά δόγματα τής πίστεως, εΤχον Ανάγκην Ε πολλής συγκαταβάοεως Εκ μέρους τού ποιμένος καί έδεικνύσντο πιό Ασθενέστεροι καί πολλάκις ΕξηπατοΟντο, καί τούτο ήτο Εκείνο πού έλύπη τούς διδα¬ σκάλους όχι άλιγώτερον Από τούς έξωθεν πολέμους, μάλ¬ λον καί πολύ περισσότερον, διότι αΐ έξωθεν μάχαι καί ΕπιβουλαΙ τούς παρεΐχον ήδονήν μ£γάλην έξ αΙτίας των Λπίδων τών μελλουσών Αμοιβών. Διά τούτο καί οΐ Από¬ στολοι ΕπέστρεψΟν Εκ τοϋ Ανακρίναντος αυτούς Συνεδρίου χαίροντες, διότι Εμαστιγώθησαν' κοί ό Παύλος βος* λίγων 1 «Χαίρω Εν τοϊς πσθήμασί μου» (Κολ. I, 24) καί παντού καυχάται 6ιά τάς θλίψεις του. Τά δέ τραύματα τών οικείων καί αί πτώσεις τών Αδελφών δέν τούς Επέτρεπου ούτε νά άναπνεύσουν, άλλ’ Εκάθηντο ώς ζυγός 596 λ βαρύτατος Επάνω είς τόν τράχηλον τής ψυχής των καί τήν έπίεζον καί τήν έσυραν πρός τά κάτω. "Ακούσε λοιπόν τόν Από¬ στολον Παύλον, ό όποιος δεικνύει τέτοιαν χαράν διά τά παθήματα, πώς στενάζει πικρώς ύπέρ αύτών «Τίς Ασθε¬ νεί, λέγει, καί ούκ Ασθενώ; τίς σκανδαλίζεται καί ούκ έγώ πυρσϋμαι;» {Β' Κορ. II, 24) καί πάλιν' «Φοβούμαι μή¬ πως Ελθών οΰχ οΤους θέλω εδρω ύμας, κάγώ εύρεθώ ύμΐν οϊον ού θέλετε» ' Κορ. 1 1 , 29) , Καί παρακάτω" «Μή πά¬ λιν έλθόντα με πρός ύμάς ταπεινώσει 6 Θεός καί πενθήσω πολλούς τών προημαρτηκότων καί μή μετσνςησάντων Επί τή Ακαθαρσίςι καί άσελγεία καί πορνεία ή έπραξαν» ' Κορ, 12, 21,). Καί διά παντός τόν βλέπεις εις δάκρυα καί θρήνους διά τούς (δικούς του νά φοβήται καί νά τρέμη πάντοτε διά τούς πιστούς. *

Β "Οπως λοιπόν θαυμάζομεν τόν κυβερνήτην τού πλοίου όχι όταν αύτό πλέον μέ ούριον άνεμον ε!ς γαληνεύ- ουσαν θάλασσαν ήμπορέση νά διασώση τούς Επιβάτας, Αλλ’ βταν ήμπορέση νά κατευθύνη τό σκάφος μετά πάσης άοφαλείας, Ενψ τό πέλαγος μαίνεται καί τά κύματα ύψοϋν- ται, οΐ Ιδιοι οί Επιβάται στασιάζουν καί μεγάλη Ανωμαλία πολιορκεί αύτούς Εοωτερικώς καί Εξωτερικώς' έτσι καί Ε- κείνους πού Ανέλαβον τότε τήν διακυδέρνησίν τής Εκκλη¬ σίας πρέπει νΑ τούς θαυμάζη κανείς πολύ περισσότερον Από τούς νυν διακυβερνώντας αύτήν, όταν ό έξωθεν καί έσωθεν πόλεμος ήτο μεγάλος, όταν τής πίστεως τό Φυτόν ήτο τρυφερώτερον καί τού έχρειάζετο πολλή Επιμέλεια, όταν τό πλήθος τής Εκκλησίας ώς νεσγέννητον βρέφος είχε Ανάγκην πολλής φροντίδος καί κάποιας σοψωτάτης ψυχής, ή όποια Επρόκειτο νά τό ΑναθρέΦη

ΙΐΚ

Καί διά νά μάθετε σαφέστερον πόσων στεφάνων ά¬ ξιοι ήσαν οί άναλαβόντες τήν φροντίδα τής Εκκλησίας τότε καί πόσον κόπον καί κίνδυνον εΤχε τό νά άναλάβη κανείς κάποιο πράγμα πού εύρίσκετο Ακόμη είς τό προοί- μιον Ι' καί είς τήν Αρχήν καί διό πρώτην φοράν νά £λθη κανείς είς αύτό, σας παρουσιάζω τήν μαρτυρίαν τού Χρι¬ στού, ό όποιος Εγκρίνει αύτά καί έπικυροί τήν γνώμην πού Εξέφερα. Επειδή λοιπόν είδε πολλούς νά πηγαίνουν πρός αύτόν καί ήθελε νά δείξη είς τούς Αποστόλους, δτι περισ¬ σότερον Από αύτούς έκοπίασαν οί προφήται, λέγει «Άλ¬ λοι κεκοπιάχασι καί ύμεΐς είς τόν κόπον αύτών είσεληλύ- θατε» (Ίωάν, 4, 3θ) . Ο ”Αν κα) πολύ περισσότερον Από τούς προφήτας έκοπίασαν οί Απόστολοι, Επειδή δμως προ¬ ηγουμένως αύτοί έσπειραν τόν λόγον τής εύσεδείας καί έφείλκυσαν τάς ψυχάς τών Ανθρώπων, Ενψ ήσαν άδίδακτοι πρός τήν Αλήθειαν, ύπέρ Εκείνων καταλογίζεται ό περισ¬ σότερος κόπος.

Διότι δέν είναι τό Ιδιον πράγμα, δχι δέν εΤναι, τό νά ίλθη κανείς καί νά διδάξη έπειτα άπό τήν διδαχήν πολ¬ λών διδασκάλων καί τό νά καταδάλη αύτός πρώτος τόν σπόρον. Διότι τό μέν πρώτον, πού ήδη τό έχουν μελετή¬ σει καί έχει γίνει συνήθεια πολλών, θά έγίνετο εύκολώτε- ρον εύπρόσδεκτον (Από τούς Ακροατ άς) , τό δέ δλλο όμως πού διά πρώτην φοράν Ακούεται, θορυβεί τήν διάνοιαν τών Ακροατών καί προξενεί πολλά ς δυσκολίας είς αύτούς, Ε Τούτο λοιπόν είς τάς Αθήνας Εθορύβει το,ός Ακροατάς καί διά τούτο άπεστρέφοντο τόν Παύλον, κατηγορσυντες τον καί λέγσντες, δτι «Ξενίζοντά τινα εισφέρεις είς τάς Ακοάς ήμών» (Πρόξ. 17, 20) , Έάν λοιπόν τώρα πολύν κόπον καί κούρασιν παρέχει ή προστασία τής Εκκλησίας είς τούς διακυβερνώντας αύτήν, σκέψου ότι τότε ήτο διπλούς καί τριπλούς καί πολλαπλούς ό κόπος, όπόταν Οπήρχον κίν¬ δυνοι καί μάχαι καί ΕπιβουλαΙ καί συνεχής φόβος. Δέν εί¬ ναι δυνατόν, δχι δέν είναι, νά παραστήση κανείς τήν δυ¬ σκολίαν μέ λόγους, τήν όποιαν ύπέφερον Εκείνοι οί άγιοι τότε, άλλ’ Εκείνος μόνον θά τήν γνωρίση καλώς, πού θά λόβη πείραν αυτής 597 Α

4 Άς εΤπω όμως καί 5ιά τέταρτον στέφανον, όποιος προήλθε πρός χάριν μας άπό τήν Επισκοπήν αύτήν. Ποϊος λοιπόν είναι αύ'ίός; Τό δτι τού Ενεπιστεύθησαν τήν πα¬ τρίδα μος. Διότι, τό νά κοβερνήση κανείς μόνον καί Εκα¬ τόν Ανθρώπους καί πευτήκοντα είναι Επίπονον. Τό νό όνο λάβη όμως πάλιν τόσου μεγάλην καί δήμον, ό όποιος έχει

ΙΗΛΝΚΟΓ ΧΗΓΪΟΣΤΟΜϋΙ'

διακοσίας χιλιάδας άτομα,*1 πόσης άρετής καί σοφίας νο¬ μίζεις ότι άποτελεϊ άπόδειξιν τοΰτο; Καί όπως συμβαίνει είς τά στρατόπεδα, τάς φάλαγγας δείνας πού είναι πε¬ ρισσότερον βαοιλικαί καί πολυάριθμοι τάς άναθέτουν πιό πολύ είς τούς Εμπειροτέρους στρατηγούς, έτσι λοιπόν κα!: τάς πόλεις πού είναι μεγαλύτεροι καί πολυάνθρωποι, τάς Εμπιστεύονται είς τούς δοκιμωτέρους άρχοντας.

Πρός τούτοις δέ μέγα ύπήρξε τό Ενδιαφέρον του θεού διά τήν πόλιν αύτήν, όπως τό άπέδειξεν Εμπράκτως. Τόν προϊστάμενον δλης τής οικουμένης άπόστολον Β Πέτρον" λοιπόν, είς τόν όποιον ΕνεχεΙρισε τάς κλείδας τής βασιλείας τών ούρανών καί του Επέτρεψε νά ίχη όλην τήν εύθύνην καί τήν Εξουσίαν, παρήγγειλε νά παραμείνη Εδώ πολύν χρόνον Ετσι ή ττόλιε μας ήτο Ισότιμος πρός δλην τήν οι¬ κουμένην δι’ αύτόν.

Επειδή δέ Ενεθυμήθην τόν άπόστολον Πέτρον, είδα νά πλέκεται ήδη καί πέμπτος στέφανος Εξ αύτού' σύτός δέ είναι, τό ότι μετά άπό Εκείνον αύτός Εδώ άνήλθεν είς τόν θρόνον. "Οπως δέ όταν κανείς Εξάγη Εκ τών θεμελίων κάποιον μεγάλον λίθον, σπεύδει ευθύς νά τόν άντικατα- στήσρ πάντως μέ κάποιον άλλον Ισον είς τό μέγεθος, άν δέν βέλη νά σαλεύοη δλην τόν οίκοδομήν καί νά τήν κάμη σαθροτέραν, έτσι λοιπόν καί ή χάρις τοϋ άγίου Πνεύματος, Ενφ Επρόκειτο νά άποδημήση άπ’ Εδώ ό άΐτόστολος Πέ¬ τρος, τόν άντ «κατέστησε μέ άλλον Ισότιμον πρός Εκείνον διδάσκαλον, διά νά μή γίνη σαθροτέρα ή ήδη άνεγερθεϊσα οίκοδομή Εξ αίτίας τής άσημότητος του μέλλοντος 6ια- δόχου.

Ήριθμήσαμεν λοιπόν πέντε στεφάνους, πού πρσέρ-

33. Αν 3Χκρ£>β κβνίΐς βτ:, ν&χλ τκ πο?·3ματ* τοϋ οίκςνομ^λ^νο·, Κυζηςίδ. 3 ίϊλν,θυαμΖρς -ίμ γ9)ς **-ά Ιτη ζδτ* ϊνήοχ*ιο «I; 21(1 τλ ?(**·) ίχβϊο^ιίρι* 4ιβ?ώ™ν, ί Ιριθμίς ίύτ4ς τών 200 χιλί^οη ένθρώ- τΐ,; Άντιο^ίας ί'νις 1·Λ νλ ΥΛ-.οΑεΙξγ, τό μ4-*θος

χαΐ τή,ν ττ.νΑ·ι·Λιτ γλ *4τ<ί<\ σν.έοιι πρός &λλα; *>γχ?ά*«ι; -γ.-. πόλκ;

χύομου, ΒΧλ. κυΖ.ΝΕΤδ δίτποπδ, Μούειπ Εοοηοτπΐο όπονίΗ

-- Σόγχρον©; ΟΖχΰνομιχή Άν^ΛΤηξι;, Άβήν«ι, 3, 34

.14, Ό Ιβρός Χ?ϋαόα·:ο{·.ος Χ»1 πολλοί Λλλοι κ*ϊέ&ΐς, -**> βεαλίγ^ι ·% ’Κχχλη^ίϊί. «υμρώνω; πρό; »&ς λόγον: ΚννΪ3» πρό; τόν 1«ά- πολ<ι·. Πέτρον. Ιποααλοίν ζύιδ/ έη ωτίτην, % Αρχηγόν ’Κχχλν;ο·:»ς ίΐ- λϊ]ί. Τ6 προιτεΐΕν τοΟτο όέν ΙιπΕίΙίας» τό άξίΓϋμα τών Λλλ ων 4πο·3τίλ<ι>ν . 'Ε». τβ» μβτ»γεν£ί3 -Αρκ,\ ό* ίιτοχ4π«ι>ν ιών π4λ«.,ν «Ις ιΑς όχς(α; I χήρΐίξζ ί«4χ!ιϊΐς ό ϊπόπτοΑνς ΙΙέτρύς <Λ3«Ιί ΙΧλ-ηρσνόμτ,σι τό 4|£ω]ΐι «!}- τρ, πολύ π*ρ<«3ότΕρον δέ 3ίν τό έ*λ.7;·ρενόμΐΐ«ν ό έπί-^/.οιι ν; τ¥)ς Ρώμης, ίΐς τόν όποΐρν ιιόνον Α^οηιια τι*·,·!!;, Ας ίπηχόπα» τΐ(; π,οΜτβϋο^ης τοδ ιότ* ρωμ*Τι«Λ χράτβ·»;, *νεγνΑριζίΛ Ά *λλο: έπ<«ςν«ι τ«ί; ΊίχκλΜίχς.

,11 ΚίΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟΝ ΤΟΝ ♦ίΚΟΦΡΡΟίί

χονται άπό τό μέγεθος τοϋ άξιώματος, άπό τήν άξίαν τών χε ιροτονησάντων, άπό τάς δυσκολίας τοϋ καιρού, άπό τό μέγεθος τής πόλεως καί άπό τήν άρετήν Εκείνου πού τοϋ Ενεπιστεύθη την Επισκοπήν. "Ολους αύτούς άφοϋ τούς πλέξη κανείς είναι δυνατόν νά τούς κάμη καί Εκτον καί έβδομον καί άλλους άκόμη πιό πολλούς άπ’ αάτούς, άλλά διά νά μή καταναλώσω μεν δλον τόν χρόνον κάμνοντες λό¬ γον περί τοϋ Επισκοπικού άξιώματος καί ξεφύγωμεν άπό τήν περί τήν τοϋ μαρτυρίου του ύπάθεσιν, έλα λοιπόν νά άκούσωμεν τά περί τού άθλου Εκείνου.

Ο Άνερριπίσθη λοιπόν κάποτε πόλεμος*5 δύσκολος κατά τής Εκκλησίας, ό όποιος Εξηπλώθη είς τήν γην σάν βαρυτάτη τορανυΐς καί όλοι συνελαμβάνοντο Εν μέσρ άγο- ρρ, χωρίς νά κατηγοροϋνται διά καμμίαν παράβασιν, διό ιό ότι άπαλλαγέντες άπό τήν πλάνην τής άσεδείας διά τό ότι άπεμακρύνθησαν άπό τήν θρησκείαν τών δαιμόνων, διά τό δτι Εγνώρισαν τόν άληθινόν θεόν καί προσεκίνησαν τόν ΥΙόν αύτοϋ τόν μονογε καί Εκείνα διά τό όποια έπρε¬ πε αυτοί νά στέφανου νται καί νά θαυμάζωνται καίνάτιμών- ται, δι’ αύτώ ετιμωροϋντσ καί άπειρα περιεβάλλοντο κακά όλοι όσοι Επεδέχθησαν τήν πίστίν, πολύ περισσότερον ο| προεστώτεε τών Εκκλησιών. Διότι ό διάβολος, πού εί¬ ναι κακούργος καί πονηρός είς τό νά τεχνάζεται τοιαύτας Επίβουλός, άνέμεινεν δτι Εάν άπομακρύνη τούς ποιμένας, εύκόλως θά ήμπορέση νά άφανίση τά ποίμνια, Ε ’Αλλ’ ό θεός ό συλλαμβάνων τούς σοφόύς Εν τή πανουργίφ αύ- τών. Επειδή ήθελε νά τού δείξη δτι δέν ιώβερνοϋν άνθρω¬ ποι τας Εκκλησίας του, άλλ' Εκείνος είναι πού ποιμαίνει τούς είς κάθε τόπον πιστεύοντας εΐζ αύτόν, Επέτρεψε νά γίνη αύτό, ώστε όταν δή νά μή Ελαττώνεται ή πίστις μέ τό νά συλλαμβάνωνται Επίσκοποι, οϋτε νά καταπαύη τό κήρυγμα, άλλά περισσότερον νά αύξάνη, 59β Α νά μάθρ τότε άπ’ αύτά τά ίδια τά πράγματα καί αύτός καί αύτοί πού τόν ύπηρετοΰν είς αϋτά, δτι δέν εΤναι άνθρώπινα τά Ιδικώ μας, άλλ’ ότι ή ύπόθεσις τής διδασκαλίας τών χρι¬ στιανών έλκει τήν καταγωγήν της άνωθεν, Εκ τών ούρα- νών καΐ^ ότι ό θεός είναι Εκείνος πού όδηγεί τάς Εκκλη¬ σίας καί ότι αυτός πού πολεμεΐ κατά τοϋ θεοΰ, δέν είναι δυνατόν ποτέ νά ύπερισχύση!

Καί όχι μόνον αύτό τό κακούργημα διέπραξεν ό διά¬ βολος, άλλά κοί άλλον, δχι μικρό τερον άπ’ αύτό. Διότι

ΙϋΑΛΝΟΓ ΧΗΓΣΟΣΤΟΜΟΓ

δέν άφησε νά σφάζωντσι οΐ Επίσκοποι είς τάς πόλεις τάς όποίας Εκυβέρνων, άλλά τούς Εφόνευεν δδηγών αύτσύς είς ξένην χώραν. *Εκαμνε δέ τούτο Επειδή έσπευδε νά τούς καταστήση χωρίς τά άπαραίτητα καί Επειδή ήλπιζε νά τούς κώμη άοθενεοτέρους μέ τόν κόπον τί*|ς δδοιπορίας, πράγμα πού έπραξε καί μέ τούτον τόν άγιον. Β Διότι άπό τήν πόλιν μας τόν Εκάλεσεν είς τήν Ρώμην, κάμνοντάς του πιό μακρυνήν τήν όδοιπορίαν καί άναμένων μέ τό μή¬ κος τής δδοΟ καί τό πλήθος των ήμερων νά καταβάλη τό φρόνημά του, μή γνωρίζων ότι, έχων ό άγιος συνταξιδιώ¬ την καί συνοδοιπόρον του τόν Ί ήσουν τής τόσον μεγάλης του όδοιπορίας, Εγίνετο περισσότερον ίσχυρός καί παρείχε μεγαλυτέραν άπόδειξιν τής δυνάμεως τοϋ θεού, τήν όποί- αν είχε μαζ( του καί κατήρτιζε τάς Εκκλησίας περισσό¬ τερον. Διότι αΐ πόλεις5* α| εύρισκόμενσι καθ’ όδόν άπ’ δ- που θά διήρχετο ό άγιος συναζόμενοι άπό παντού, ήτοί- μαζσν τόν άθλητήν καί τόν Εξαπέι^ελλον μέ πολλά Εφό¬ δια, συναγων ιξό μένα ι μαζί του είς εύχάς καί μεσιτείας πρός τόν Θεόν. Αί ϊδιαι δέ Ελάμβανον πσλλήν παρηγοριάν μέ τό νά βλέπουν τόν μάρτυρα νά δαδίζη μέ τόσην πολλήν προθυμίαν είς τόν θάνατον, μέ όσην εϊναι έπόμενον νά τρέ- χη Εκείνος πού καλείται είς τά ούράνια δώματα. Καί άπό τά πράγματα ^πληροφορούντο καί τήν προθυμίαν καί τήν φαιδρότητα τοϋ άγιου Εκείνου, δτι 6έν ήχο θάνατος Εκεί¬ νος είς τόν όποιον κατηυθύνετΟ, άλλά άποδη’μία καί μετά- στασις καί άνάόασις είς τόν ουρανόν. Καί άφοΟ Εδίδασκεν αύτά καί διά των λόγων καί διά των έργων άνεχώρει είς κάθε πόλιν.

Καί αύτό πού συνέβη μέ τούς Ιουδαίους, δταν έδεσαν τάν Παύλον καί τόν έστειλαν ε(ς τήν Ρώμην, Ενόμιζον ότι τόν έστειλαν είς τόν θάνατον, τόν έστελαν όμως διδάσκα¬ λον είς τούς Εκεϊ κατοικοΰντας Ιουδαίους, τούτο λοιπόν έγινε καί μέ τόν Ιερόν Ιγνάτιον. Ο Διότι όχι μόνον είς δ- σους κατοικούν είς τήν Ρώμην, άλλά καί είς Εκείνους πού κατοικούν δλας τάς Ενδιαμέσους πόλεις Επορεύετο θαυμά¬ σιος διδάσκαλος, πείθοντας νά καταφρονούν τήν παροΰ-

36. Μ;ρϊ ι4]ς *<ίίρο|ΐί|ί ϊ,-λ 'Λν-ιιβχβίας ίίς ΡοΤμν,ν -6Π Ί

ΤΊΛΤίοα, {λέπι ίίδλίον ΧΟ0 νΛί'(ϊ]γνι ιαΓί II, Χρήπϊαυ , Ίγν£”1&£ Ά’Λιο· χβία;, ΟίΜΛλονίχη 1970, ο. 24—30, ϊκδοσιν -<Λ η^ΐριιρχιχοβ Ίδρβμα-

Μ»·:ΐριχΛν ΐ4β*βτι?ιν. Κπ*. -ιήν 3ι«ίρομ,ήν Βέ -αΉην, παρ’ £λ«; τλ< ίυ-τ/Λλου; ονΟήχα; τοΰ τ«ϋ<3£ί,υ «·, 6 1. 'Τγ^τχί ί-,-ρπύε ιώ; *|ΐ;ς έηΐί. ίηι- ·2"0α·£; : ΙΙρί; »Κ **<;«>!>£. ΙΒαγΜμι#- Ί'ραλλιχνούς, ΡιομαΙοιις, ΙΐΑοίβλ- νΕ?;. 1|ίνρναίθ!>; χ*ί Ηρός ίίολιϊ* ιβφτβν. |ΐ«ρ«ρ« έπίαχοιι^ τΐ|^ πί·

ΐ£ΐ»ί Σμύρνης.

ΒΙ2 ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟΝ ΙΌΝ «ΚΟ*Μ*0Ν

σαν ζωήν καί νά μή θεωρούν σημαντικά πράγματα τά όρα- τά καί νά ποθούν τά μέλλοντα, νά βλέπουν είς τάν ουρα¬ νόν καί νά μή προσέχουν κανέν Εκ των κακών τοϋ παρόν¬ τος βίου. Αύτά λοιπόν καί άπό αύτά άλλα πιό πολλά δι- δάσκοντάς τους Επορεύετο σάν ήλιος πού άνατέλλει άπό τήν άνατολήν καί τρέχει πρός τήν δύσιν καί μάλλον πιό φαιδρός άκόμη άπό τόν ήλιον, διότι αύτός μέν Ιτρεχεν Ε¬ πάνω παρέχων φως αίσθητόν, Ε Ενφ 6 άγιος Ιγνάτιος έλαμ¬ πε κάτω είς τήν γην Εκτοξευων είς τάς ψυχάς νοητόν φως διδασκαλίας. Καί Εκείνος μέν όταν πορευθη «Ις τά μέρη τής δύσεως κρύπτεται καί άμέσως προκαλεΐ σκότος, ένψ αύτός μεταβάς είς τά μέρη τής δύσεως άνέτειλεν λαμπρό¬ τερος άπ’ Εκεί, εύεργετήσας τά μέγιστα τούς είς τά Ενδιά¬ μεσα τής όδοϋ εύρεθέντας, καί δταν Επάτησε τό πόδι του είς τήν πόλιν, τήν Εδίδαξε κα| Εκείνην νά φιλοσοφή.

Διά τούτο ό Θεός του Επέτρεψε νά τελειώση Εκεί τήν ζωήν του, ώστε 6 θάνατός του νά γ[νη 599 Α διδάσκαλος εύσεβείας είς όλους τούς κατοίκους τής Ρώμης. Διότι Εσείς Εδώ μέ τήν χάριν τού Θεού, δέν είχατε άνόγκην καμμιάς άποδείξεως, Επειδή είχατε έδραιωθή είς τήν πίστιν' οί κά¬ τοικοι τήε Ρώμης δμως, Επειδή ύπήρχε πολλή άσέβεια τό¬ τε Εκεί, είχον άνόγκην περισσοτέρας βοηθείας. Διά τοΰτο καί ό Πέτρος καί ό Παύλος οί άπόστολοι καί μετά άπό Ε¬ κείνους αύτός, δλοι Εκεί Εσφαγιάσθησαν, άφ’ ένός μέν διά νά καθαρίσουν Εκείνην τήν πόλιν μέ τά αίματά των, τήν μολυσμένην μέ τά αΐματςμτών ειδώλων, άφ’ έτέρου νά δώσουν έμπρακτον μαρτυρίαν τής άναστάσεως τού σταυ- ρωθέντος Χριστού, άφοϋ έπεισαν τούς κατόΓκους τής Ρώ¬ μης, ότι δέν θά περιφρονούσαν τήν παρούσαν ζωήν, Β άν δέν ήσαν δαθέως πεπεισμένοι, ότι Επρόκειτο νά άναβούν είς τόν Εσταυρωμένον Νησουν και νά·τόν δοΰν εις τούς ού- ρανούς. Διότι άποτελεϊ πράγματι μεγίστην άπόδειξιν τής άναστάσεως τό γεγονός δτι ό σφαγιασθείς 1 Ιησούς Επιδει¬ κνύει τόσην δύναμιν μετά θάνατον, ώστε νά πείση Ανθρώ¬ πους οΙ όποϊοι ζούν νά παραβλέψουν χάριν τής όμολογίας των είς αύτόν καί πατρίδα καί οικίας καί φίλους καί συγ¬ γενείς καί νά προτιμήσουν είς τήν θέσω των τερπνών τού βίου μάστιγας καί κινδύνους καί θάνατον. Αύτά βυως τά κατορθώματα δέν ήσαν κανενόε νεκρού, ούτε άνθρώπσυ πού παρέμεινεν είς τόν τάφον, άλλά άναστάντος καί ζών- τος, Διότι, πώς δικαιολογείται τό γεγονός δτι, δταν μέν !ζη νά τόν προδώσουν δλοι οί άπόστολοι πού Λσπν μαζί του, οί όποιοι ένεκα τού φόβου των έγιναν άσθενέστε-

ΙϋΑΝΝΟΓ ΧΙ'ΪΣΟϋΤΟΜΟί «4

ροι καί έφυγον Εξαφανισθέντες, δταν δΐ άπέθανε, βχι μό¬ νον ό Πέτρος καί ό Παύλος, άλλά καί ό Ιγνάτιος, δ όποιος αϋτε κδν τόν είδε,37 ούτε κδν άπήλαυσε τής συναναστρο¬ φής του νά δείξουν τόσην προθυμίαν ύπέρ αύτοΟ, ώστε νά δώσουν δι’ αύτόν καί αύτήν τήν ζωήν των;

5. Διό νά μάθουν λοιπόν αύτά Εμπράχτως οί κάτοι¬ κοι τής Ρώμης, Επέτρίψεν ό θεός νά λάβη τό τέλος του ό άγιος Εκεί. "Οτι αύτός εΐναι ό λόγος πού έγινεν έτσι, θά προσπαθήσω νά τό βεβαιώσω τοϋτο άπό τόν Γδιον τόν τρόπον τοϋ θανάτου. Διότι, δέν κατεδικάσθη νά άποθάνη έξω των τειχών" είς κάποιο βάραθρο, οΰτε είς τό δικα- στήριον, ούτε είς κάποιαν γωνίαν, Ο άλλ’ είς τό μέσον τοΰ θεάτρου, καθ’ ήν στιγμήν Επάνω Εκάθητο όλη ή πόλις, ύ- πέμεινε τό μαρτύριον, άφοΟ άφέθησαν Εναντίον του θηρία, ώστε στήνοντας τό τρόπαιον τής νίκης του πρό των όμμά- των δλων των θεατών, νά τούς κάμη μιμητός των κατορ¬ θωμάτων του, όχι μόνον άποθνήσκων γέννα ίως, άλλα καί Εύχαρίστως. Διότι, δχι ώς μέλλων νά άποχωρισθή άπό τήν ζωΛν, άλλ’ ώ ς νά Εκαλείτο είς ζωήν καλυτέραν καί πνευ- ματικωτέραν, τόσον εύχαρίστως Ε έβλεπε τά θηρία. Άπό ποΟ γίνεται φανερόν τούτο; Άπό τούς λόγους πού εϊπεν, δταν Επρόκειτο νά άποθάνη. Διότι, δταν ήκουσεν ότι τόν άναμένει αύτός 6 τρόπος τής τιμωρίας, «Έγώ, έλεγε, θά επωφεληθώ άπό τά θηρία Εκείνα». Διότι, τέτοιοι είναι οΙ κατεχόμενοι άπό έρωτα, δ, τι καί άν πάσχουν διά τά πρό¬ σωπα πού άγαποϋν τό δέχονται μέ .τύχαρίστησιν καί φαί¬ νονται δτι τότε διακατέχονται άπό Επιθυμίαν, δταν πολύ π ιό δύσκολα είναι τά γεγονότα, πράγμα πού συνέβη λοι¬ πόν καί μέ αύτόν. Δ.οτι, όχι μόνον είς τόν θάνατον. 600 Λ άλλά καί τήν προθυμίαν έσπευδε νά μιμηθρ τούς άπο- στόλους καί Επειδή ήκουσεν ότι δταν Εμαστιγώθησαν Εκεΐ-

. ], " Γγνίιιο^ &έν 5 :5ϊ ϊ4ν ΚΊριο,, 1λ/,4 μόνών 3!;ν*ν*5ϊρΛ?Τ|

\ν>; ττΛττίΛβϋζ. χΓ·ιρ·{>ν δΐ ΐού-ο $»|-!Ϊ>ς χναιράΐ ιήν *λνκοχ£?{*ν πού |ΐ»ί ιτζρ=χί·. 1»μ*/ιιν >, ΜΕ-3ΐς.ρ4;<ής < ·.' χιών.) ν.χ’ Λλλή, μΐΥαγΒνέο ·Μ6ΐ •Λ'τγρχφ*:;. ( Ίγν*ίΐα; ή-£. τί ^ ί,Λοίον ==-»,« τ.& -*ν 4

,η,' κα! £.π*ι ·ΊιΑν '·,ή Χλ; γίνη-αΟ* ιής -4 π·*ι£!*, ή*

ί!3ίΑΐΙ»|·ΐί -ΐ; τήν 6«·.Αί(Λν -'?» οΰί·»νί7κ · (ΜχτίΙ. ΙΧ,2).

_3ίν “Κϊμ τκ.ν τ*</*ν έίίχν^Μ.ϋτ, >, Α-όοιβλε; Πχιΐλ',; ί.ς Ρι,,μαίο; ί"** Ί1"- Ιι,,Ίΐ*ί|^ πε·Λ\ΐχ: ϊ^-ϊΑ^Ον-Γ; έρπι 4γΛ 'β£/.ή ΐϊ|ί ?ιΓιμτ)·;

ί'^^νι 4νΓ|Ί ν. ΑλΟλά /.χ\ λ* Άνχ-αλΙΐχι έθ-ΛναϊυΟντο <♦-*». ρ.;.7=.-,; **! ϊν:>.; :ή; .τίλι»;. “Κίο: Ιΐέ-ροί 1=·;«αίώ0·>; ί

,.ΆΊ'„ Ξίζ ν,·> *>?Ον ~Λ>-, Ιί*«ΖΚνθ{«. ΪΤ.-Μ •ΙΓΪρ/'ΙΜν 7ΛΪ Γΐ;|ΙίΜν λνό|1>, /ί,«ι»,η.ριο χχ! γ; ίχίΐλίχί, -ΛΊ Αγίου ΓΙίιρσυ, τ^ν Κνα\χ* ίΐ«5$νηί*ν ** ϊ·ϊ',Λ< 'Τ:- ' Αν*γ =',·.υ'·οα !·.- '.■· .:£ΐ·ίφι,·η: Η4λλ«!Ϊ/νχ·.

»>: Μι/ϊ',Α '

Λ ΜΙ ΤυΝ ΑΓΙΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟΝ ΤΟΝ ΛΚΟ^ΟΓυΝ

νοι άνεχώρησαν χαίροντες, ήθέλησε καί αύτός δχι μόνον είς'τόν θάνατον, άλλά καί είς τήν χαράν νό μιμηβτ διδασκάλους. Διά τούτο έλεγε, «θά έπωφεληθω Λτιό τά &ηρ(α». Ένόμιζε δέ μάλ.στα, δτι τά στόματα των θηρίων ήίίαν πολύ πιό ήμερα άπό τήν γλώσσαν του τυράννου και πολύ εδλογα. διότι αύτή μέν προσεκάλει είς τήν γίητναν, ένψ τά στόματα έκείνων έστελλον πρός τήν βασιλείαν των

Ρ "Οταν έτίλείωσε τήν ζωήν του έκεί, μάλλον άνέβη είς τόν ούρανόν, έπανέκαμψε λοιπόν έδώ έστεφα νωμένος. Διότι καί τούτο ήτο οίκονομία θεού, τό νά έπιστρέψη δη¬ λαδή αύτόν πάλιν είς ήμάς καί νά άπονε [μη τόν μάρτυρα ε(ς τάς πόλεις. Β Καί ή μέν Ρώμη έδέχθη τό αίμα τό όποι¬ ον έσταζε, ένφ σείς έτιμήθητε μέ τό λείψανόν του. Απη- λαύσατε έσεϊς τήν έπισκοπικήν του φροντίδα, άπήλαυσαν πάλιν έκεΐνοι τό μαρτύριόν του" έκεϊνοι τόν είοον άγωνι- ζόμενον καί νικώντα καί στεφσνούμενσν , τόν έχετε δή έσεις διά παντός, Τόν άπεμάκρυνε δι’ άλίγον ό θεός καί μάς τόν έχάριυε μέ περισσοτέραν λαμπρότητα. Καί δπως οί δανει¬ ζόμενοι χρήματα έπιστρέφουν μέ Τόκον έκεΐνα πού δανεί¬ ζονται, έτσι καί ό Θεός, χρησιμοποιήσας_ δι’ όλ(γον_ χρό¬ νον τόν τίμιον τούτον θησαυρόν άπό σάς καί άφού τόν έδειξεν είς έκείνην τήν πόλιν, σας τόν έπέοτρεψε μέ μεγα- λυτέραν λαμπρότητα. Διότι έξαπεστείλατε έπίσκοπον καί ύπεδέχθητε μάρτυρα ^ τόν έξαπεστείλατε μέ προσευχής καί τόν ύπεδέχθητε μέ στεφάνους καί δχι μόνον έσεις, άλ¬ λά καί δλαι αί Ενδιάμεσοι πόλεις. Διότι,. πώς, νομίζετε, δτι θά διέκειντο βλέπουσαι νά Επιστρέφη τό λείψανόν; πόσην εύχαρίστησιν έκαρπώθηοαν; πόσην άγαλλίαοιν; μέ πάσας Επευφημίας νά Επευφημούν άπό παντού τόν στεφσνίτην, Διότι, ώς άθλητήν γενναϊον πού κατενίκησε τούς άντιπά- λους του όλους καί Εξήλθε ν άπό τό σκάμμα των άγώνων μέ λαμπρόν δόξαν, δεχόμενοι αύτόν άμέσως οί Θεαταί, 6έν τόν άφήνουν ούτε νά πατήση είς τήν γην, άλλά τόν μετα¬ φέρουν είς τόν οίκον του Επί των ώμων καί τόν Εγκωμιά¬ ζουν μέ άπειρα Εγκώμια, έτσι λοιπόν τότε καί τόν ί) άγιον Εκείνον άπό τής Ρώμης αί πόλεις καθ’ έξης διαδεχόμενοι καί φέρουσαι αύτόν Επί των ώμων μέχρι τής πόλεως αύ- τής Εγκωμιάζουσαι τόν στεφανίτην, άνυμνοϋσαι τόν άγω- νοθέτηγ Χριστόν κα| περίγελώσαι τόν διάβολον, διότι τό τέχνασμά του είχεν άντίθετα άποτελέσματα καί αύτό πού Ενόμιζεν ότι θά γίνη είς βάρος τοϋ μάρτυρος, τούτο συνέ¬ βη είς αύτόν.

5

Ι8Α.νΚ0Τ χντηιζτοιίυΐ'

Ιί(2 ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟΝ ΤΟΝ «ΒΟΦΟΙΌΜ

Η*>

Καί τότε μέυ άλας Εκείνος τάς πόλεις ό άγιος ώφέλη- σε καί ήνώρθωσε' άπό τότε δμως καί μέχρι τής παρούσης ή μέρας πλουτίζει τήνι πάλιν μας" καί όπως συνεχής θη¬ σαυρός, άν καί δαπανδται δλην τήν ήμέρσν, δέν εξαντλεί¬ ται καί όλους τούς κάμνει εύπορωτέρους, Ιτσι λοιπόν καί ά μακάριος αύτός άγιος Ιγνάτιος, άφού γεμίση δλους Ε¬ κείνους πού σπεύδουν πρός αύτόν μέ εύλογίας, Ε παρρη¬ σίαν καί γενναίου φρόνημα καί πολλήν άνδρείαν, Εξαπο- στέλλει πίσω είς τήν οΙκίαν των.

νΟχι μόνον λοιπόν σήμερον, άλλά καί κάθε ήμέραν άς δαδίζωμεν πρός αυτόν, δρέποντες άπ' αύτόν πνευματικούς καρπούς. Διότι είναι δυνατόν Εκείνος πού καταφθάνει Εδω μέ πίστιν νά καρπωθη μεγάλα άγαθά. Διότι όχι μόνον τά σώματα των άγίων, άλλά καί αύταΙ αΐ λάρνακες αύτών εί¬ ναι πεπληρωμέναι πνευματικής χάριτος. Διότι, Εάν τούτο συνέβαινεν Επί τού Έλισσαίου, τότε πού μέ τό νά άγγίξη 6 νεκρός τήν λάρνακα έθραοσε τά δεσμά του άδου καί Επα¬ νήλθε ν είς τήν ζωήν, πολύ περισσότερον τώρα πού ή χάρις εΤναι δαψιλεστέρα 401 Α καί περισσοτέρα ή Ενέργεια τοϋ Πνεύματος είναι δυνατόν νά Εφελκύση πολλήν δυναμιν Εκεί νος που θά άγγίξη μέ πίστιν τήν λάρνακα του άγίοο. Διά τούτο σας άφηοεν 6 θεός τά λείψανα των άγίων, Επειδή ήθελε νά μάς χειραγωγήση είς τόν ζήλον πού εΤχον καί Εκείνοι καί νά μάς χαρίση κάποιον λιμένα καί παρηγορίσν άσφαλή διά τά συνεχώς Επισκεπτόμενα ήμάς κακά.

Δι’ αύτό καί σας παρακαλώ δλους Εσάς είτε εύρίσκε- ται κανείς είς άθυμίαν, είτε είς άοθένειαυ, είτε είς δυστυ¬ χίαν, είτε είς κάποιαν άλλην βιοτικήν περ ίσιασιν, είτε είς βάθος Αμαρτιών, άς Ιλθη Εδώ μέ πίστιν καί όλα Εκείνα θά τά άπωθήση καί θά Επιστρέψη μέ πολλήν εύχαρίστησίν κάμνοντας τήν συνείδησίν του Ελαφροτέρσν άπό μόνον τήν θέαν πού άντίκρυσε. Β Μάλλον δμως 5έν πρέπει νά έρχων- ται Εδώ δσοι εύρί σκόντα ι είς δυσκολίας, άλλά εΓτε ε βρίσκε¬ ται κανείς είς εύθυμίαν, είτε είς δόξαν, είτε είς άξίωμα- .είτε είς παρρησίαν πολλήν πρός τόν θεόν, οΟτεχιύτός δέν πει νά περιφρονή τήν ώφέλειαν, Διότι όΐ£Τ έλθη Εδώ κα* δή τούτον τόν άγιον θά ίχη σταθερά τά καλά, πείθοντας τήν ψυχήν του νά μετριοφρονη Ενθυμούμενος τά κατορθώ¬ ματα τού άγιου καί νά μή άφήνη τήν ψυχήν του νά Επαίρε- ται άπό τά κατορθώματά της. Δέν εΤναι . δέ μικρόν πράγμα οΐ εύημερούντες νά μή κομπάζουν διά τήν εύτυχίαν των, άλλά νά γνωρίζουν νά ζοΰν μέ μέ- τρον αύτήν. "Ωστε λοιπόν εΐναι είς όλους χρή¬

σιμός ό θησαυρός, κατάλληλον τό καταγώγιου,46 διό μέν τούς πταίοντας νά Απαλλαγούν άπό τάς δοκιμασίας, διά δέ τούς εύημεροΰντας νά Εχουν άσφαλή τά άγαθά τους, διά τούς άρρωστους νά άποκτήσουν Εκ νέου τήν ύγείαν των, διά τούς ΟγιεΤς νά μή Αρρωσταίνουν, καί άναλογιζό- μίνοι όλα αύτά, άς προτιμώμεν άπό κάθε τέρψιν καί εύχα- ρίστησιν τάν Εδώ παρουσίαν μας, ώστε συγχρόνως νά ήμπο- ρέσωμεν καί νά εύφραινώμεθσ καί νά κερδΚωμεν Εδώ, Εκεί δ| νά γίνωμεν σύσκηνοι καί όμοδίαιτοι τών άγίων αύτών μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, μετά τού όποίου εις τόν Πατέρα καί είς τό άγιον Πνεύμα πρέπει δόξα, τώρα καί πάντοτε καί είς τούς αΐώ- νας τών αίώνωυ. ’Αμήν.

!1*ϊ Κ»-«7ι*,Τι'"Λ Ίνβρίζβι “ον ·η&ι. δίί'ίί ΐϊρίαχ&’,τ* ί| λάρνχξ Κ-ϊΙ-

•4 -Ιμια -εΟ ίγία Ιγνατίου.

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΝ ΑΠΟΙΣ ΠΑΤΕΡΑ ΗΜΩΝ ΕΥΣΤΑΘΙΟΝ40 ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΓΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ

Α 1. Κάποιος σοφός άνθρωπος11 καί γνωρίζων νά φιλοσοφή, μελετήσσς μέ άκρίβειαν τήν φύσιν των άνθρωπί- νων πραγμάτων καί κατανοήσας τήν σαθρότητα αυτών καί δτι φύσις) αΰτη τίποτε δέν έχε» πιστόν, οΟτε βέ¬ βαιον, προτρέπει όμοΰ δλους τούς άνθρώπους νά μή καλο¬ τυχίζουν κανένα πρό τού θανάτου του. Επειδή όμως ό ά¬ γιος Εύοτάθκς Ρχει ήδη άποθάνει, ήμποροΟμεν πλέον χω¬ ρίς φόβον νά τόν έγκωμιάσωμεν. Διότι, δν πρίν άπό τόν θάνατον κανένα δέν πρέπει νά μακαρίζη κανείς, μετά Θά¬ νατον διά τούς άξΙους δ μακαρισμός δέν διατρέχει κίνδυνον άποτυχίας. Διότι διεπέραοε πλέον χάν εΰριπον τών βιοτι¬ κών πραγμάτων, άττηλλάγη άπό τήν ταραχήν τών κυμά¬ των καί κατέπλευσεν είς εύδιον καί γαλήνιον λιμένα, Β δέν ύπόκειται είς τό άδηλον τοΰ μέλλοντος, ούτε εΤναι ύπεύ- Θυνος διά πτώσιν εις τό κακόν, άλλά οάν νά στέκεται τώ¬ ρα πάνω είς πέτραν ή κάποιον υψηλόν βράχον περιγελρ δλα τά κύματα. Ασφαλής λοιπόν ό μακαρισμός, άνεπίλη- πτον τό έγκώμιον' διότι δέν φοβείται νά ύποοτή άλλαγήν, δέν κινδυνεύει νά μεταπέση άπό τήν μίαν κατάστασιν είς τήν άλλην. Διότι ήμείς οί όποιοι εύρισκόμεθα άκόμη είς τήν ζωήν, οάν νά κινούμε θα είς τό μέσον του πε λόγους, ύποκείμεθα είς πολλάς μεταδολάς' καί δπως έκείνοι άλλο¬ τε μέν, δταν όγκοϋνται τά κύματα, Ανέρχονται είς τά ϋψη, άλλοτε δέ πάλιν κατεβαίνουν είς τόν βυθόν τής θαλάσσης, πλήν οΰτε έκεϊνο τό Οψος είναι άσφαλές, ούτε ή κάθοδος είς τόν βυθόν μόνιμος‘0 διότι καί τά δύο αυτά είναι άπο- τέλεομα ύδάτων κινουμένων καί μή ήρεμούντων/Ετσι λοιπόν

»ΙΚ ·«> *γιο; ΜοτΑΒιυ; έγίννήΐΐτ, =ί; ιήν 2ίδϊ{ν <ής |[χμφ·!>> ’ί;

\1 'ΛΊ<*ς. ' Κ>Τί'-ρσς^νή^ μι' 4ρ/ά; ιτιίτ/αΛΚ ; ΙΙβρ^Ιχ; τ.ί|ί ΣυρΙχ; χαΐ

·.>. Α2Λ 32·| τϊ|; πόλεΐι»; ΆΊΐιοχεί*;;. Ύαϊ,ρ;* Ινιί^λβ: ·>

ϊρίΐαν:3!·οΐ, λΛ^ίιν μέρος ίίρ ·;*,·< χ' Ιϊίχ®·»μ«πχί;ν ϊδνοίοΊ. Άρ·ιχν4ΐ ϊ"-! ϊκογ.3: κστΕ.δίχ^3.·ν -Αν δγιον βί; ’τή'ν έν Άν-ιοχβί* βυγκλΐ;»ί£οαν ΣΉοΐου ■Γ,ή ΐ!:5ί> καί ΚαΙΝ,ρϊί** αΛιόν, Λγ' χ·4ΐοχρ*ίθριτ(θ3 $ι*ι4γ|ΐαΕ><; έ .— έτ·ι /(,. '.ί,Ί ϊ-βρίχν ίΐς 'Γρχϊχνο·ΪΓ.ολ:'ί ΐΐ); '·™·> ρό Ιού

Ό Ιγιος Ινίιίίβιί; ^ρΑγμ-ϊτι η-Ίλος ί?«'ΐίο·ϊ'χς. #| ’Κν-

*λϊ4ο(ι τ:μ$ Τή·; μνΐ,ρην ·.',·> "·ί,ν 2) ν;ν 'Νέρουαρϊου.

41. ' ΓΊν-,υ»; -Αν Αιαιλέζ Σ^ο?νΓ·ν:α, ίο*,:ς χ>1 «ϋγγρχ^ί·*

μ ε ρ ϊΛ'ΐνί 4·.$λ!τι·ν -ί,ς. ΤΓ ΑιχΟήχη;, μίτ-ιξά V»·· '.ζτΛ«\ί >>ί * Ί-ϊκ/Στ,-η*· 37),;, ΑιίΜο·/ τΟ ’-.ηΖν /.^ηΊΐμΟΓ/Λ* Τ ι> ·■ ΧριΓόα-.ομο; ί·; τ.·χ(,ί'··χ

Κ1Ϊ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΕΙϊΤΛΟΙΟΙ. ΑΡΧΙΑ1Ι ΑΝΤΙΟ· ΒΙΑ*

κο) τά Ανθρώπινα, τίττοτε

-ίνΛΐ.ί β&«"ϊ'4 2λϊ?·»!

ΚΒ4·“.«·κν& άΤ» ·Χ“

σοΰν, έκεινος που £ΐ£ η , 5 στεναγμός. Ο

Δ^ΟττΙ^Μ ΓΐΑώνάΑΧαγής, «4ν

2Λ&Ϊ.ΪΓ Λ» 3 ~ ζ «

«αΙ β,ορκπίς άεί,Εκκλησ°ΤΓ|λ1θ),' Δ?£τ[;τ^Δ^, τ6

μ&^οΓίγνωοτοο <α| ή

1[6ο« διαβαίνπςη (Έκκληο. 9, 20) οΐ π.ψοομο

ό εις κατόπιν τού άλλου, τό πλήθος των άπασχολήσεων υίνα ό πόλεμος τών δαιμόνων όδιάκσπος καί αΐ έπαναστά- σΐιΓτώνπαθών συνεχείς, Δι' αύτά λοιπόν λέγει, «Προ^λευ- Τής μή μακάριζε μηδένα». Μετά θάνατον δμως τό νά μα- -ΛηΓΓη κανεΐΓ τόν άζιον μακφιομου είναι άσφαλές πρα- γμα καΓμάλλον^βχι άπλώς μΤτά^άνατον, άλλά θάνατον τέτοιον πού όπέοτη κανείς 2χων βίαν ^«φανωμένον, υέ όμολογίαν καί πίστιν άνυπόκριτον. Διότη έάν κανείς έμακάριζε τους άπλώς τελεοτήσαντας, πόσον μάλλον θά ίπρεπε νά μακαρίζη τούς τελευτήσανταε το^υτοτρόπως, Β Καί ποιος έμακάρισε. λέγει, τους άπλως άποθανόν- ιας, Ό Σολομών, ναί έκείνος 0 πάνσοφος Σολομών Κο^ μή άντιπαοέλθης χωοίο ποοσοχήν τό όνομά του, άλλά σκάψου ποιος ήχο καί πώς έζησε καί μέ πόσην Αευθεοίαν καί βνεσίν ίζη τόν οευστόν καί ταλαίπωρον τούτον βίον. Διότι έδοκίμασε κάθε είδους τρυφής καί όπενόησε παυτός ΐΤβους τρόπους ψυχαγωγίας καί ποικίλας καί πολυμόρ¬ φους Ιδέας τέρψεων εΰρε, τάς όποίας καί διηγούμενος, έλε- γεν «Ώκοδόμησά μοι οίκους, έφύτευσά μοι άμπελωνας. έ- ποίησά αοι κήπους καί παραδείσους, έποίηοά μοι κολυμοη- θρας ύδάτων, έκτησάμην δούλους καί παιδίσκας, καί οι- κονενείς ^γένοντό μοι κτήσεις βουκολίων καί ποιμνίων ίγένοντό μοι' Ο συνήγαγον άργύριον καί χρυσίον Ισα

Ι11ΑΝΧΟΓ ΧΡΓΣυΙΤΟΜΟΓ

ψάμμιρ' Εποίησά μοι άδοντας καί Αδούσας, οίνοχόσυς καί οίνοχοούσας». (Έκκλησ, 2, 4 - 8) . Τί έκαμε λοιπών αυτός ό ίδιος μετά άπό τόοον πλήθος χρημάτων, κτημάτων, τρυ¬ φής καί Ανέσεως; «Έμακάρισσ, λέγει, τούς Αποθανόντας ύπέρ τούς ζώντας καί Αγαθός ύπέρ τούτους δστις ούπω Ε- γένετο». Όντως Αξιόπιστος κατήγορος τής τρυφής αύτώς 6 όποιος μέ τέτοιους λόγους τήν καταδικάζει. Διότι, Εάν κανείς Εξ Εκείνων πού ζοΰν Εν πενίφ καί πτωχείφ κατεδίκα- ζε τοιουτοτρόπως τήν τρυφήν, θά Εφαίνετο όχι Αληθώς, άλλ* Εξ αΙτίας τής Απειρίας του Ατι Εκφράζει αύτάς τάς κα¬ τηγορίας. Όταν δμως αύτώς πού τήν Εδοκίμασεν ώλόκλη- ρον καί διερεύνησε κάθε κλάδον της, αύτώς είναι Εκείνος πού τήν καταφρονεί, Ο ή κατηγορία του θεωρείται χωρίς ύποψίαν. Καί ίσως νομίσετε, δτι μέ αυτά πού είπα ό λόγος έχει άπομακρυνθή άπώ τόν σκοπόν του. "Οταν δμως προ- σέξωμεν, τότε θά διαπιστώσωμεν δτι τά λεχθέντα Ιδιαιτέ¬ ρως μάλιστα συνδέονται μέ τήν ύπόθεσίν μας. Διότι δταν κανείς ώμιλη διά τούς μάρτυρας άναγκαϊσν καί Απαραίτη¬ τον είναι νά άναφέρη καί τούς περί φιλοσοφίας λόγους, Λέγομεν δέ αύτά, δχι διότι θέλσμεν νά κατηγορήσωμεν τήν παρούσαν ζωήν, μή γένοιτο, Αλλά τήν τρυφήν διότι, δέν είναι ή ζωή κακή, Αλλά τό νά ζή κανείς άσκόπως καί Επι- πολαίως.

Ε 2. "Ωστε, Εάν κανείς δι’ Εναρέτων Επιτευγμάτων καί διά τής Ελπίδος των μελλόντων Αγαθών ζήση τών πα¬ ρόντα βίον, θά ήμπορέση νά λέγη δπως ώ Παύλος, δτι «Τώ ζην Εν σαρκΐ πολλψ κρεΐσσον» (Φιλ. ί, 22), διότι τούτο είναι καρπός έργου, καθώς συνέδη καί μέ τόν μακάριον Ευστάθιον, ό όποιος καί τήν παροΰοαν ζωήν καί τόν θάνα¬ τον μετήλθε καθώς θά έπρεπε. Τών τελευταϊον τούτον δέ δχι είς τήν ίδικήν του, άλλ’ είς ξένην χώραν ύπέστη διά τόν Χριστόν1 605 Α τούτο είναι τό κατόρθωμα τών Εχθρών. Διότι, Εκείνοι μέν τόν Απήλασαν Από τήν πατρίδα μέ τόν σκοπών νά τόν Ατιμάσουν, αύτώς δμως Εγένετο λαμπρότε¬ ρος καί περιφανέστερος μέ αυτήν τήν Εστομάκρυνσιν, δπως τό Επέδειξαν καί αύτά τά πράγματα. Διότι τόσον ηύξήθη ή φήμη του, ώστε^ Ενφ τό σώμα του έτάφη είς Θράκην, ή μνήμη του νά άνθή καθημερινώς καί περισσότερον μεταξύ μας καί 6 μέν τάφος του νά εύρίσκεται είς Εκείνον τόν δάρ- δαρικόν τόπον, ό δέ Εντός μας πόθος του, οΐ όποιοι Εμπο- διζόμεθα άπό τόσον μέγα διάστημα, νά αύξάνη είς τάς καρδίας μας καθ’ ήμέραν μετά άπό τόσον καιρόν καί μάλ¬ λον, Εάν κανείς ήθελε νά πη τήν Αλήθειαν, ό τάφος του

Κ13 ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΚΓΪΤΑΟΐυΝ ΑΡΚΙΚΙΙ- ΑΝΤΙΟΧΚίΑΣ

Λ.Ι«» τοϋ Μ~· ·Λ|ος

ττυεηιίατικόε Ένώ δν Ερευνήσω τήν συνείδησιν του καθενός λΆ ™Ρ6ντΕς. Η ■*> «*“* «*

/γθροί τίποτε; Ότι δέν του έσδεσαν τήν δόξαν, Αλλά τήν Ικαμον λαμπροτέρσν καί μεγαλυτέραν, άντί ένός κατα- ακευάσαντες τόσους τάφους διά τών *γ·ΐον, τάφοος Εμψ^ νους τάφους όμιλούντας, τάφους πού έτοι^? ®Γ

νάμιμηθόΟν τόν ζήλον του; Διά τούτο Εγώ άποκαλω τά σώματα τών άγίων καί πηγάς καί ρίζας κα ι μυρα πνευμα¬ τικά. Έξ αΙτίας ποίσυ πράγματος δμως; Επειδή τώ καο ίν ΕΕ αύτών πού άνέφερα 6έν κατακρατεί διά τόν έαυτόν του μόνον τήν άρετήν του, άλλά τήν Εξαποστέλλει πολύ πιό μακράν, δπως π.χ. αΐ ττηγαΐ άνσδλυζουν μέν πολλά ν*οά. δέν τά κατακρατούν δμως Εντός τών κόλπων των Ο Αλλά γεννώντας μεγάλους ποταμούς -σμίγουν μέ τό πέλαγος καί ώς νά Εκτείνουν κάποιο χέρι των, μέ τό μήκος τούτων συλ¬ λαμβάνουν τά θαλάσσια δδατα. Ή ρΚα τών φυτών, Επί¬ σης, κρύπτεται μέν είς τά βάθη τής γης, άλλά δ^ν κοατει βλην της τήν άρετήν κάτω καί .μάλιστα τούτο συμβαίνει μέ τά κλήματα τπε Αμπέλου τά Αναροιχώμενα Διότι δταν Απλώσουν τούς κλάδους των Επάνω είζ ύψηλούς καλάμους Ιρποντας λοιπόν τά κλήματα μέ τά καλάμια Εκείνα πΡ°Χ^ ροΰν είς Αρκετών δ'άστημα, κατασκευά^οντα ούτω μέ τήν πυκνότητα τών φύλλων των είδος μεγάλης στέγης. Τέτοια είναι Επίσης καί ή φύσις τών μύθων, διότι καί αύτά πολλάκις εύρΙσκονται Εντός οίκίας. διαχεομένη δμως διά Κ τών παραθύοων ή εύωδία των είς τάς όδους καί είς τούς βρουίσκους καί τάς Αγοράς καί είς τούς διαβάτας. Αναγ¬ γέλλει τήν είς τά Εσωτεοικών άποκειμένην αύτών Αρετήν. ’6Αν δέ καί πηγαΐ καί ρίίαι καί φυτών καί Αρωμάτων φύ¬ σις Εχουν τόσην Ισχύν, πολύ περισσότερον Εχουν τούτο τά

Ι51ΑΝΝΟΪ ΧΡΤΖΟΖΤΟΝΚΚ

1011! Γ<ΐΛ ΑΓΙΟΝ ΚΪΧΙΆΗΙΟΝ ΑΗΧΙΚΙΙ, ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ!

72

σώματα των άγίων καί 6τι δέν Αποτελούν ψευδός αύτά πού λέγω, μάρτυρες δι’ αύτό εΤσθε Εσείς. Διότι τό μέν σώμα τού μάρτυρος εύρίσκεται είς Θράκην, σεις δμως πού δέν εύρίσκεσθε Εκεί, άλλά πολύ μακράν άπό τήν χώραν Εκείνην, αίσθάνεοθε τήν εύωδίαν του άπό τόσον μακράν καί διά τούτο συνεκεντρώθητε τώρα Εδώ κα| δέν σάς ήμπόδισε τό μήκος του δρόμου, *** Α δέν σάς έσβεσε τήν Επιθυμίαν τό πλήθος τού χρόν ου. Διότι τέτοια είναι ή φύσις τών πνευματικών κατορθωμάτων, δέν διακόπτεται άπό κάποιο σωματικόν Εμπόδιον, άλλ’ άνθεΓ καί αυξάνει καθημερινώς καί οΰτε ό χρόνος τήν μαραίνει, ο6τε τό μήκος τής όδοΰ τήν χωρίζει.

’Αλλά μή άπορήτε πού Εκάλεσα τόν άγιον μάρτυρα, κάμνοντας άρχήν τοΰ παρόντος λόγου καί των Εγκωμίων. Διότι μέ Ιδικόν του τρόπον Ετελείωσε τήν ζωήν του- πώς δέν είναι λοιπόν μάρτυς; Πολλάς φοράς δμως είπα πρός τήν άγάττην σας, δτι μάρτυρα δέν κάμνει μόνον ό θάνα¬ τος, άλλά καί ή πράθεσις. Διότι δχι μόνον άπό τό Απο¬ τέλεσμα, άλλά καί άπό τήν γνώμην τοΰ Ανθρώπου πλέ¬ κεται πολλάκις ό στέφανος τοΰ μαρτυρίου. Β Καί τούτον τόν δρον τοΰ μαρτυρίου δέν τόν λέγω Εγώ, άλλ’ ό Παύλος, ό όποιος λέγει τά έξής' «Καθ’ ήυέραν άποθνήσκω» (Α’ Κορ. 15, 31) . Πώς άποθνήσκεις καθ’ ήμέραν; Πώς είναι δυ¬ νατόν είς έν σώμα θνητόν νά δεχθής άπείρους θανάτους: Μέ τήν πρόθεσιν, λέγει, καί μέ τό νά προετοιμάζωμαι νά άπσθάνω. Έτσι άποφαίνεται καί 6 θεός. Καθότι και 6 Α¬ βραάμ δέν έβαψε μέ αίμα τήν μάχαιραν, δέν Εκοκκίνισε τόν βωμόν, δέν Εθυσίασε τόν Ισαάκ, πλήν δμως άπετελεί- ωσε τήν θυσίαν. Ποιος τώ λέγε» αύτά; Αύτός πού Εδέχθη τήν θυσίαν «Ούκ Εφείσω γάρ. λέγει, τοΰ υΙού σου τού Α¬ γαπητού δι’ Εμέ» (Γέν. 22. 12) . Καί δμως τάν Εττήρε Εν τή ζωί καί τόν κατεβϊβασεν ύγιή' θ πώς λοιπόν δέν τόν Ελυ- πήθη; Διότι', λέγει, Εγώ δέν κρίνω τάς θυσίας άπό τό τέ¬ λος τών πραγμάτων, άλλά άπό τήν πρόθεσιν αυτών πού Εξέλεξαν αύτήν. Δέν έσφαξεν ή χείρ. άλλ’ Εσφαξεν ή ποο- αίρεσις. Δέν Εβύθισε τό ξίφος εις τόν λαιμόν τοΰ παΓδός, δέν έκοψε τό δέρμα, όπάοχει δμως θυσία άναίμακτος. ΟΙ μεμυημίνοι*1 γνωρίζουν αύτό πού λέγω Διά τούτο καί έ- κείνη ή θυσία Εγινε χωρίς αίμα, Επειδή Εμελλε νά γίνη τύ-

•12, «Ίσχαιν ο’. μ«μνημ1'^6ι> ; Εννοεί τοίΐς κιοτούς. ο1. δπώΤο*, <■>

7Ε« χρδς «ύς ίι^ιςυμ^υς Ακόμν; ν.χ-.ί ττΑ; χρδνςμς τοΰ Χουίώβ'ό

κχτηχοομίνους &!χον γν<*ρΙαΐι δλήν τήν χριστιανικήν διδ-χρχχλίαν χαΐ «ϋμίοινοΝ μίρίν βΐς τήν μ·>3"ΐ|ρ·3κή\ι χϋ'. ίλλχν τής ’ΕΗΧλη-α!»;.

/II

πος τού μαρτυρίου. Βλέπεις δτι ή είκων αδτη Εξεικονίσθη προηγουμένως είς τήν εποχήν τής Παλαιός Διαθήκης: Μή άμφισβητήοης τήν Αλήθειαν.

υ 3 Αύτός λοιπόν ό μάρτυς (διότι μάρτυρα προη¬ γουμένως μας τόν άπέδειξεν ό λόγος) , προητοιμάσθη νά οίτοστή άπείρους θανάτους καί δλους αύτούς τούς ύπέ- μκνεν είς τήν γνώμην καί τήν προθυμίαν του, άπό τους κινδύνους πού τόν εύρον, πολλούς καί μέ αύτήν τήν πεί¬ ραν του τούς ύπέμεινε. Καθότι καί άπό τήν πατρίδα τόν άπήλασαν καί είς ξένην χώραν τόν μετέθεσαν καί πολλά άλλα έκαμον τότε κατά του μακαρίου Εκείνου, χωρίς νά Ιχουν μέν δίκαιον διά νά τόν κατηγορήσουν, Επειδή δμως ήκουσε τόν άπόοτολον Παύλον πού λέγει, «Έσεβάσθησαν καί Ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τόν κτίσαντα» {Ρωμ. 1 , 25) , άπίφυγε τό άσέδημα καί Εφοβήθη τήν παρανομίαν.

Ε Βλέπε δμως Εσύ τήν πονηριάν τού διαβόλου1 Επειδή ά είδωλολατρικός διωγμός εΤχε προσφάτως λήξει καί μό¬ λις πρό όλίγου εΤχον άναπνευσει αΐ Έκκλησίαι άπό τούς βνσκόλοος καί άλλεπαλλήλους διωγμούς καί δέν είχε πε¬ ράσει άκόμη πολύς καιρός άφ’ δτου δλοι οΐ ναοί” είχον κλείσει, οΐ δέ βωμοί είχον σβεσθη καί είχε καταλυθή 6λη ή μανία τών δαιμόνων καί αύτά παρεϊχον λύπην είς τόν πονηρόν δαίμονα καί δέν ήμποροϋσε νά άνεχθή μέ πραό¬ τητα τήν εΙρήνην τής Εκκλησίας, καί τί κάμνει: 407 Α Επι- νοίΐ άλλον φοβερόν πόλεμον. Καί Εκείνος μέν προήρχετο άπό τούς Εχθρούς, αύτός Εδώ δμως είναι Εμφύλιος· οί δέ τοιοΟτοι πόλεμοι είναι πιό Επικίνδυνοι καί συλλαμβάνον- ται ιύκόλως αύτοΙ οί όποιοι καταδικάζονται ύπ’ αώτων.

Κατά τόν καιρόν λοιπόν Εκείνον Εκυβέρνα τήν Εκκλη¬ σίαν οδτος ά μακάριος καί προβάλλει μέν ή αϊρεσις” ώς

4». ΊΙ λέξις ·λκ.ο£< π;; ΙΙχτμολογΙ*; κ>!> 3 Ρ ΜΙΟΝΕ (Ρ-0· Μ), ΙΚΜ | Γ.ρ·π»·. Ά διορΒτηθή 2Ϊ; -«ναοί·. ’Κννοε! δέ ταίι; 6ίδΒ'λολ*“ρικ&->; ν·οΛ;.

44. ΙΙρδΜίται -ερί τής «Ιρεοόβις ~.οδ Άρ*νου, χχτΑ τήν διιοίχν ·> Μ6ς ΊεΛ Λ·οή έ8ειι*ρ«ΐτο -/.ιΙαμΛ χχ’. δχ·. ΈΑν ή ΚίΓορί* ιύτή *.οδ

ΆρΐΐΜ Ιγίν«ιο Γ.οτρυτή, τόι* ή Έχκλήοϊβ θΐ ίχαν*ν 4λ«£ ΪιΑ η«ντόί· ιήν 6»νχτό-ιητα τής εο'ΤΥ,ρίας χχ; -.ήί Αει^κι,; τοϋ άνθρώπβϋ ιΐς τ6 πρό- ·»*!»> κ»Ι μ4 τδ τ ιρή^ιπον ι<Λ ΧρισίοΟ. Ένφ Ψ, 0“οσχχτιχή Ινιοοι; τιίν Μ· φώίΐίον, 1|τ9'. τής δείιΐς χαΐ τής Α·ΛρΜΐϊΙνΐ3ς , ·ί; τδ ιτρΔοΐιΐιιον τοΰ ΧριβΙοΙΙ πΛρίχ*[ ιΐς Α’Λρ&ι Γ.Ον «Οΐήν. τήν δυνατήτ»;·:». Άν λαιπέν αώ·

Α 0ί/νδ»τιχδς χοϊκός ν.χ,:«στρ4φ«τοι ~.ύτε αύΟίτχ-.ε 5 Λνίρο>ικ>ς ΘΑ χκ- τΑρΑι»νί *δρ/| τδν δρόμον δ',Α τήν σιυτκιρίχν. Αύτδ; είναι χ«1 4 λ6γ&ς ΜΠ ί| ’Κνχληαί* χιτβτιιλέ^ηαε τά; αίρέαέι; χχ’: τοίις αίρρτίχοϋς χ«ι 5*ν (>Μφίρ«ι νδβιυοιν τής Αλτ, θείας τής πΐοίβιιις. τή-ν **πο ί-*-> Ας ΓΟλΉ^ιον Β»|· χιτΙχΕί χαΐ ίίαρέχει χΛτή ηΑνη.

ΙίΑΑΝ'ΝΟΪ Χ^ΓΪϋΣΤΟΜΟΓ

74

Κ12 ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΚΓϋΓΑβΙΟΝ ΑΡΧ1ΚΙΙ, ΑΝΤΤΟΧΚ1ΑΪ

Επιδημία άπό τά μέρη τής ΑΙγύπτου καί έπειτα διά τών Ενδιαμέσων πόλεων Εσπευδε νά είσβάλη καί εις τήν [δικήν μας ττόλιν. Ό άγιος δμως Επα γρυπνών καί νήφων καί προ- δλέπων Εκ τού μακρόθεν τά μέλλοντα^ νά συμβοΟν, άπέ- κροοε τ6ν πόλεμον βταν Ακόμη /πλησίαζε καί ως σοφός Ιατρός πρίν άκόμη είσβάλη €«ζ τήν πόλιν ή νόσος, παρα- μένων /δω, ήτοίμαζε τά φάρμακα καί τό Ιερόν τοΟτο σκά¬ φος /κυβέρνα μέ πολλήν άσφάλειαν, Β προστρέχων πεη<- τού, καταρτίζων ναύτσς, /πιδάτας καί δλους τούς ταξι- διώτας καί προετοιμώζων αύτούς νά νήφουν καί νά /πα γρυπνοΰν, ώς νά τούς ΖπετΙθεντο πειραταί καί νά ήθελαν νά τούς συλήαουν τόν θησαυρόν τής πίστεως. Καί δέν Ε- λάμδανεν αύτήν τήν πρόνοιαν μόνον διά τόν τόπον τούτον, άλλ’ Ιστελλε παντού /κείνους πού θά διδάξουν, που θά πα¬ ρηγορήσουν, πού θά συνδιαλεχθοΰν καί θά άνεγείρουν των προτέρων τείχη διά νά άποκρουσθή ή έφοδος των Εχ¬ θρών. Διότι είχε καλώς διδαχθή άπό τήν χάριν τού άγίου Πνεύματος, άτι 6 Επίσκοπος τής Εκκλησίας δέν πρέπει νά φροντίζη μόνον θι’ /κείνην πού τού Ζνεπιστεύθη τό άγιον Πνεύμα, άλλά καί διά κάθε μίαν πού εύρ [σκέτα ι άνά τήν οικουμένην καί αύτά τά Εμάυθανεν άπό τάς Ιεράς εύχάς τής Εκκλησίας. 0 Διότι. Εάν πρέπει, λέγει, νά προσεύχε¬ ται κανείς ύπέρ τής καθολικής Εκκλησίας τής άπό περά- των έως περάτων τής οίκουμέυης, πολύ περισσότερον πρέ¬ πει νά Επιδεικνύη πρόνοιαν καί δι’ δλην αύτήν καί Ισου νά φροντίζη δι’ άλας καί νά μεριμνά δι’ δλας.

"Ο,τι συνέβαινε μέ τόν πρωτομάρτυρα Στέφανον, τού¬ το συνέβη καί είς αύτόν. "Οπως άκριβώς λοιπόν, Επειδή δέν ήμποροϋσαν οί Ιουδαίοι νά Αντιμετωπίσουν τήν σο¬ φίαν τού Στεφάνου, /λιθοβόλουν τόν άγιον Εκείνον, Ετσι καί αύτοί, μή άντέχοντας νά άντισταθούυ είς τήν σοφίαν του άγίου καί βλέποντας βτι ήσαν ήσφαλισμένα τά άχυρώμα- τα, /δίωκαν άπό τήν πόλιν πλέον τόν κήρυκα. φωνή του δμως δέν Εσιώπησεν. Ο Έξεβάλλετο μέν Εκ της πό- λεως ό άνθρωπος. ό λόγος τής δδασκαλίας του δμως παρέμενε ν είς αύτήν. Διότι καί ό Παύλος Εδένετο (είς τό ξύλον τής φυλακής) , άλλ’ ό λόγος τού θεού έμενεν Αδέ¬ σμευτος, Καί αύτός εύρίσκετο είς ξένην γήν, ή διδασκαλία του δμως ίμενε πλησίον μας. "Οταν τόν Ζξέδαλον λοιπόν, ώρμησαν αύτοί εις τήν πόλιν μέ τόν σκοπόν νά φράξουν κάθε είσοδον Επανόδου του, σάν όρμητικός χείμαρρος, πλήν δμως ούτε τά φυτά παρέσυραν, ούτε τόν σπόρον έ¬ θαψαν βαθέως είς τήν γην, ούτε τήν καλλιέργειαν έβλσ-

Ίίι

φαν, διότι τόσον καλώς είχαν ριζώσει καλλιεργηθέντα μέ τέχνην άπό τήν σοφίαν /κείνου.

Αξίζει δμως νά όμιλήσωμεν καί διατί /πέτρεψεν 6 θε¬ ός νά άπελαθή Απ' Εδώ. Προοφάτως άκόμη εϊχεν άναπνεύ- αει ή Εκκλησία καί εϊχεν ώς μεγάλην της παρηγοοίαν τήν (δικήν του Επιστασίαν ' Ε άπό παντού. τήν ύπερησπίζετ ο καί άπέκρουε τάς Εφόδους των Εχθρών. Διά ποίαν αίτίαν λοι¬ πόν άπηλαύνετο Εκ τής πόλεως καί ό θεός συνεχώρει αύ¬ τούς πού τόν Εξέδαλλον; Διά ποιον πράγμα; Μή νομίσητε βεβαίως ότι ή παρούσα άπάντησις άποτελεί λύσιν αύτής Εδώ μόνον τής Απορίας" άλλ’ είτε πρός είδωλολάτρας, εϊτε πρός αίρετικούς διαφορετικούς άπό τούς παρόντας άπευ- θύνεται ό λόγος μου, εΐναι άρκετά αύτά πού θά πώ διά νά δώσουν άπάντησιν είς δλην τήν Ερώτησίν. Ό θεός λοιπόν /πέτρεψεν ώστε ή μέν πίστις αυτού ή άληθής καί άποοτο- λική, ώς Επί τό πλείστον, νά καταπολεμήται, 605 Α αΐ δέ αίρέοεις καί ή είδωλολατρία νά μένουν Ατιμώρητοι. Διατί άρά γε; Διά νά μάθης Εκείνων μέν τήν Ασθένειαν πού δέν Ενοχλούνται καί αύτομάτως καταστρέφονταΓ διά νά γνω- ρίσης δέ καί τής πίστεως τήν δύναμιν πού πολεμεΐται καί διά τών διωκτών της αύξάνεται. "Οτι δέ ό οτοχασμός αύ¬ τός 6έν εΐναι ίδικός μου, άλλά θειος χρησμός άνωθεν πρσ- ελθών, άς άκούσωμεν τόν άπόστολον Παύλον τ( λέγει δι’ αύτά, διότι τού συνέβη καί αύτοΰ κάτι τό άνθρώπινον άν καί ήτο Παύλος αύτός, δμως είχε τήν Ιδίαν φύσιν μέ ήμάς. ΤΙ είναι λοιπόν αύτό πού ίπαθεν; Έδιώκετο, Ζπολεμεΐτο, Εμαστιγώνετο, μέ Απείρους τρόπους υφίστατο Επίβουλός, /ξωτερικώς, Εσωτερικώς, άπό τούς δήθεν ύίκείους καί άπό τούς ξένους. Β Καί πού νά είπη κανείς, πόσας θλίψεις ύπέ- μκνε; Κοπιάζων λοιπόν καί μή ύποφέρων τάς Επιθέσεις τών Εχθρών πού τού ήμπόδιζαν συνεχώς τήν διδασκαλίαν καί ήναντιοϋντο είς τό κήρυγμά του, προσπίτει είς τόν Δε¬ σπότην καί τόν παρακαλεΐ καί λέγει' «Έδόθη μοι σκόλοψ τή οαρκΙ άγγελος Σατάν, ϊνα με κολαφίζη’ όπέο τούτου τρίς τόν Κύριον παρεκάλεσα, καί είρηκέ μοι' άρκεΐ σοι ή χάρις μου ή γάρ δύναμίς μου Εν άσθενεία τελειοϋται» (θ' Κορ. 12, 7-9), Γνωρίζω δτι θεωρούν, άτι πρόκειται περ] σωματικής άσθενείας δέν είναι δμως, δέν είναι, διότι άγγελον Ζατάν όνομάζει τούς άνθοώπους οί όποιοι άντί- κεινται είς τό θέλημα τού θεού' Ο διότι, τό Σατάν εΐναι λ/ξις Εβραϊκή καί θά πή άντικείμενος. Τά σκεύη λοιπόν τού διαβόλου καί τούς άνθρώπους πού τόν ύπηρετοΰν τούς όνομάζει Αγγέλους του.

ΐυλΧΝΟΙ' ΧΡΓΙΟΪΤυΜυΐ-

Ιϊί

Διατί δμως λέγει, δτι 6 άγγελος Σστάν στενόχωρε! τήν σάρκα του; Διότι ή σάρξ Εμαοτίζετο, Ενφ ή ψυχή ΕγΙ- νετο Αλαφρά, ύψουμένη μέ τήν Ελπίδα των μελλόντων αγα¬ θών, Διότι, οΟτε τήν ψυχήν ήγγιζε, ούτε τούς Εσωτερικούς λογισμούς άνέτρεπε, άλλά τά τεχνάσματά του καί ό πό¬ λεμος περιωρίζοντο μέχρι τής σαρκός, μή ήμπορωντας νά είσχωρήση είς τό Εσωτερικόν. Επειδή λοιπόν ή σάρξ Εκό- τηετο, Εμαστιγώνετο, Εδένετο (διότι ή ψυχή είναι άδύνα- τον νά 6εθη) διά τούτο λέγει, «Εδόθη μοι σκόλοψ τή σαρκΐ άγγελος Σατάν, !να με κολαφίζη», τούς πειρασμούς, τάς θλίψεις, καί τούς διωγμούς ύπονοών. Έπειτα όμως, διατί λέγει «Υπέρ τούτου τρίς τόν Κύριον παρεκάλεσα; ». Δη¬ λαδή, πολλά ς φοράς, λέγει, Εδεήθην, ώστε νά άναπνευσω όλίγον άπό τούς πειρασμούς. Σείς δμως Ενθυμηθήτε τήν αΙτίαν πού είπα, δτι διά τούτο Επιτρέπει ό θεός οΐ δούλοι του νά μαστιγώνωνται, νά διώκωνται καί νά ύποφέρουν άπειρο κακά, διά νά ΐΰανερώση τήν δύναμίν του. Νά δμως πού Εδώ Ενψ παρεκάλεσεν, ώστε νά άπομακρυνθούν άπό αύτόν τά τόσα κακά καί οΐ άντικείμενοι καί δμως δέν είση- κούσθη. Ποιος είναι αύτός δ λόγος; Διότι δέν μάς Εμπο¬ δίζει τίποτε νά τόν ξαναθυμηθούμε' Ε «Αρκεί σοι ή χάρις μου, λέγει- ή γάρ δύναμίς μου Εν άσθενείφ τελειούται».

4. Βλέπεις δτι διά τούτο Επιτρέπει ό θεός τούς άγ- γέλους τού Σατανά νά τυραννούν τούς δούλους του καί νά τούς Ενοχλούν πολλάκις, διά νά γίνεται φανερή ή δύναμίς του, Πράγματι λοιπόν, είτε διαλεγόμεθα πρός τούς είδω- λολώτρας. είτε πρός τούς Ιουδαίους, εΤναι άρκετόν δι’ ή- μάς διά νά άποδείξη- τήν θειον δύναμιν τό δτι ή πίστις, παρ’ δλον δτι κατεπολεμήθη πολύ 609 Α ήμπόρεσε νά Ε- πικρατήση καί Ενψ ή οίκουμένη άλόκληρος άντέποαττε καί δλοι άπωθούσσν μέ πολλήν βίαν τούς δώδεκα Εκείνους άνθρώπους, Εννοώ τούς άποστόλους, νά ήμπορέσουν Εν¬ τός όλίγου καιρού, δν καί Εμαστιγούντο, Εδιώκοντο καί ί- πασχον άπειρα κακά, νά ύπερισχύσουν ύπερβολικώς των άντιπάλων των. Δι" αύτά τά πράγματα διρησεν ό θεός καί τόν άγιον Εύστάθιον νά μεταφερθή είς ξένην χώραν διά νά μάς φανερώσρ μέ τό παραπάνω καί τήν δύναμιν τής ά- ληθείας καί τήν άσθένειαν των αίρετικών.

"Οταν Επρόκειτο λοιπόν νά κάμη τήν άποδηυίαν του τήν μέν πόλιν τήν Ενκατέλειψε, τήν άγάπτιν σας δμως δχι Β ούτε. Επειδή Εξεβάλλετσ άπό τήν Εκκλησίαν. Ενάμιζε τόν έαυτόν του ξένον πρός τό καθήκον νά φροντίζη δι' Εσάς, άλλά πολύ περισσότερον τότε Εμεριμνοΰσε καί Ε·

.... , Κ|ν Π)Κ χΓίοΤιΐ ΚΪ2ΡΑ*#ΙθΝ Μ'ΧΙ^Ι ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ*

πόντιζε καί άφού Εκάλεαεν δλους, τούς προέτρφ . νά μή κάμουν καμ μίαν παραχώρησή καί νά μή , ύποχωρήσοο ώΤίΤ ·λΠ5Κ μήτ£ ^ -Ρ^οϋν εΙς αΟτοο, Τήν ποίμνην, άλλά νά μένουν μέσα είς αύτ^, άποεττομω υανταί καί Ελέγχοντας αύτους, στηρίζοντας δέ τους τε λειοτέρομς Εκ τών άδελφών. “Οτι δέ έδωσε <^ήν -αραγ- νε^ανΡ τούτο τό Εφανέρωσε τό τέλος. Διότι, Εάν δέν παρε- μένατε είς τήν Εκκλησίαν τότε, θά ήτο κατεστραμμένον ΐό μεγαλύίφον μέρος τής πόλεως τώρα, Ενφ οί λύκοι θά έτρωγαν τά πρόβατα άνενόχλητοι, άλλ Εκε νου δμως οΐ λόγο, ήμπόδισαν αύτους νά δείξουν τήν ^

βως. Καί βχι μόνον τό τέλος άπέδειξε τούτο, άλλά καί ο! λόγοι του άποστόλου Παύλου, διότι καί ό δγιος κε¬ νόν διδαχθείς προέτρεπεν αύτά τά πράγματα. Ο Τι λέγει λοιπόν ό άπόστολος Παύλος; "Οτε Επρόκε.το νά μεταφερ- θή τότε είς τήν Ρώμην κατά τήν τελευταίαν του άποδη- μιαν, μετά τήν όποίαν δέν Επρόκε.το πλέον νά ^ανίδη τούς χριστιανούς, έλεγε- «Ούκ «τι γάρ 20 25) καί Ελεγε τούτο όχι διά νά λυπήση άλλά Επειδή ή¬ θελε νά τούς στήριξη. Ένψ λοιπόν Επρόκειτο άπ’ Εκεί νά ά- ιτοδημήση, ώΓ έξης τούς Εστήριζε, λέγων- «οΤδα δτ. μετά τήν άφιξίν μου εϊσελεύοοντσι πρός ύμας λύκοι βαρείς, καί Εξ υμών αύτών άναστήοονται Λνδρες λαλούντες διεστραμ¬ μένα» (Πράξ. 20, 29 - 30). Τριπλούς ό πόλεμος, ή ψυσις των θηρίων, ή δυσκολία τού πολέμου, καί τό δτι οί Εχθροί δέν ήσαν ξένοι, άλλά οίκεΓοι δι’ αύτό καί βαρύτερος, ευ- λόγως βέβαια Ο Διότι, Εάν κανείς μέ *τυπρ καί πολεμει έξωθεν, εύκόλως θά ήμπορέσω νά τόν νικήσω. Έάν όμως τό έλκος γεννιέται Εσωτερικώς^ τότε δύσκολα θεραπεύεται τό κακόν, πράγμα πού καί τότε -έγινε. Δι* αύτό_ καί ποοέ- τρεπε, λέγων «Ποοσέχετε έαυτοίς καί παντΙ τψ ποιμνίψ» (Πράξ. 20, 28) . Δέν είπεν, άψήσαντες τό πρόβατα φεύγε¬ τε έξω- Αύτά διδαγμένος καί ό άγιος Εύστάθιος συνε δού¬ λευε τούς μαθητάς του, τά όποια ό σοφός και γενναίος αύ¬ τός διδάσκαλος- όταν τά ήκουσε, διά τής πράι,εως Εξεπλή- ρωσε τόν λόγον. "Οταν λοιπΟν είσήρχοντο ^κείνοι δέν Εγ- κατέλειψεν αύτός τά πρόβατα, άν καί δέν εύρίσκετο άκόμη ιΐς τόν θρόνον του, άλλά τίποτε δέν ήτο τούτο διά τήν γενναίαν Εκείνην καί φιλόσοφον ψυχήν, Ε Διότι τάς μέν τι¬ μάς πού προσφέρουν είς τούς άρχοντας τάς άφησε ν είς άλλους, Ενψ τούς κόπους τών Αρχόντων τούς ύπέμεινεν αύτός, κυκλοφορών άνά μέσον τών λύκων. Διότι καθόλου

13ΑΝΝΟΪ ΧΙΤΣΟΣΤΟΜΟΤ'

τήν πίστιν εΤχεν άπό τά δαγκώματα Εκείνων.

Μένων λοιπόν μέσα εις τήν μάνδραν καί άπασχολώ* βλσυς αύτούς είς μάχην πού γίνεται πρός αύτόν, παρε- σκεύαζεν εις τά πρόβατα πολλήν άφοβίαν. Καί δέν έκαμνε μόνον αύτό φράσσοντας τά στόματά των, 610 Α άποκρού- οντας τάς βλασφημίας, άλλά καί αύτά τά πρόβατα Εξήτα- ζε περιερχόμενος μεταξύ των, μήπως Εδέχθη κανείς κά¬ ποιο δέλος, μήπως κανέν τραύμα βαρύ καί εύθύς προσέ- φερε τό φάρμακου. Καί κάμνοντας αυτά έζύμωσεν δλους είς άληθή πίστιν καί 6έν άπεμακρύνθη άπό τό έργον του παρά μόνον δταν ό Θεός ήτοίμαυε τόν άγιον Μελέτιον διά νά έλθη καί νά παραλάβη δλον τό φύραμα- αύτός έσπειρε καί Εκείνος δταν ήλθεν Εθέρισε. Τό ίδιον έγινε μέ τόν Μωϋ- σή καί τόν Άα^ών. Καί Εκείνοι ώς ζύμη μεταξύ των Αιγυ¬ πτίων συναναστρεφόμενοι έκαμαν μιμητός πολλούς τής (δικής των εύσεβείας, Καί μαρτυρεί τούτο ό Μωϋσής, λέ- γων- πολύς άλλος κόσμος πού προήλθεν άπό Επιμιξίαν Εξήλθεν μετά των Ισραηλιτών Εκ τής γής Αίγύπτου διά νά μεταβή είς τόν γην τής Επαγγελίας. Β Αύτόν τόν Μωϋ- σέα λοιπόν μιμούμενος καί αύτός καί πρίν άκόμη λάβη τήν Επισκοπικήν Εξουσίαν, έκαμνεν δσα αρμόζουν είς τό άξίω- μα τοΰτο. Διότι καί 6 Μωϋοής πρίν άκόμη άναλάβη τήν προστασίαν του Ιουδαϊκού λαού, λίαν ίσχυρώς και γεν- ναίως Ετιμώρει τούς άδικούντας, ύπερησπίζετο τούς άδι- κουμένους καί άφού άφησε τόν βασιλικήν τράπεζαν καί τάς τιμάς καί τήν πρόεδρε (αν ^ήγε διά νά Εργαοθή μετά των συμπατριωτών του είς τόν πηλόν καί τήν πλινθεΐαν, θεωρών ότι ιϊναι προτιμοτέρα άπό κάθε τρυφήν καί άνεσιν καί τιμήν ή φροντίς πρός τούς όμοεθνεΐς του, Πρός αύτόν τότε άπο βλέποντας καί 6 άγιος Εύστάθιος προέτρεπεν ό¬ λους τούς άρχοντας νά δεικνύουν φροντίδα διά τόν λαόν καί εϊς τήν άνεσιν προέβαλλε τούς κόπους καί τά νά Εκδι¬ ώκεται άπό παντού, καθημερινώς δεχόμενος συνεχείς £χ- θρας, ■'Ολα αύτά δμως ήσαν δι’ αύτόν Ελαφρά. 0 Διότι ή πρόθεσις τήν όποίσν είχε διά τά όσα συνέβαινον, τού πα¬ ρείχε άρκετήν παραμυθίαν.

Δι’ βλα αύτά λοιπόν άφοϋ εύχαριστήσωμεν τόν θεόν, άς μίμηθώμεν τάς άρετάς των άγίων τούτων, διά νά στε- φανωθωμεν καί ήμείς μαζί μέ αύτούς, μέ τήν χάριν καί φι- λανθρωττίαγ^ιρϋ Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, διά του Ο¬ ποίου καί μέ τό όποΓον είς τόν Πατέρα καί είς τό άγιον Πνεύμα εϊναι δόξα, τιμή καί δύναμις είς τούς αΙώνα τών αιώνων. Αμήν.

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΜΑΡΤΥΡΑ ΡΩΜΑΝΟΝ" ΛΟΓΟΣ Α'

•η Α I. Πάλιν μνήμη μαρτύρων καί πάλιν έορτή καί πνευματική πανήγυρις. Έκοπίασαν Εκείνοι καί χαίρομεν ή- μεΐς Επάλσ οαν Εκείνοι καί άγαλλόμεθα ήμείς σήμερον- I- ί,κός των είναι ό στέφανος, άλλά κοινόν τό κλέος καί μάλ¬ λον £>ης τής Εκκλησίας ή δόξα. Καί πώς συμβαίνει τού¬ το; λέγει. Επειδή οί μάρτυρες είναι μέρη καί μέλη ΐδικά μας. Καί ε’τε πάσχει £ν μέλος, άναγκαστικώς συμπάσχουν δλα τά μέλη, είτε τιμσται έν μέλος, συγχαίρουν όμού καί δλβ τά άλλα μέλη. “Η κεφαλή στεφανούται καί τό ύπόλοι- πον σώμα αίσθάνεται τήν άγαλλίασιν. Εϊς γίνεται όλυμπιο- νίκης καί εύφραίνεται άλόκ λήρος δήμος καί τόν ύποδέχεται μέ πολλάς Επευφημίας. Β Έάν λοιπόν Εκείνοι οΐ όποιοι τί¬ ποτε δέν προσέθεσαν είς τούς Ιδρώτας τών όλυμπ ισκών Αγώνων καρποϋνται τόσην πολλήν ήδονήν, πολύ περισσό¬ τερον θά ουνέδσινε τούτο διά τούς άθλητάς τής εύσεβεί- ας, Ήμείς είμεθα οί πόδες, οί μάρτυρες ή κεφαλή, άλλά δέν ή μπορεί ή κεφαλή νά εΐπη &Ις τούς πόδας, άνάγκην δέν σάς Εχω. Είναι ένδοξα τά μέλη, άλλ’ ·ή ύπεροχή τής δόξης δέν Αποξενώνει άπό τήν σχέσιν των τά ύπό λοιπά μέρη. Διότι κατά τοΰτο γίνονται ττιό ένδοξα, δταν δέν Α¬ πωθήσουν τήν πρός ήμάς σχέσιν, Επειδή καί δφθαλμός, πού συμβαίνει νά είναι πιό λαμπρός άπό τό ύπόλοιτον σώ¬ μα, τότε διατηρεί τήν δόξαν του, όταν δέν άποκόπτεται Από τό ύπόλσιπον σώμα. Καί τί λέγω περί μαρτύρων; Δι¬ ότι Εάν ό Κύριός των δέν Εθεώρησεν Εντροπήν νά γίνη κε¬ φαλή μας, πολύ περισσότερον αύτοί δέν αίσχύνονται νά

Ϊίνουν (δικά μας μέλη, διότι έχουν άγάπην μέ βαθείας ρί- Οίς, ή άγάπη συνηθίζει νά συνάπτη καί νά συνδέη τά

ΑΙ πληρο-ρορίαι π«ρ< ιοδ {ΐΑριτρος Ρωμανό) δίν ε[-,χ< 33<ρ»ί« *1ν. Ιλ ΙΚίρτιροί-Αγιβ- '5'.ύ·;ι σ^γχεαν-* ι μέ πλτ,ρα^μία; π»ρ! δ|Α<ι>γΛμα»ν

ίγΐΐιιν, ΐΗιος Α Ρΐυμχνός ϊΙ·.« < «**«ι··ς δ ί» |ΐ»ρτ»ρήοχς χσ.Ί&

|«1 Αϋτχληΐιχνο1! χ·»1 ΓχλίρίΟ'ί βι<ι>γ|«Γί, ’Λ^ρμτ,ν δ;4 τ6 μαρτδρι^ 4αιτέλί<5* ΒβίρρΟί: 1<Λ Αγίαο *ρΑί ·:Αν ϋικιρχον Άοχλτ,Γ.<49ϊΐν, 6 ί Ι|οΤο( ί^ΐλη1!» ν* μολΰν?] τΆ 1*>αια9τ;/|ρια, ιβν χρισΤιχνιχβιν ι ίαβν 8ιΑ ιί ΙΐιιλολβΊρο,ίιν Β»οιΛν. Ή ’Ιίκ'ΛλΊ]σί* μχ; τ4ν τί|ν Νο»|ΐβρϊθ«.

ΙΙΜΝ'ΝϋΓ ΧΡΓ20ΣΤΟΜΟΙ

Κ1Σ ΤΟΝ ΑΙΊΟΝ ΜΑΡΤΠ*Α ΡνίΜΑΝΟΝ

«Ο

διηθημένα αράγματα καί δέν έξετάζει μέ σχολαστικότητα τήν άξίαν τοΟ ένός καί τού Αλλου, "Οπως δέ αύτοί συμπά¬ σχουν μαζί μας διά τά άμαρτήματά μας, έτσι καί ημείς συγχαίρομεν μαζί των διά τά κατορθώματά των. Ετσι παρήγγειλε καί δ Παύλος νά κάμνωμεν, λίγων* “*α[Ρ*ν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12, 15) .

Τό νά κλαίη δμως κανείς μετά κ λα ιόντων είναι εΰκο- λον, τό νά χαίρη δμως μετά χαιρόντων δέν είναι τόσον εΰκολον. Διότι ευκολώτερον συμπενθώμεν μέ τούς^ ευρι¬ σκομένους είς συμφοράς, παρά συγχαίρομεν μετά τών ευ¬ δόκιμου ν των. Διότι έκεϊ μέν αύτή ή φύσις ττ^ς συμφοράς είναι Ικανή νά κινήση καί τόν λίθον είς συμπάθειαν, έδω δμως ό φθόνος ποΟ γεννάται έξ αϊτ(ας τής εφημερίας τοΰ άλλου καί ή όασκανία αυτού πού δέν γνωρίζει καλώς νά φίλοσοφή 6,2 Α δέν τού έπιτρέπουν νά συμμετάσχη είς τήν εύχαρίστησιν. Καί δπως ή άγάπη συνάγει τά διηρη- μένα καί τά ένώνει, έτσι καί ή βασκανία διαιρεί τά ήνωμέ- να. ΔΓ αύτό, σάς παρακαλώ, Ας φροντίσωμεν νά χαίρωμεν άμού μετά τών εύημερούντων, διά νά καθαρίσωμεν έτσι τήν ψυχήν άπό τόν φθό,'ον καί τήν δασκσνίσν. Διότι τίποτε δέν άποδιώ' ει τό φοβερόν κα' δυσίατον τοΰτο νόσημα, όσον τό νά συνευφραίνεται κανείς μαζί μέ έκείνους πού ζοΰν είς τήν άρετήν. "Ακούσε λοιπόν πώς καί είς σΦτά τά δύο ό Παύλος είναι ύπερβολικός «ΤΙς, λέγει, άοθενεΐ καί ούκ άσθενώ; τίς σκανδαλίζεται καί ούκ έγώ πυρουμαι;» (Β' Κορ. 1 1 , 29) . Δέν είπε καί δέν λυπούμαι, Β άλλ’ ούκ έγώ πυρουμαι, μέ τήν όνομασίαν τής πυρώσεως έπιθυμών νά παράσχη τήν έντασιν τής όδυνης. Καί πάλιν γράφω ν πρός άλλους, «Χωρίς ήμών έβασιλεύσατε, λέγει* καί δφελόν γε έβασιλεύσατε, ϊνα καί ήμεϊς ύμΐν ουμβασιλεύσωμεν» (Α’ Κορ. 4, 8} καί πάλιν" «Νΰν ζώμεν, έάν ύμεϊς στήτε έν Κο- ρίιμ» (Α' θεσ. 3, Β) , Βλέπετε λοιπόν πόσον περισπούδα¬ στος ήτο π* αύτόν ή προκοπή τών άδελφών, ό όποιος δέν έθεώρει δτι ζή, έάν δέν έσώζοντο καί οΐ άδελφοί.

"Ανθρωπος ό όποιος άνηρπάγη είς τόν τρίτον ούρα- νόν καί μετεφέρθη είς τόν ταράδεισον καί έλαβε γνώσιν άποορήτων μυστηρίων καί άπήλαυσε τόσον μεγάλης παρ¬ ρησίας πρός τόν θεόν, δέν έλάμβανε μεγόλην ανσθησιν έ- κείνων τών Αγαθών, έάν προηγουμένως δέν έβλεπε νά σώ- ζωνται μαζί του καί οί άδελφσί του. ί’ Διότι έγνώριζε, ναι έγνώριζε σαφώς, δτι άπό τήν άγάπην δέν εΐναι πιό μεγάλο, ούτε ίσον μέ αύτήν, ούτε καί αύτό τό μαρτύριον, τό όποι¬ ον είναι άνακεφαλαίωσις δλων τών Αγαθών καί άκσυσε πώς

Ηΐ

συμβαίνει τσΰτο, άκουσε' Ή μέν άγάπη λοιπόν καί χωρίς μαρτύριον κάμνει μαθητάς Χριστού, ένφ μαρτύριον χωρίς άγάπην δέν θά κατώρθωνε νά κάμΠ τοΰτο. Κα] άπό που γίνεται φανερόν τούτο; Άπό τούς λόγους τοϋ Χρίστου, διότι έλεγε πρός μαθητάς του" «Έν τούτφ γνώσονται πάν- τες, δτι μαθηταί μου έστέ, έάν Αγαπάτε άλλήλους» ( Ιωάν. 13, 35). Νά πού ή άγάπη χωρίς μαρτύριον κάμνει μαθη¬ τάς τού Χριστού, "Οτι δέ μαρτύριον χωρίς Αγάπην δχι^ μό¬ νον δέν κάμνει μαθητάς, άλλ' ούτε ώφελεϊ ε!ς κάτι τόν ύπο- μένοντα αύτό, Ακούσε τόν Παΰλον πού λέγει" 0 «Έάν πα- ραδώ τό σώμα μου, ΐνα καυθήσωμαι, άγάπην δέ μή έχω, ούδέν ώφελοΰμαι» (Α' Κορ. 13, 3}.

2. Διά τοΰτο έγώ άγαπώ περισσότερον τόν Αγιον τούτον, ό όποιος συνήθροισεν ήμάς, τόν μακάριον Ρωμα¬ νόν, καθότι μαζί μέ τό μαρτύριον έπέδειξε πολλή ν Αγά¬ πην, διό καί τού έκοψαν τήν Αγίαν γλώσσαν του. Διότι, Α¬ ξιόν λόγου είναι νά έξετάσωμεν καί τούτο, διατί 6 διάβο¬ λος δέν τόν ώδήγησεν είς τό νά ύποστή βασανισμούς καί κολάσεις καί τιμωρίας, άλλά τοΰ έξέκοψε τήν γλώσσαν Διότι δέν έπραξε τούτο άσκόπως, Αλλά μέ πολλήν πονη- ρίαν, καθότι σάν θηρίον πού είναι, είναι πολύ πονηρός Ε καί έναντι ον τής σωτηρίας μας έργάζεται καί κινεί δλα. "Ελα λοιπόν νά έξετάσωμεν, διά ποιον λόγον προέβη είς τήν έκκοπήν τής γλώσσης, όδηγοΰντες τόν λόγον μας είς όλίγον παλαιότερον καιρόν, Διότι έτσι θά γνωρίσωμεν τήν φιλανθρωπίαν τοΰ Θεού καί τήν ύπομονήν τοϋ μάρτυρος καί τήν κακουργίαν του διαβόλου. Καί άφοΰ πληροφορηθώ- μεν τήν φιλανθρωπίαν τοΰ θεού, Ας εύχαριστήσωμε^ τόν Κύριον, άφοΰ γνωρίσωμεν δέ τήν ύπομονήν τού μάρτυρος, Ας μιμηθώμεν τόν σύνδουλόν μας τούτον, Αφού μάθωμεν δέ καί τήν κακουργίαν τού διαβόλου, νά άποστραφώμεν τόν έχθρόν. 4,3 Α Διότι, δι’ αύτόν τόν λόγον μάς Ιδωκεν ό θεός τήν δυνατότητα νά γνωρίζωμεν τάς μηχανορραφίας του, ώστε, άφοΰ τόν μισήσωμεν περισσότερον, νά τόν νι- κήσωμεν εόκολώτερον. "Οτι δέ είναι δυνατόν νά μάθωμεν τάς έπινα ήσεις του, Ακούσε τί λέγει ό Παύλος δι’ έκεϊνον πού περιέπεσεν είς τό άμάρτημα τής πορνείας1 διότι, γρά- φων πρός Κορινθίους κάπως έτσι γράφει" «Κυρώσατε εϊς αύτόν άγάπην, Τνα μή πλεονεκτηθώμεν ΰπό τοΰ Σατανά" οφ γάρ τά νοήματα αύτοΰ άγ νοούμε ν» (Β' Κορ. 2, 8, καί 1 1) . Ποια λοιπόν είναι ή αίτια ιίού τοΰ έξέκοψε τήν γλώσ¬ σαν; Λάβετε τόν κόπον νά Ακούσετε κάπως έκτεταμένην τήν διήγησίν μου.

ό

ΙΚΑΝ.ΝΌΪ ΧΡΪΣϋΣΤϋΜΟί

82

Άνερριπίσθη κάποτε πόλεμος φοβερός κατά τής "Εκ¬ κλησίας, Οχι Επειδή επετέθησον βάρβαροι κατά των πόλε¬ ων, ούτε κάποιοι άλλοεθνείς, άλλά αυτοί πού Εθεωροϋντο δτι προΐσταντο τής οικουμένης Β είς τήν όποίαν ςώμεν καί οΐ όποιοι Οπήρξαν 6ιά τούς ύπηκόους άπηνέστεροι καί Εχθρικότεροι καί τυραννικότεροι κοί άπό βαρβάρους καί άπο Εχθρούς καί άπό τυράννους. Διότι δέν διέτρεχον τότε κίνδυνον ύποδουλώσεως τής πατρίδος, τών χρημάτων καί τής π θραύσης ζωής, άλλ’ ύπ-ήρχε τό Ενδεχόμενον νά χά- σοον τήν βασιλείαν των ούρανών καί τά άγαθά τά αΙώνια καί τήν Αθάνατον ζωήν καί τήν ύπέρ Χριστού άμολογίαν.

Ετσι Επενοείτο καί κάποιος περίεργος τρόπος αιχμαλω¬ σίας- διότι δέν Εξεδίωκον άπά κάποιαν Επίγειον πάλιν, άλ- λά τήν άνω Ιερουσαλήμ, ή όποία μένει Ελευθέρα, προσε- πάθουν νά μάς στερήσουν καί Εξηνάγκαζον τόν καθένα νά θυσιάζη τήν ψυχήν του Επάνω είς τούς βωμούς καί νά ά- παρνηθρ τόν Κύριόν του καί νά ύποκύψρ είς τήν καταδυ¬ νάστευσή των δαιμόνων καί νά ύπηρετη τούς άφανιστάς καί Εχθρούς τής σωτηρίας μας δαίμονας, πράγμα τό ό¬ ποιον ήτο φοβερώτερον καί άπό Απείρους θανάτους καί άπό κάθε γέενναν καί πολύ άνυπόφσρον είς τάς φιλονρί- στους ψυχάς.

Τότε λοιπόν, Επειδή πολλοί κατεποντίοθησαν είς τήν πίστιν καί ή κακοκαιρία ηΟξανε καί πολλοί ύψίσταντο ναυά¬ για, 6 μακάριος αύτός Ρωμανός, ΕμφανισθεΙς Εν τώ μέσω αύτων, δέν Ερριψοκινδύνευοεν άμέσως νά συλληφθη, Αλλά προηγουμένως αύτσύς πού ήοαν φοβισμένοι, αυτούς σί ό¬ ποιοι Εξέπεοον άπό τήν πίστιν των, αύτούς οί όποιοι έ- πρόδωσαν τήν σωτηρίαν των τούς συνήθροιζε, τούς Ενε- σάρρυνε καί τούς ήτοίμαζε νά Επανορθώσουν τήν ήτταν

μέ νέαν μάχην, τούς σταθερούς μέ εύχάς τούς Εστερέωνε καί μέ παραινέσεις καί συμβουλάς, Ο διά τά μέλλοντα κα! τά παρόντα πολλά φιλοσόφων, άποδεικνύων τό πρόσκαιρου αύτών, τό αίώνιον Εκείνων, άντιπαραθέτων εις τους κόπους τά Επαθλα, είς τά βασανιστήρια τούς στε¬ φάνους, είς τάς όδύνας τά βραδεία, διδάσκων Ακόμη, τί εί¬ ναι ή παρούσα ζωή καί τί ή μέλλουσα καί ποία ή διαφορά μεταξύ των καί δτι όπωσδήποτε θά άπσθάνωμεν καί δν άκόμη οέν Ετελειώσαμεν μέ αύτόν τόν τρόπον τώρα, όλί- γον άργότερον Ασφαλώς, πιεζόμενοι άπό τόν φυσικόν νό¬ μον, θά άποχωρίσθώμεν πάντως άπό τά σώματά μας.

Αυτά λοιπόν καί άλλα παρόμοια προτρέπων αύτούε ηνωρθωσε τάς Αποχαυνωμένος χείρας, Εστήριξε τά παρα-

ΚΙΧ ΤΟΝ ΛΙΤΟΝ ΜΑΡΤΓΡΑ Ι*«ΜΑΝΙΙΝ

λκλυμένα γόνατα, Επανέφερε τούς φυγάδας, Εξεδίωξε τήν βειλίαν, άπεμάκρυνε τήν Αγωνίαν, Ε Εδωσε θάρρος, άντί βολών τούς έκαμε προθύμους καί Αντί δορκάδων καί Ελά- φων τούς μετέτρεψεν εις λέοντας ισχυρούς, συνεκρότησε τήν παράταξιν του Χριστού καί τήν Εντροπήν πού μας κα¬ τείχε τήν μετέφερε τώρα είς τήν κεφαλήν των Εχθρών.

"Οταν είδε λοιπόν ό διάβολος νά ϊχπ γίνη όλοκληρω- τΐκή μεταβολή καί τούς χθεσινούς καί παλαιοτέρους Εκεί¬ νους πού έτρεμον καί τόν Εφοβούντο, 414 Α τώρα νά τόν περιγελούν καί νά τολμούν κατ’ αύτοϋ, νά κατέρχωνται *|ς τούς κινδύνους, νά προστρέχουν είς τά βασανιστήρια, άντιληφθείς τόν οίτιον, άφοΰ άφησεν όλους τούς άλλους, ώρμησε λοιπόν Εναντίον Εκείνου, όλην του τήν δύναμιν καί την μανίαν κινών κατά τής μακαρίσς Εκείνης κεφαλής. Καί τί καμνεη Προσέξατε τήν πανουργίαν του. Δέν τόν ώδή-

Ϊησεν είς τά βασανιστήρια, δέν τού άπέκοψε τήν κεφαλήν, ιότι τόν Εδίδαξεν 6 προηγούμενος καιρός, δτι δλα σύτά είναι Ανώφελα καί ματσίως γίνονται. Διότι δχι μόνον τήν προθυμίαν τών πιστών δέν διέκοψεν, άλλά καί τήν Ενίσχυσε περισσότερον καί τήν έκαμε μεγαλυτέραν καί θερμοτέρσν. Τούς ίοτρωσα άνθρακας, λέγει, κσΐ αύτοί Ετρεχον ώς διά νά πατήσουν Επάνω είς ρόδα. Β Τούς ήναψα πϋρ καί αύτοί ώσάν είς πηγάς ψυχρών ύδάτων Ερρίφθησαν. Τούς κατέξε- να τά πλευρά καί τούς ήνοιγα βαθείσς αύλακας καί κατέ¬ βασα όλόκληρα ρυάκια σΐμάτων καί αύτοί ώς νά τούς περι- έλούζι χρυσός άπό παντού Εκαλλωπίζοντο. Τούς έρριψα |Ις τούς κρημνούς καί τούς κατεπόντισσ είς τό πέλαγος καί αύτοί Εδειχναν δχι ώς άνθρωποι πού κατέρχονται είς τάν βυθόν, άλλά πού άναβαίνουν είς τόν ούρανόν σκιρτών- ΤΜ καί άγαλλόμενοι καί ώς νά Εχόρευον είς ίεράν πομπήν Μαΐ νά ίπαιζον μέσα είς χλοερόν λειμώνα ήρπαζον τάς τι¬ μωρίας ό καθείς, πού όχι σάν τιμωρίας άλλ’ ώς άνθη Εαρινά Αβμβάνοντες αύτάς καί στεφανούμενοι καί μέ τήν Υπερβο¬ λήν τής προθυμίας των ξεπερνοϋσαν τάς Ιδικάς μου τιμω- ρ(σς. <: Τί λοιπόν έπρεπε νά κάμω; Νά του κόψω τήν κε- ^άλήν; Άλλά τότε γίνεται αύτό πού εύχεται καί οΙ χρι¬ στιανοί θά λάβουν μέ τό γεγονός τούτο μεγαλυτέραν προ¬ τροπήν. Διότι τούς προέτρεψεν, ότι 6 θάνατος τών μαρτύ¬ ρων βέν είναι θάνατος, άλλά ζωή ή όποία δέν Εχει τέλος ΚβΙ ότι πρέπει κανείς νά ύπομένη μέ τό παραπάνω αύ- τήν τά πάντα καί νά καταφρονή τόν θάνατον. Έάν λοιπόν τού κόψω τήν κεφαλήν καί ύπομείνη τό γεγονός γενναίως, Τ6τ· Εμπράκτως θά τούς διδάξη πιό καθαρά, ότι Ετσι πρέ-

κη ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΜΑΡΤΥΡΑ ΡΗΜΑΜΟΝ

ΜλΝΧΟΓ ΧίΤΪΟΠΌΜΟΓ **

πει νά περιψρονοΰν τόν θάνατον και περισσότερον θά Ανορ- θώση τά ψρονήματά των, καί μέ τά νά Αποθάνη θά τούς έμπνευση περισσοτέραν προθυμίαν. Ο Διά τούτο τοΟ έ- κόψε τήν γλώσσαν, ώστε, μέ τό νά στερηθούν τήν φωνήν, τήν όποίαν άπελάμβανον οΙ χριστιανοί καί νά χάσουν τάς συμβουλάς του καί νά στερηθούν των προτροπών του, νά γίνουν πιό δειλοί καί νά έπ ιατρέψουν είς τήν παλαιάν των Αγωνίαν, χωρίς νά έχουν τόν άνθρωπον πού θά τούς προε¬ τοιμάσει διό τούς Αγώνας καί θά τούς διεγείρη καί τούς καθοπλίση.

3. Πρόσεξε δέ τήν κακουργίσν τού δαίμονος. Ό μέν Ηρώδης έκοψε τήν κεφαλήν τού Ίωάννου, αύτός ^δώ, δχι τήν κεφαλήν, άλλά μόνον τήν γλώσσαν κόπτει. ΔιατΙ &ρά γε; Λόγςι τής. μεγάλης του κακουργίας καί τής σκαιότη- τός του. "Αν τοΰ κόψω τήν κεφαλήν, λέγει, καί άποθάνη, θά φύγπ χωρίς νά βλέπη τήν Απώλειαν τών άδελφών του. Ε Έγώ δμως θέλω νά τόν κάμω μάρτυρα τής συμφοράς τών στρατιωτών του, ώστε νά στενοχωρήται άπό τήν όδύ- νην βλέποντας νά πίπτουν οί [δικοί του, χωρίς νά ήμπορή νά τούς δώση χεϊρα βοήθειας, μή έχων νά τούς συμβου- λεύση αότά τά όποϊα τούς συνεβούλευε πριν, άφοΰ μαζί μέ τήν γλώσσαν του έκόπη καί ή φωνή του.

Άλλ’ «ό δρασσόμενος τούς σοφούς έν τη πανουργίρ αύτών» (Α' Κορ, 3, 19) τήν έπινόησιν αύτήν τήν έστρεψε κατά τής κεφαλής έκείνου καί δχι μόνου &έν τούς έστέρη- σεν άπό τήν συμβουλήν του, άλλά τούς έκαμε νά άπολαύ- σουν καί περισσοτέρας προτροπάς 615 Α καί νά μετάσχουν πνευματικωτέρας διδασκαλίας, Επειδή λοιπόν τοϋτο έπε- κράτησε, καλείται λοιπόν 6 Ιατρός διό νά κόψη τήν γλώσ¬ σαν κα) Αντί Ιατρός γίνεται δήμιος, δχι νά διοοθώση τό πάσχον μέλος, άλλά καταστρέφων τό ύγιές. Καί μολονότι άφήρεσε τήν γλώσσαν, δέν ήμπόρεσεν δμως νά άφαιρέση μαζί καί τήν φωνήν, άλλ’ ή μέν τοΰ στόματος γλώσσα άπε- κόπετο, ή τής χάριτος δμως ή γλώσσα ήρχετο διά νά κα- θίση είς τό στόμα τοΰ Αγίου. Καί ή μέν φύσις άπεχωρίζετο τό ίβικόν της μέλος, έπειδή τήν έξηνάγκαζεν είς τοϋτα τό φονικόν δργανον, ή χάρις δμως δέν ^πέτρεψε μαζί της νά χάση καί τήν φωνήν. Δι’ αύτό λοιπόν οΐ χριστιανοί Απή- λαυσαν πνευματικωτέρας διδασκαλίας, Β δχι άπό άνθρω- πίνην φωνήν όπως Ακριβώς προηγουμένως ήκουον, άλλ“ Από θείαν καί πνευματικήν καί άνωτέοαν τής ίδικής μας φύ- σεως καί δλοι συνέτρεχον, άπό έπάνω Αγγελοι, άπό κάτω Ανθρωπο», έπειδή έπεθυμουν νά ΐδουν στόμα χωρίς γλώσ¬

σαν καί νά τό Ακούσουν νά όμιλή ίτοι. Διότι πράγματι ήτο θαυμαστόν καί παράδοξον πραγμα τό νά όμιλη στόμα χω ρίς γλώσσαν, τό όποϊον είς μέν τόν διάβολον έφερε πολ- λήν ( ντροπήν, είς δέ τόν μάρτυρα πολλή ν δόξαν καί εις τούς χριστιανούς παρηγοριάν καί ύπόθεσιν ύπομονης. Δι¬ ότι ύπάρχει τέτοια συνήθεια Ανωθεν καί έξ Αρχής είς τόν βιόν, δσα σοφισθή έναντίον μας ό διάβολος, αυτά νά τά στρέψη κατά τής κεφαλής έκείνου καί νά τά έτοιμαζη υπέρ τής Ιδικής μας σωτηρίας. ,

έ' Σκέψου λοιπόν, δτι έκεϊνος έβγαλεν άπό τόν παρα- βεισον τόν άνθρωπον, τοΰ ήνοιξεν δμως δ θεός τόν ουρα¬ νόν. Τόν άπεμάκρυνεν έκεΐνος Από τήν έξουσίαν που εϊχεν /πΐ τής νής καί ό θεός τού ίδωσε τήν βασιλείαν τών ούρα νών καί έγκαθίδρυσεν είς τόν θρόνον τόν βασιλικόν τήν άν- βρωπίνην φύσιν.48 Τόσον περισσότερα πάντοτε παρέχει τά Αγαθά τά όποια ό διάβολος Επιχειρεί νά μας άποστερήση. Κάμνίι δέ τοϋτο Αφ’ ένός μέν διά νά κάμη έκεΐνον πιό ό- ιινηρόν είς τάς έναντίον μας ίπιδουλάς του, άφ’ έτέρου δέ Αιά νά έκπαιδεύση ήμάς νά μή φοδούμεθα καθόλου τά τε- χνάσμστά του, πράγμα πού συνέβη τώρα καί μέ τόν μάρ¬ τυρα, Διότι καί τήν φωνήν πού ένόμισεν δτι θά τοΟ στερή- βη, πολύ μεγαλοτέραν καί σεμνοτέοαν τοΰ τήν έχάρισεν ό •εός. Άλλωστε δέν ήτο τό Ιδιον πράγμα νά όμιλή μέ γλώσ- σαν καί χωρίς γλώσσαν. Διότι, τό μέν έν ήτο έπό- μίνον καί κοινόν είς δλους, τό δέ Αλλο άνώτερον τής ψύΐσως καί ίδιον αύτού καί μόνον. Μολονότι δέ Αν Κ«ί Ιμΐινιν Αφωνος μετά τήν άποκσπήν τής γλώσσης του Α μάρτυς, δμως καί έτσι πού ήτο /ίπληρώθησαν είς τό πρό- ΟΜίτόν του τά τών άγώνων καί άπετελειώθη 6 στέφανος. Διότι ήττα μεγίστη και Απόδειξις σαφής ήτο τό νά άπο- Κόψη τήν γλώσσαν. Διότι, έάν δέν έφοβεΊσο. μιαρέ καί ττβυμίσρε, τήν γλώσσαν, Ε διατί λοιπόν τήν έκοψες; Διά Βθιον λόγον δέν Αφησες τήν ύπόθεοιν τών παλσισμάτων, άλλ* Απέκλεισες τό οτάδιον; δπως, έάν κανείς πρόκειται νά λάβη μέρας είς παγκράτιον,*1 ά<υού δεχθή πολλά κτυ- ΐτήματα καί μή ήμπορών νά άντιοταθή είς τό έξής, θά διέ- Τβοοι νά κοπούν αΐ χ.εϊρες του Αντιπάλου του διά νά τόν ΚΤΥΐτό1 (τσι, δέν ύπάρχει λοιπόν άνάγκη άλλης Αποδείξεως τό νά καταλογήση κανείς τήν νίκην εΐς έκεΐνον τοΰ 6-

ΜΙ τήν "„τοο·:Λτνχήνι Ι’ΐωϋιν 4Λο έίς, τό πρόαπιπβν ιβί

ΚΐΐΠβΑ ή φιΐαι-ς ίνήλβίν «ίς ιόν οόρινόν ν.ν. ΙχΛΡηίβν ε»ξ:·

|1| Ιίβ Η*οΙΙ ΙΙβΤρός "ήν 6*-4 «Ίρινοΰί Άνάληψίν ΚρρΙου.

47, Πιγχράΐιον τοός Ιρχ,χίυυς χρόνβϋς ίκίλ#1τ& ιό ά^ώνιαμ» ·:ό 4η«1·ν πιριίλίμίανι μαζί *Αλην κλ! Λνγμ»Χί«''·

ΐυλΧΝΗΓ ΧΙΎΧΟΧΤυΗϋϊ

Κ1Σ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΜΑΓΤΓΡΑ ΓΒΜΑΚΟΝ

ποίου Σκόπησαν αΐ χεΐρες- 616 Α Ετσι λοιπόν καί μέ τόν μάρτυρα, ή πιό σαφής έξ δλων άπόδειξις τής νίκης κατά τοΰ θαίμσνος Εγινεν ή Εκκοπή τής γλώσσης του μάρτυρας. Διότι, καί ητο θνητή ή γλώσσα, Επειδή δμως Εδωσεν εις τόν διάβολον άθάνστα κτυπήματα, διά τούτο Επέπεσεν ύρμητικώς κατ’ Επάνω της, είς μέν τόν έαυτόν του προσά- πτων μεγσλυτέραν καταισχύνην, είς τόν μάρτυρα κατα- σκευάζων λαμπρότερου τόν στέφανον. Διότι δπως είναι ά- ξιοθαύμαστον τό νά δη κανείς δένδρο ν χωρίς ρίζας καί πο¬ ταμόν χωρίς πηγήν, Ετσι εΐναι παράδοξον καί τό νά άκού- ση κανείς χωρίς γλώσσαν φωνήν.

4, ΠοΟ είναι λοιπόν τώρα αύτοί πού άπιστούν είς τήν άνάστασίν των σωμάτων; Ιδού ή φωνή καί άπέθανε καί άνέστη καί δλα αύτά Εγιναν Εν ριπίή όφθαλμού, μολο¬ νότι τούτο εΤναι πολύ άνώτερον άπό τήν άνάστασίν των σωμάτων. Β Διότι, Εκεΐ ή φύσις τών σωμάτων ύπάρχει, ή οόνθεσις δέ μόνον Εχει διαλυθή' Εδώ δμως κατεστράφη ή ύπόθεσις τής φωνής, πλήν καί Ετσι Εγινε πιό λαμπρή. Μο¬ λονότι βεβαίως κανείς άν άφαιρέση τόν αύλόν Εκ τοΰ λά* ρυγγος παραμένει πλέον άχρηστον τό δργανον, δέν ουμ- δαίνη δμως τό ίδιον μέ τόν πνευματικόν αύλόν, άλλ’ άν καί τού άφηρέθη ή γλώσσα, 6χι μόνον δέν Εμεινεν άφωνος, άλλά καί Εψαλλε γλυκύτερον καί μυστικώτερον μέλος καί μέ περισσοτέραν Εκπληξιν. Εις μίαν κιθάραν π.χ., δν κανείς άφαιρέση καί μίαν χορδήν μόνον, τότε γίνεται άργός 6 τε- χνίτης, Αχρηστος ή τέχνη, μάταιον τό δργανον, Εδώ δμως τίποτε τό τοιοΰτον, άλλά τό Εντελώς άντίθετον. Διότι, κιθάρα έγινε τό στόμα, χορδή ή γλώσσα, τεχνίτης ή ψυχή καί τέχνη ή όμολογία. ’Αλλ’ Επειδή δμως άφηρέθη ή χορ¬ δή. δηλαδή ή γλώσσα, δέν άπέβησαν άχρηστα ούτε ό τε¬ χνίτης, ούτε ή τέχνη, οΰτε τό δργανον, άλλ’ δλα παρου- σίαζον τήν (δικήν των δύναμιν.

Καί ποΤος τά Εκαυεν αύτά; Ποιος έπέθειξεν αύτά τά θαυμαστά καί παράδοξα; Ό θεός πού μόνος αύτός κάμνει τά παράδοξα, πεοί τοΰ όποίου λέγει ό Δαβίδ. «Κύριε, ό Κύριος ήμών. ώς θαυμαστόν τό όνομά σου Εν π&σρ τη νη' βτι Επήρθη ή μεγαλοπρέπειά σου όπερά νω τών ούρανών' εκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηοτίσω αΤνον» (Ψ^λ»ί, 6. 2 - 3ί. Ο Τότε λοιπόν άπό στόματα νηπίων κα! θηλαζόντων, Ενώ τώρα άπό στόμα χωρίς γλώσσαν, Τότε φύσις νηπιακή. Ενώ τώοα στόμα Εοηυον. Τουφερά ήτο τό¬ τε ή οίία είς τά πα'δ^α. ό καρπός δμως ώοιμος. Ενώ Εδώ καί αότή λ ρίζα άφηρέθη καί ό σχηματισμός τού καοπού δέν ήμποδίζετο, διότι καρπός τής γλώσσης ήτο ή φωνή,

ΚΊ

Πιό θαυμαστά τά ύστερινά άπό τά προηγούμενα. Καί διά νά μή γίνωνται αύτά άπίστευτα, διά τούτο προσπέρασεν έκιΐνα, διά νά μή άνησυχώμεν είς αύτά, Εχουσα συνηθίσει ή διάνοιά μας είς Εκείνα Εκ τών προτέρων. Διά τούτο αυτά Ιλαβον χώραν τώρα, διά νά γίνουν πιστευτά Εκείνα τά ά- φανή καί παλαιά πιστοποιούμενα άπό τά φανερά καί προσ- φάτως γενόμενα. Ε Έτσι κάποτε έβλάστησε καί ή ράβδος τού ’Ααρών, δπως τώρα έβλάστησε τό στόμα τοΰ^ μάρτυ- ρος. ΔιατΙ δμως τότε έβλάστησεν ή ράβδος τού Ααρων; σπ«ιδή ήτιμάζετο ά ίερεύς. Καί διστι τώρα ίβλάστησε τό στόμα τού μάρτυρος; Επειδή ΕβλασφημΕ.Ρ- ό μέγας άρ- χιιρεύς 6 Χριστός. Βλέπε λοιπόν πόση είναι ή συγγένεια τού θαύματος καί ή ύπερσχή. Διότι, δπως έκείνη ή ράβδος πού δέν ήτο ήνωμένη μέ τήν ρίζαν, ούτε Επρομηθευετο άπό τήν γήν τήν σχετικήν ύγρασίαν, άλλά στερουμένη τήν Εν λόγιμ προμήθειαν καί άπολέσασα τόν καρπογόνον δυνα- μιν, αίφνιδίως παρουσίασε καρπόν, Α Ετσι λοιπόν καί Εδώ ή φωνή, άν καί Εχασε τήν ρίζαν της καί δέν είχε τήν 60- ναυιν τού όργάνου, δλως αίφνιδίως έβλάστησεν είς ξηρόν και άγονον στόμα. ΕΙς αύτό μέν ή συγγένεια, είς τό άλλο δέ ή ύπεροχή' διότι είναι μεγάλη ή διαφορά τού καρπού ΐταξύ τών δύο. Διότι ό μέν εϊς ήτο αισθητός, Ενφ δ άλ- ος πνευματικός καί άνοίγων αύτούς τούς σύρανούς είς Ε- κΐΐνον πού ί γέννησε τότε τήν φωνήν αύτήν.

Δι’ δλα αύτά λοιπόν άς χαρούμε μαζί μέ τόν μάρτυ¬ ρα, άς δοξάσωμεν τόν θαυματουργοΰντα αύτά θεόν, άς μι- μηθώμεν τήν ύπομονήν τοΰ συνδούλου μας, άς εύχαριστή- σωμεν διά τήν χάριν τόν Κύριόν μας, άς λάβωμεν άπό αύ¬ τά πού έλέχθησαν άρκετήν άνακούφισιν είς τούς πειρα¬ σμούς καί άφοΰ θαυμάσωμεν τήν δύναμιν τού δημιουργού μας θεού Β καί τήν κηδεμονίαν του, άς προσφέρωμεν ό καθείς τό κατά δύναμιν καί τά δσα Εξαρτώνται άπό αύτόν θά Ακολουθήσουν πάντως. Είτε άνθρωποι, είτε δαίμονες, «Τη αύτός ό διάβολος μάς κτυπςί, τίποτε περισσότερον δέν θά ήμπορέσουν Εναντίον μας ο| Εχθροί, μόνον άν Επι- Λείξωμεν βεβαίως τήν προθυμίαν μας καί προσφέρω μεν δσα Εκ μέρους μας πρέπει νά προσφερθσϋν. Διότι Ετσι θά Εψελ- κύσωμεν τήν συμπάθειαν του Θεοΰ Εδώ καί είς τήν μέλ- λουσαν ζωήν θά άπολαύσωμεν πολλήν δόξαν καί σωτηρί¬ αν, τήν όποίαν είθε δλοι νά Επιτΰχωμεν μέ τήν χάοιν καί γήν φιλανθρωπίαν τοΰ Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, μετά τού όποίου είς τόν Πατέρα καί είς τό δγιον Πνεύμα άρμό- ζΐι δόξα, τιμή καί δύναμις είς τούς αίώνας τών αίώνων. Αμήν.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΜΑΡΤΥΡΑ ΡΩΜΑΝΟΝ ΛΟΓΟΣ Β'

I. Α1 μέν παλαΐστραι -παρέχουν είς τά σώματα άν- δρείαν καί μεθόδους άθλητικής τέχνης, αΙ δέ μνήμσι τών μαρτύρων Εξοπλίζουν τάς ψυχάς διό νό άντιμετωπίσουν τά τεχνάσματα τών δαιμόνων καί τάς γυμνάζουν πώς νά πα- λαίουν Εναντίον των, Ο Διότι τό νά Εκθέση κανείς δημο¬ σία τήν άθλητικήν προσπάθειαν καί τήν άυένδοτον πάλην πρός τάς μάστιγας, αύτά δίδουν εις τήν εύσέβειαν θάρ¬ ρος, όπως άκριβώς ή διήγησις των Εν σταδίψ παθημάτων κάθε μάρτυρος βοηθεΐ είς τό νά διέλθη κανείς τόν στενόν δίαυλον^ τών πνευματικών άγώνων. Τέτοια είναι καί ή μνή¬ μη τού σήμερον ςττεφανωθέντσς άθλητοΰ. Διότι, ποιος δέν θά τολμήση πλέον νά άγωνισθή κατά τοΟ διαβόλου, έχον¬ τας άσκηθη είς τήν ψυχήν άπό τά παλαίσματα τοΟ μάρτυ- ρος, τόν όποιον δέν ήμπόρεσε νά κατατρομάξη πλήθος τόσων πολλών κινδύνων; Διότι τότε είς τόν κόσμον Εχό- ρευε μεγάλη καταδυνάστευσή τής άσε’βείας καί ή ζωή Εμι- μεϊτο τήν θάλασσαν πού σείεται άπό τά βάθη της καί άπό τό πέλαγος μετεφέρθησαν είς τήν γήν αΐ τρικυμίαι Ε καί φοβερός κλάδων Εκύκλωσε τό σκάφος τής εύσεβείας, κατά τόν όποιον ύπήρχον πολλοί νεκροί κυβερνήται, μέγας άριθμός ναυτών Ετάφη ύπό τά κύματα καί όλα ήσαν πλήρη πικρών φόβων και ναυαγίων. *Έπνεον οΐ βασιλείς όρμητι- κώτερον καί άπό καταιγίδα, φοβεράς τρικυμίας Επέφερον οΐ τύραννοι, θρόνοι άρχόντων συνεκινοΟντο, δικασταΙ Εκή- ρυττον τήν άρνησιν τοΰ Χριστού, μέ πικράς τιμωρίας ή- πείλουν τοός παραβάτας οΐ νομοδέται, 41 * Α άνδρες ήρπά- ζοντο διά νά θυσιάσουν τάς θυσίας τών δαιμόνων, γυναί¬ κες έσύροντο είς τό δδέλυγμα τών βωμών. Είς αύτόν τήν λύσσαν Εσύροντο άκόμη καί παρθένοι, Ιερείς έφυγσδεύον- το καί χριστιανοί Εξεδιώκοντο άπό τούς Ιερούς τόπους,

48. ΛΙαΐ)λ&ί=4ιηλ<Λς Φράμος, 3·*’,ή 3ΐΕν1. Ό ί,ϊο

αγών ίαμα τών 3ρομ4ίι*ν. (βτοι ατ,μεΐϊ,ν -ιοδ πα&Ιο». I

“.(χχο'ΐ %Λ-ά. μί|χος αδτβΟ χαΐ τ:χραχΑμϊςτ«7ΐ«ς μίαν ίΐήλην, ϊ|ιι; ιίυομί.· ζίΐο -ΑΛμπιήρ. ί-έστρ*φον ίπίίΐυ ηρτχΕίμένο!» νλ «ρματΐίίυν τλ ά·?ιί>νισιιι ϊρ^μΟΝ ■/.·£[ «τιί/ο’.ν -ήυ ν'χη-,

Διά τέτοιου είδους μάχην Εξωπλίζετο ό μάρτυς κα| μέ τήν γνώμην άντεστάθη είς τόσους πολλούς κινδύνους, ως σκια¬ μαχίαν θεωρών τήν παράτα ξιν τών άντιπάλων καί Οπως είς τά σκάμματα άντί διά κόνιν μέ τήν πίστιν του τούς δι- καστάς πασπαλίζοντας, έτσι προκαλοϋσε τήν γνώμην του τότε δικαστοΰ, άφου Εσταμάτ ησε τήν είσοδόν του είς τόν ναόν. Διά τοϋτο εύθύς ό γενναίος ώδηγήθη είς τά βασανι¬ στήρια καί τοΰ προσεφέροντο πολλά είδη τιμωριών, Β ό μάρτυς δμως ώμοίαζε μέ κιθάραν, μέ τήν χορδήν των βα¬ σανιστηρίων προκαλαύμενος είς άμιλίαν. Καί οί μέν δήμιοι τοΰ συνέτριδον τό σώμα, Εκείνος δμως σάν χάλκινου δρ- γανον κρουόμενον άπηχοΰσε τό μέλος τής εύσεβείας Ε¬ κείνοι άφοϋ τόν έκρέμασαν είς τό δένδρο ν τόν Εξέσχιζαν, Εκείνος δμως ήσπάζετο τό ξύλον ώς νά ήτο δένδρον ζωής. Εκείνοι διεαπάρασσον τάς παρειάς τοΰ δικαίου σάν νά ή¬ σαν πλευρά, αύτός δμως Ερητόρευε σά« νά Ελώμβανε καί άλλα στόματα καί κατήσχυνε μέ νέου είδους πτώσιν τόν άντίπαλόν του.

"Οταν λοιπόν είδε τόν δικαστήν νά τόν ποοσκαλή είς τήν Επιμέλειαν τών δαιμόνων, ζητεί νά τού φέρουν £ν μι¬ κρόν παιδίον Εκ τής άγοράς διά νά τό κάμρ κριτήν αύτών πού Εζήτει άπό τόν μάρτυρα ό δικαστής καί δταν τοϋ προσ- ήχθη τό βρέφος, τού ύπέβαλε τήν σχετικήν μέ τό θέμα τοΟτο έρώτηοιν, Τέκνόν, τοϋ λέγει, είναι δίκαιον νά προο- κυνή κανείς τόν θεόν, ή τούς θεούς τούς όποιους παραδέ¬ χονται αύτοί Εδώ; Μεγάλη πράγματι ή σοφία τού ράρτυ- ρος μέ τό νά κάμη δικαστήν τοΰ δικαστοΰ .τό μικρόν παι- άίον καί Εκείνο εύθύς άποφαίνεται ύπέρ τοϋ Χριστού, διά νά άποδειχθή έτσι, δτι άπό τούς άσεβείς δικαστάς συνετώ- τιρα εΰρίσκονται καί παιδία, μάλλον δμως διά νά μή ιΐκινρ μόνον ό μάοτυς μάρτυς. άλλά καί άλείπτης μαρτύρων. Πλήν ούτε καί τούτο άνέτρεψε τήν μανίαν τοϋ δικαστοΰ, άλλ’ ΐύθύς 6 μάρτυς Ο μετά τεϋ βρέφους ώδηγεΐτο είς τό ξύ- λρν καί αύτήν τήν τιμωοίαν πάλιν ή είρκτή δπδέχθη καί Εκείνην άλλη άπόφασις άπονέμουσσ είς τούς άθλητάς ποι¬ κίλας τιμωρίας. Καί τό μέν βρέφος κατεδίκασεν είς θάνα¬ τον, τόν δέ μάρτυρα είς Εκχομήν τής γλώσσης.

ΠοΤος ήκουσε τέτοιον τρόπον κρίσεως ποτέ; μαστί¬ ζουν οί δικασταΙ τούς καταδίκους διά νά όμολογήσουν δσ« γνωρίζουν διά τόν έαυτόν των' κόπτει δέ τήν γλώσσαν του μάρτυρος ό κοιτής τής άσεβείας, Εζαναγκάύων νά σ·ωπδ οΟτος Λσα γνωρίζει διά τόν έαυτόν του. Ε ΗΩ <ροβεσά Λτινάησις άπάτης. Τήν ψυχήν πού φρονεί τά τοΰ Χρίστου.

ΙϋΑ.ΜΜΙΓ ΧΡΓΪΟΙΤΟΜΟΪ' 90

λέγει, δέν τήν μετετόπισα καί Αν Ακόμη κόψω τήν ύπέρ Χριστού όμιλούσαν γλώσσαν.

Άπόκοψε λοιπόν τύραννε τήν γλώσσαν, διά νά μάθης ότι τό στόμα καί χωρίς γλώσσαν ρητορεύει ύπέρ Χριστού. Άφαίρεσε λοιπόν τήν γλώσσαν άπό τό στόμα, διά νά γυω- ρίσης Εκείνον πού ύπόσχεται τά Αληθή γνωρίσματα τών γλωσσών. Διότι τό μέν δργανον τής γλώσσης τό έκοψεν, ό λόγος δμως Εξώρμησε κατόπιν πιό Ακατάσχετος, σάν νά είχεν Απαλλαγή άπό κάποιο Εμπόδιον τής γλώσσης. Α θέαμα άσύνηθες καί παράδοξον, σάρκινος πρός σαρκικούς άσάρκως όμιλών. ΕΙς τόν μάρτυρα έπομένως άρμόζουν οί λόγοι τού προφήτου- «Έπληρώβη χαράς τό στόμα ήμών καί ή γλώσσα ήμών ΑγαλλιΑσεως» (Ψαλμ. 125, 2). Έπλή- σθη άπό χαράν τό στόμα, Επειδή προσέφερεν εις τόν Χρι- στόν νέον θύμα τήν γλώσσαν. Ήσθάνθη καί ή γλώσοα ά- γαλλίασιν, Επειδή έγινε πρόδρομος μάρτυς τού μάρτυρος. γλώσσα πού μετέβης ποίν άπό τήν ψυχήν είς τήν χο¬ ρείαν τών μαρτύρων. στόμα πού Εγέννησες μάρτυρα πού Εκρύπτετο Εντός σου. Ύϊ γλώσσα πού Απέκτησες θυ¬ σιαστήριον τό στόμα. ’Ή στόμα πού είχες ώς σφάγιον τήν γλώσσαν σου. Διέφυγες, ώ γενναίε, τήν προσοχήν τών Αν¬ θρώπων μέ τό νά έχης ναόν τό στόμα, ναόν μέσα είς τό όποιον Εθυσίασες ώς παράδοξον Αμνάδα τήν σύναιμόν σου γλώσσαν.

Β 2. Ποιος ρήτωρ θά στεφάνωση Επαξίως τάς άρε- τάς σου; Έλαβες άπό τήν φύσιν γλώσσαν καί Εσύ τήν Α- νέδειξες μάρτυρα. Έλαβες στόμα διά νά χρησιμεύση φυ- λακτήριον τής γλώσσης καί Εσύ κατεσκεύασες τό στόμα βωμόν τής γλώσσης. Έλαβες τήν ήχούσαν χορδήν καί Εσύ τό άνέδειξες στάχυν κοπτόμενον. "Ελαβες γλώσσαν διά νά διακονή εις τούς λόγους καί Εσύ τήν Εθυσίασες είς τόν Χριστόν ώς άμωμον πρόβατον. Μέ ποίαν κατάλληλον όνομασίαν λοιπόν νά τιμήσω τήν γλώσσαν σου; Μέ ποιον βνομα νά σοΰ κοσμήσω τήν γλώσσαν; Τής προσέφεραν οϊ δήμιοι τήν μάχαιρσν καί αότή, δπως ό δεδεμένος Ισαάκ, δέν Εσκίρτα. άλλ’ ώς νά εύρίσκετο είς τόν βωμόν τού στό¬ ματος μέ εύχαρίστησίν άνέμενε τήν Εκκοπήν, διδάσκουσα είς τάς γλώσσας τών άνθρώπων, ότι όνι μόνον νά όμιλοΰν περί ^Χριστού, (άλλ’ δτι πρέπει .καί νά κόπτωντσι ύπέρ αυτού. Ηρπασες λοιπόν, ώ γενναίε, τό φιλότιμου τής θυ¬ σίας τού πατριάρχου Αβραάμ, Επειδή προσέφερες άντΙ τέκνου μονογενούς τό μονογενές βλάστημα τής γλώσσης σου. Καλώς, δθεν, καί 6 Χριστός σοΰ Ενεφύτευσε δευτέ-

>11 κι 2 ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΗΑΓΤ1ΤΑ ΙΊίΜΑΝΟΝ Η¬

ραν γλώσσαν, διότι σέ εδρε καλόν γεωργόν τής πρώτης. Καλώς, έπομένως, σου Εχάρισε τήν άσαρκο ν γλώσσαν, δι¬ ότι δέν ήρμοζεν ή σάρκινος είς τό Αγγελικόν φρόνημα. Κα¬ λώς λοιπόν σοΰ έδωσε τήν άμοιβήν τής γλώσσης. ’Εχρησι- μοποίησες διά θυσίαν είς τόν Κύριον τήν γλώσσαν σου καί αύτός τής Εδάνεισε φωνήν διά νά ρητορεύη καί έτσι μετα¬ ξύ τής γλώσσης καί τού Χριστού έλαβε χώραν μία συναλ¬ λαγή, ώστε ή μέν γλώσσα νά κοπή πρός χάριν τού Χρι¬ στού, 6 Χριστός νά άμιλή άντί τής γλώσσης.

Πού είναι τώρα ό Μακεδόνιος,48 ό όποιος άντιμάχε- ιαι πρός τόν Παράκλητον πού έδωσε τό χάρισμα τών λωσσών; °Ότι δέ δέν ψεύδομαι μέ τό νά Αποδίδω είς τήν εότητσ τού Παρακλήτου τάς δωρεάς τών χαρισμάτων, μάρτυς μου είναι ό μακάριος Παύλος, αύτός πού τώρα βορ πρός τήν ίδικήν σας άγάπην' «Πάντα ταυτα Ενεργεί καί τό σύτό Πνεύμα, διαιρούν Ιδία έκάοτφ, καθώς βούλε¬ ται» (Α' Κορ. 12, Μ). Καθώς βούλεται, λέγει, βχι καθώς τού παραγγέλλουν νά πράξή. Αλλά διά νά μή γεμίσω τόν νούν σας μέ πλήθος άλλων πραγμάτων. Ενθυμούμενοι αύ- τήν τήν φωνήν ύπέρ τού Παρακλήτου, Ε πού εΤναι Ισχυρά, άς άπέλθωμεν έτσι άπό τόν χώρον τούτον, οκεπτόμενοι μέν κατ’ Εκείνων μεγάλα, συγχωροϋντες όμως αυτούς πού κά¬ ποτε Επλανήθησαν καί προσκυνούντες τόν θεότητα τού Παρακλήτου Καί ή μέν προφητική σάλπιγξ Εξαγγέλλουσα Εκ τών προτέρων τήν οικουμενικήν είς Χριστόν συμφωνί¬ αν ίλεγεν, «δτι είδήσουσί με, λέγει, άπό μικρού αύτών καί ϊωε μεγάλου αώτων» (Ίερεμ. 31, 34} 4Ζ0 Α καί «Πάσα γλώσσα Εξομολογήσεται τώ θεφ τώ άληθινώ» (Ρωμ. 14, ΤΙ). Καί ό μέν ποοφήτης. δπως είπα, είς τό δίκτυον τής θεογνωσίας περικλείει κάθε γλώσσαν, ημείς δέ σήμεοον θά Ακούσωμεν καί ρότορα χωρίς γλώσσαν, ό όποιος ύπερα- σπίζιται τήν ευσέβειαν, ώς κιθάοαν τρόπον τινά πού Ενφ στερείται χορδής, εύφημε! τόν δημιουργόν. "Ας λέγει λοι¬ πόν καί ό άγιος Ρωμανός τό ψαλμικόν. «Ή γλώσσα αου κάλαμος γραμματέως όξυνοάφΟυ» (Ταλμ. 44, 1), Ποία γλώσσα; “Οχι αύτό πού έκοψεν Λ υάγαιοα, άλλ’ Εκείνη πού Εχάλκευσεν ή χάρις του Αγίου Πνεύματος, διότι μόλις ΕλΟθη ή γλώσσα, τήν θέσιν της έλαβεν ή χάρις τού Πνεύ¬ ματος.

•VI. Μο'νιϊι'.νΐ',: 'ίΪΓΜΐ Οϊΐΐφΐ* τΐΛ-ριά3χ>;: Κ'ιννα'ΜΛτίναιπήλκυ; . Ί!γιν*ν ΐή; βίρέαβο* χιΐϊν Ι!*»:>|ΐκΐομβ7Γ!'ν. Έορόν=ι ί-ι τίι 1-

γιπν ΙΓν«0|ΐΛ ?ίν «Ιναι Ηεό<:, 'ο<υ>ν ιυ6ο<ι>π&ν π)·: ΑγΕ»ς Τ^ιίΛο:, ϋιλίΐ βίΙ*|ΐθΐ κχΐ 4νιΐιι·'/1'.γς|ΐ$, Κ Χ'.^νΛ^Οΐ; -Λ.·/ τής Κ'ΐινσΛανΠν'Τ'ί·

Κάλ»<ι>ν Μ(1 κ*ί ΐκϊίουμίνςχήν 2άνο5αν (<!8ΐ ) ,

ίΰΑΝΧΟΓ ΧΓΓϋϋΣΤΟΜΟί'

ΚΙΣ, τυκ ΛΙΤΟΝ ΜΑΙ’Π'Ι'Α ΆΜΑΧΟΝ ΰ’

Β ΕΙχον καί σί Απόστολοι γλώσσας, άλλά διά νά φανή ή δύναμις του ένεργοΰντος θεού, Ετταυσεν ό πηλός καί ώ- μιλει τό πυρ τό ούράνιον. Είχε καί ό μωσαϊκός Νόμος ει¬ κόνα του ύπερφυσικοϋ τούτου πράγματος, διότι είχεν ή βάτος καί τό πυρ. Καί τό άπσστολικόν πύρ προετύττου Εττ) τής βάτου τάς φωνάς τοϋ κηρύγματος καί δίδει φωνήν είς τό άψυχον διά νά γίνβ πιστευτόν όταν Εγγ[ση τά Εμ¬ ψυχα όργανα. Έάν λοιπόν τό άψυχον ή άφή τοϋ πυράς τό μετέβαλεν είς Εμψυχον, πώς δέν έπρόκειτο νά γεμίση ψυ- χάς λογικάς δΐ’ άφής διά νά ήχήση τό παναρμόνιον μέλος; ΑΟτήν τήν χάριν τήν Ελαβε καί 6 άοίδιμος Ρωμανός Ο καί μολονότι τοϋ Εκοψαν τήν γλώσσαν, Εκείνος μέ μεγαλυτέ- ραν φωνήν ήλεγχε τόν τύραννον. Καί δέν θά έτάλμα κάν δ τύραννος νά προβή είς Εκτομήν τής γλώσσης, άν δέν Εφο¬ δε·™ τά ρεύματα των Ελέγχων, δν δέν κατεττλήσσετο πρώ¬ τον άπό τόν χείμαρρον τοϋ κηρύγματος, δέν Ενόμιζεν ότι ήμπορεΐ νά Αναχαίτιση τά κύματα τής εύαγγελικής ρητορείας. ”Ας ίδωμεν δμως άπό ποιαν Ανάγκην κινούμε¬ νος ό τύραννος προέβη είς αύτό τό τόλμημα.

3. θυσιάοας κάποτε ό Ασεβής τύραννος είς τά είδω¬ λα καί καθώς ήτο γεμάτος καπνόν καί κνίσσαν καί σταγό¬ νας Ασεβείας, τροχάδην προχωρεί πρός τήν Εκκλησίαν καί φέροντας μαζί του καί τόν γεμάτον μέ αΐματα *πέλε- κυν, Εζήτει ίττιμόνως νά εύρη τόάναίμακτον θυσιαστήριον Ο διά νά Επιτελέση Αθέμιτον θυσίαν. Πλήν ή μανία τοϋ τυ¬ ράννου δέν διέφυγε τής προσοχής του μάρτυρος.. Εύθύς λοιπόν Εκείνος τρέξας είς τά προπύλαια του ναοΰ, Ανακό¬ πτει τήν ήδη φερομένην πλημμύραν τής Ασεβείας καί σάν πολύπειρος κυβερνήτης πού βλέποντας τήν θάλασσαν νά άπειλη τήν πρώραν 6έν άνέχεται νά μένη άδρανής, άλλά διασχίζει δλον τό σκάφος μέ Ελαφρόν περπάτημα καί μέ τό πηδάλιου άφού σηκώση τήν πρύμνην, στρέφει τό πλοίον Αντίθετον πρός τά κύματα καί άφοϋ ύψώση τό κινδυνεϋον μέρος διασχίζει καταμεσής τήν τρικυμίαν καί μέ Αδεξιό¬ τητα αύλακώνει τό υψούμενον πέλαγος, τούτο κα! 6 μακά¬ ριος Ρωμανός Εκαμεν. Ε Ένψ ή είδωλολατρική θάλασσα Ε- βρυχατο βλάσφημα καί Λύσσα Εναντίον τοϋ σκάφους τής Έκκλησίαε καί Εχυνεν άφρούς αΙμάτων κατά τών θυσια¬ στηρίων, όπλίζεται μόνος του διά νά άντιμετωπίοη τήν μαινομένην θάλασσαν καί βλέπων βτι τό σκάφος καιρίως βαλλόμενου, άφυπνίζει τόν Κύριον πού διαμένει είς τό σκά¬ φος καί τόν άφυπνίζει άπό τόν Οπνον τής μακροθυμ (ας πού Εκάθευδε. Βλέπει τό πέλαγος νά χειμάζεται άπό τούς άυτι-

«:1

θέτονς άνέμους καί Αναφωνεί τούς λόγους τών μαθητών πού έκινδύνευσσν, «Έπιστάτα, σώσον, Απολλυμεθα» (Λουκ. 8, 24) . Πειραταί περιστοιχίζουν τό σκάφος, λύκοι πολιορ¬ κούν τό ποίμνιον, λησταί κατασκάπτουν τόν νυμφικόν σου θάλαμον, μοιχικά συρίγματα πολιορκοϋν ά_πό παντού τήν νύμφην, 421 Α πάλιν ό δφις τρυπφ τόν τοίχον τού παρα¬ δείσου, ό θεμέλιος τής Εκκλησίας, ή πέτρα σαλεύεται, ρί¬ ξε λοιπόν Εξ ούρανοϋ τήν εύαγγελικήν σου άγκυραν καί στήριξε τήν πέτραν πού σείεται' «Έπιστάτα, σώσον, Α- πολλύμεθα».

Ό κοινός κίνδυνος κάμνει τόν μάρτυρα νά λαμβάνη καί αύτός μέρος καί νά Εμφανίζεται μέ παρρησίαν είς τόν Κύριον άφήνει νά τρέξπ ή γλώσσα του κατά τοϋ τυράν¬ νου1 σταμάτα, τοϋ λέγει, άπό τόν μανιώδη τούτον δρόμον σου τύρανυε' κατάλαβε τήν άδυναμίαν σου, σεβάσου τά δρια τού σταυρωθέντος' όρια δέ τού σταυρωθέντος δέν εί¬ ναι οι τοίχοι τής Εκκλησίας, άλλά τά πέρατα τής οικου¬ μένης. ’Αποτίναξε τήν άχλύν τής μανίας, κύτταξε τήν γην καί Ενθυμοϋ τήν άοθένειαν τής φύσεώς σου. Β Άνάβλεψε ιίς τόν ουρανόν καί άναλογίσου τό μέγεθος τοϋ πολέμου. Άποστρέφου τήν Ασθενή συμμαχίαν τών δαιμόνων. Σκέ- ψου ότι οί δαίμονες, Εχοντες κτυπηθή άπό τόν σταυρόν, σέ προτείνουν προστάτην τών βωμών των. Τ( διώκεις τά Ακα¬ τάληπτα; Τί τοξεύεις τά Απέραντα; Μήπως 6 Θεός περιο¬ ρίζεται μέ τοίχους; Τό θειον εΐναι άπειρον. Μήπως 6 Κύ¬ ριός μας βλέπεται μέ σάρκινους όφθαλμούς; διότι είναι Α¬ θεώρητος καί Ασχημάτιστος κατά τήν βύσίαν του, Ανθρω- πίνως μόνον περιγράφεται καί βλέπεται. Μήπως κατοικεί είς τόν λίθον καί είς τό ξύλον τών Αγαλμάτων, πωλών τήν πρόνοιάν του είς τήν τιμήν ένός βοός καί ένός προβάτου; ^ Μήπως λοιπόν ό βωμός γίνεται μεσίτης είς τάς συναλλα- γάς του; Αύτή ή αΓτησις ταιριάζει μόνον είς τούς (δικούς οου άπλήσταυς δαίμονας. 0 Ό ίδικός μου Κύριος, ή μάλ¬ λον ό τών όλων Κύριος Χριστός κατοικεί είς τόν ούρανόν καί κατευθύνει τόν κόσμον καί θυσία δι’ αύτόν Αποτελεί ψυχή λ όποία βλέπει τόν ούρανόν, μία τροφή δι’ αύτόν, ή σωτηοία τών πιστών.

Παυσε λοιπόν νά ύψώνης τά δπλα κατά τής Εκκλη¬ σίας, τό ποίμνιον είς τήν γήν καί 6 ποιμήν είς τόν ούρα-

>'ι(ι. ΤοΊτλ ^ιν£μΟν£·. πόζα·* :χ-£ι^·, ; ! γ:, ·, <·,· *ί^υλί>λά'5*ι 5:4

υ/Ι* ΙΙ·',ύ; “·»·/, 'ΐι-ιε άπί- -ή-; ά!!*ν ς Γ.οοα^ρομέχ©·» Λ»; ιΐς

«έΤ'Λς ίΐΜ'.'» ·Λ ίξβοΤΟύν χα·. *}, μίγεΟ·:; τής Γ.ρόν λ',Ηρήιττουί ίο».

1 ΜΑΝΝΟΓ ΧΡΓΣΟΣΤΟΗΟΓ

94

νόν’ είς τήν γήν αί κληματίδες κα) ή άμπελος είς τόν ού¬ ρα νσν' άν Λοιπον κόψης τάς κληματίδας αυξάνεις τήν άμ¬ πελον. Είναι πλήρεις αΐμάτων αί χεϊρες σου, τό ξίφος σου σφάζει άλογα θύματα- λυπήσου τά Αναίτια θρέμματα καί ήμδς πού σέ Ελέγχομεν άφησε τό φονικόν δργανον. Λυ¬ πήσου τά άναίτια θρέμματα"1 καί σφάξε ήμάς πού σέ κατη¬ γορούμε ν. Διότι δ£ν φοβούμαι τόσον τήν μάχαιραν πού φονεύει Ανθρώπους , όσον τόν πέλεκαν πού σφάξει διά τήν θυσίαν. Ώ Ή άνδροφόνος μάχαιρα διαμελίζει τό σώμα, Ενψ ό Ετπβώμιος πέλεκας Εξολοθρεύει μαζί θύμα καί θύτην. Κό¬ ψε τόν ίδικόν μου τράχηλον καί μή μολύνης τό θυσιαστή¬ ριον. “Εχεις Εμπρός οου σφάγιον αυτόκλητον διά τήν θυ¬ σίαν, διατί κρατείς δεμένον άκόμη τόν ταύρον πού σηκώ¬ νει τά κεφάλι του Επάνω; Έάν Επιθυμης νά Θυσιάσης, θυ¬ σίαζε λογικόν σφάγιον είς τά προπύλαια τής Εκκλησίας.

Δέν ύποφέρει 6 τύραννος τήν υπερβολικήν παρρησίαν τού μάρτυρος, Ε άλλ’ εύθύς άρχίζει τό έργον τής θυσίας άπό τήν γλώσσαν. Κόπτει τήν γλώσσαν, όχι διότι ήθελε νά τόν φονεύση, άλλά πολεμώ ν τό κήρυγμα, δχι τόσον διότι Εφθόνει τόν κήρυκα, δσον διότι κατηγορεί τόν κη- ρυσαόμενον Χριστόν. ι^Αλλ’ 6 δρασσόμενος τούς σοφούς Εν τή πανουργίφ αύτών» (Α' Κορ. 3, 19), τό άποκοπέν δργανον τής φωνής Αποστέλλει άπό τόν ούρανόν καί μέ άόρατσν γλώσσαν βοηθεί τήν άδύνατον φωνήν καί χαρί¬ ζει είς τόν άφωνον φωνήν, φανερώνοντας Εμπράκτως είς τόν τύραννον τήν άνθρωπίνην δημιουργίαν. «2 α Καί όπως οί τεχνίται πού άνοίγουν τά φρέατα σκάπτοντας τά φλέ¬ βας του νερού κάμνουν νά τρέχη άφθονώτερον, έτσι καί ό τύραννος σκάπτοντας μέ τήν μάχαιραν τήν ρίζαν τής γλώσ- σης, Εκαμε νά χύνωνται όρμητικώτεροι οΙ κρουνοί των Ε¬ λέγχων.

θά ήθελα μέχρι τέλους νά Εντρυφήσω είς τήν ύπόθε- σιν αύτήν. τού μάρτυρος, άλλ’ έφθασε τό δριον τού κανο¬ νικού χρόνου καί μού παραγγέλλει νά σιωπώ, διότι καί δι’ Εσάς είναι Αρκετά πρός ωφέλειαν τά λεχθέντα κα! Απαραί¬ τητα τά διδάγματα τού πατρός διά νά όλοκληρωθούν τά λεχθέντα, τά όποια άς περιπτυχθώμεν διά τής μνήμης μας κα! εις δσα πρόκε.ται νά λεχθούν άς άνοίξωμεν τούς αΟλα- κας τής ψυχής, πρό πάντων άς προσκυνήοωμεν τόν θαυ¬ ματουργόν Χριστόν, διότι είς αυτόν άνήκει ή δόξα καί είς τόν Πατέρα καί είς τό Πανάγιον Πνεύμα τώρα καί πάντοτε καί είς τούς αίώνας των αΙώνων. Αμήν.

Μ τλ χνι^ίρΐίχτ·*, ιά Μίταψοριχιΐϊ- *&/.& ^ρ*η-

ιοΊί χρ;0τι*νοί,^ ,,ι <Λβ;0: Ατ/, τούς «13* ^λάτρας <!,5*ν

βρίΐιμΛΤχ ϊιί τήν Είς Χριατ3- “Γϊτιν τΐϊΐν.

ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΒΕΡΝΙΚΗΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟ- ΚΗΝ ΠΑΡΘΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΔΟΜΝΙΝΑΝ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΑΥ¬ ΤΟΝ,” ΟΜΙΛΙΑ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΗ

Α | . Δέν Επέρασαν άκόμη έΐκοσιν ήμέραι άφότου Επε- τελέσαμεν μνείαν τού τιμίου Σταυρού καί ήδη μαρτύρων μνείαν Επιτελουμεν. Είδες πόσον γρήγορος είναι 6 καρπός τού θανάτου τού Χριστού; ΑΙ δαμάλεις αύταί Εσφάγηοαν Εκείνο τό πρόβατον’ δΓ Εκείνον τόν Αμνόν αύτά Εδώ τά θύματα και δΓ Εκείνην τήν θυσίαν αύταί Εδώ αί προσφορά!- Δέν ίχομεν άκόμη εΐκσσιν ήμέρας πού έωρτώσαμεν τήν έ- ορτήν τού Σταυρού καί εύθύς Εβλάστησε τό ξύλον τού Σταυρού τά καλά βλαστήματα τών μαρτύρων. Αυτά λοι¬ πόν είναι τά κατορθώματα Εκείνου τοϋ θανάτου. *Ί5ε λοι¬ πόν τήν άπόδειξιν τών τότε λεχθέντων σήμερον νά Εκπλη- ροιϋνται Εμπράκτως. Τότε έλεγον, «Συνέκλασε πύλας χαλ¬ κάς καί μοχλούς σίδηρους συνέθλασε» (Ψαλμ. 106, Ιό) σή¬ μερον αύτά δεβαιοΰνται Εμπράκτως. Διότι Εάν δέν ϋθραυ- εν τάς χαλκάς πύλας ό Χριστός τού άδου, ποτέ δέν θά Ετολμοΰσαν γυναίκες κλεισμένος τόσον εύκόλως νά τάς 6ι- έλθουν. Β Έάν δέν Εθραυσε τόν σιδηρούν μοχλόν τής θύ- ρας, ποτέ κόραι νεαραί δέν θά εΤχβν τήν δύναμιν νά τόν Αφαιρέσουν. Έάν δέν ήχρήστευσε τήν φυλακήν, ποτέ δέν ΘΑ είσήρχοντο είς αύτήν μέ τόσην άφοβίαν αί μάρτυρες.

Εύλογητός ό θεός, περιφρονεϊ τόν θάνατον γυνή, γυ¬ νή ή όποία είσήγαγεν είς τήν ζωήν μας τόν θάνατον, τό πα¬ λαιόν δπλον τού διαβόλου τούτο τό' Ασθενές καί εύκόλως βλατττόμενον δργανον έγινεν δπλον άκαταγώνιστον. Γυ¬ ναίκες περιφρονούσι τόν Θάνατον, ποιος δέν θά Εξεπλήττε- το; "Ας Εντρέπωνται οί είδωλο λάτρα ι, άς κρυφθούν άπό Εντροπήν αί άρνούμενοι τήν Άνάστασιν του Χριστού Ι¬ ουδαίοι. ΕΙπέ μου λοιπόν ποιαν άπόδειξιν τής άναστάσεως Εκείνης ζητείς μεγαλυτέραν Από αύτήν, δταν βλέπης συντελήται τέτοια Αλλαγή πραγμάτων; Γυναίκες περιφρο-

Λί, Δίν •'νηιρ'^οι ιεν βυοτυχίΰ^ τ.*ρν 336χ«ρα οτο;χί?Λ άτ' 'τΛχντΛ, |κν π·ρΙ είς τί,·ν πχροΟαχν ίμιλίχν, Φϊ'νβταί 8μ»ς ΪΧΙ ΧΛΧήγΟΜΧ©

ΑηΔ χΑποιχν «4λ<ν 'ΐ; 2!>ρΙο;, ή τί|; π£ρ:αχΊ}ς πγ,Α γεηνιίζβι πρδ; τί;*# "Ιί3|ΐ300(ΐ τί|; Μ»β(;ποτ«|ΐίκς, Λοχ* νά ·ή|ίπ3ροί]3χν ί& $ιας> αΰνί,ν χιΐρφ Δυΐγχης,

ΐυΑΜ.ΝΟΪ ΧΡΓΪΟδΤΟΜΟΓ

ΚΙ 2 ΊΆ2 ΑΡΙΑ! ΜΑΡΤΓΡΑΙ »ΚΡΚΙΚΗίΐ ΚΑΙ ΙΙΡΟΪΔυΚΗΝ

νοΰν τόν θάνατον, πράγμα ποϋ ήτο φοβερόν καί φρικώδες άλλοτε καί είς Αγίους άνδρας.

Γνώρισε λοιπόν τόν φόβον πού έπροξένει σύτός άλ¬ λοτε, ώστε, βλέπων τήν τωρινήν του περιφρόνησή, νά θαυμάσης τόν αίτιον τής μεταβολής Θεόν. Μάθε τήν προ- ηγουμένην του δύναμιν, ώστε, βταν 6ής τήν παρούσαν του Αδυναμίαν, νά εύχαριστήσης τόν Χριστόν, ό όποιος τού I- ξερρίζωσε τελείως τά νεύρα του. Τίποτε πιό Ισχυρόν, Αγα¬ πητέ μου, άπό Εκείνον πρίν καί τίποτε πιό Ασθενές άπό ήμας. Τώρα όμως τίποτε δέν είναι πιό Ασθενές άπό Εκεί¬ νον Ο καί τίποτε πιό Ισχυρόν άπό ήμάς. Είδες πόσον καλή είναι ή μεταβολή πού συνέβη; Πώς Εκαμε τά Ισχυρά Ασθε¬ νή καί τά Ασθενή Ισχυρά ό θεός, Εξ Αμφοτέρων τούτων δεικνύων είς ήμάς τήν δύναμιν του;

Αλλά διά νά μή Αποτελούν μόνον ύπόθεσιν τά λεγά¬ μενα, φέρω Αμέσως καί τήν Απόδειξίν των. Καί Εάν νομί- ζης, πρώτον βς δείξωμεν Εκείνο, τά πόσον Εφοβοϋντο τόν θάνατον πρίν οί Ανθρωποι όχι μόνον Αμαρτωλοί, Αλλά καί άγιοι, οΐ όποιοι εΐχον πολλήν παρρησίαν πρός τόν Θεόν, πλούσιοι είς κατορθώματα καί Επιτυχόντες κάθε είδος ά- ρετής. 635 Α Καί τά άναφέρω αύτά δχι διά νά όποτιμήσω- μεν τούε Αγίους, Αλλά 6ιά νά θαυμάσωμεν τήν δύναμιν τού θεού. Πόθεν λοιπόν είναι φανερόν δτι Αλλοτε ήτο φο¬ βερών τό προσωπείον τού θανάτου καί οί πάντες εΐχον φρί- ξει καί έτρεμον; Άπό τόν Πατριάρχην πρώτον. Διότι ό Αβραάμ ό πατριάοχης, ό δίκαιος, 6 φίλος του θεού, ό Εγ- κσταλείψας πατρίδα καί οίκίαν καί συγγένειαν καί φίλους καί περιφρονήσας όλα τά παοόντα διά τήν Εντολήν τού θεού τόσον Εφοβεϊτο τόν θάνατον, ώστε όταν Επρόκειτο νά είσέλθπ είο τήν Αίγυπτον, νά είπη είς τήν γυναίκα του τά έξής' Β «Γινώσκω ότι γυνή εύπρόσωπος εΐ σό' Ιστσι ούν ώς άν ίδωσί σε οί Αιγύπτιοι, σέ μέν περιποιήσονται. Εμέ Αποκτενοϋσι. Τί λοιπόν; Ε^πέ δτι Αδελφή αό- τού είμι. ΐνα εύ μοι γένηται δ·Α οέ καί ζήσεται ή ψυχή μ Ου ίνεκέν σου» (ΓΕν. 12, ίΙ - 13). Τί εΐν5 αύτό δνιε καί πα- τσιάρχα; Παοαβλέπεις τήν γυναίκα σου άτιμσζομένην καί τήν συζυγικών κλίνην βλαπτομένην καί τόν γάμον ύπονο- αευόυενον; Είπέ μου, τόσον πολύ φοβείσαι τόν θάνατον: Καί δέν παραβλ^πειε μόνον. Αλλά καί σχεδιάζει δόλον υέ τήν γυναίκα ιιαζί καί ύποκηίνεσαι μαζί της τό δοάυα τής ϋβοεω<* καί κάμνης τό πάν δ’ά νά μή ιοανερωθή ό βασιλεύς τών Αίγυπτ<ων ό όποιος Επεγείσει νά διηποάζη τήν μοι¬ χείαν καί Αφού ά<ί>ήοεσ*·ς άπό αύτήν τό δνομσ της ηυζύ- γου, τήν μετημφίεσες μέ τό προσωπείον τής άδελφής; Ο

Φοβούμαι δμως μήπως Ενψ σπεύδομεν νά παραλυσωμεν τήν δύναμιν τού θανάτου, φανού μεν δτί κατηγορουμεν τόν Αγιον. Δι’ αότό θά προσπαθήσω νά κάμω καί τά δυο καί τήν Αδυναμίαν τού θανάτου νά δείξω καί τόν Αγιον τούτον νά Απαλλάξω άπό τήν μομφήν αύτήν Προηγουμένως δ- μως είναι Ανάγκη νά δείξωμεν δτι Εφοβεϊτο τόν θάνατον καί τότε νά τόν Απαλλάξω μεν Από τάς κατηγορίας

Άς ίδωμεν λοιπόν ποιον Αφόρητον καί φοβερόν πρά¬ γμα ύπέμεινε. Διότι τό νά δή κανείς σύζυγον Ατιμσζομέ- νην καί μοιχευομένην είναι πιό Αφόρητον καί Από άπειρους θανάτους. Καί τί λέγω μοιχευομένην; Καί Αν έχη «ς τήν ψυχήν έστω καί Απλήν μόνον Ιδέαν ύποψίας, Ολος ό 61ος του γίνεται Αβίωτος. Διότι τό πάθος τής ζηλοτυπίας εις αύτόν είναι πϋο καί φλόξ Ασυναγώνιστος καί θηλών κά¬ ποιος τό τυραννικόν καί Απαραίτητον^αύτοϋ, Ελεγε Ο «Με¬ στός γάρ ζήλου Θυμός άνδρός αύτής’ ούκ Ανταλλάζεται ούδενός λύτρου τήν έχθραν, ουδέ μή φείσεται Εν ήμέρφ κρί- σεως, ούδ’ ού μή διαλυθή πολλών δώρων» (Παρ, 6, 34 - 35). Καί πάλιν Αλλού- «Σκληρός ώς Αδης ξήλος» (Άσμα θ, 6) . "Όπως, λέγει, δέν είναι δυνατόν νά κατευνάση κανείς τόν Αδην μέ χρήματα, έτσι δέν ήμπορεί νά παρηγορήση κανείς καί νά κατσπραόνη τόν ζηλοτυπούντα. Πολλοί μά¬ λιστα πολλάκις καί διά τήν ζωήν των ήδιαφόρησαν προ- κείμένου νά Ανεύρουν τόν μοιχόν καί εύχαρίστως ΘΑ Εδο- κίμαζον τό αίμα τού άτιμάσαντος τήν σύζυγόν των καί τά πάντα θά ποοτιμοΰσαν καί νά κάμουν καί νά πάθουν δΓ αύτό. Κ Άλλ’ δμως τούτο τό άφόρητον πάθος, τούτο τό τυραννικόν καί άναπόφευκτον ύπέμεινεν ό δίκαιος πολύ ύ¬ περβολικά καί παραβλέπει τήν γυναίκα, Ενώ Ατιμάζεται διά τόν φόβον τού θανάτου καί τού τέλους τής ζωής του 2. 'Ότι λοιπόν Εφοβεϊτο τον θάνατον γίνεται ωανε- ρόν Από αύτό. Είναι καιρός όμως νά τόν Απαλλάξωμεν Από τήν Ενοχήν καί τήν κατηγοοίαν σχετικώς. τήν όποιαν προηγουμένως Εδήλωσε. 63* Α Καί ποια είναι λοιπόν αύτή ή κατηγορία; "Επρεπε, λέγει, νά άποθάνη μάλλον, παρά νά άδιαωορήση διά τήν σύζυγόν του που ήτιμάζετο καί τούτη είναι αύτό διά τό όποιον μερικοί τόν κστηνορούν, δτι δηλαδή Εποοτίσησε μάλλον νά σώση τήν ζωήν του, παοά τήν σωφροσύνην τής γυναικάς του. Τί λέγεις; "Ε¬ πρεπε μάλλον νά άποθάνη παοά νά ποοαβλέψη τήν Ατι¬ μα ίομένην σύζυγόν του: Καί τί θά Εκέρδιζε περισσότερον, Διότι, Εάν Επρόκειτο μέ τόν θάνατόν του νά ποοϋΐυλάξη •ιήν σύΓυνόν του Από τόν Ατίμωσή, καλώς τά όποστηρί- ζιτκ αύτά. ΈΑν £μως καί μέ τόν θάνατόν του τίποτε δέν

Ι&ΑΝ'ΝΟΐ ΧΡίΣυΣΤΟΜΟΤ

ϋΚ

θά ώφελήση τήν γυναίκα του ώς πρός τήν άπαλλαγήν της άπό τήν άτιμίαν, διατί άσκόπως καί άττλώς νά προ- δώση τήν ζωήν του; Καί διά νά άντιληφθής άτι ούτε μέ τόν Θάνατόν του Επρόκειτο νά τήν σώση άπό τήν μοιχεί¬ αν, δκουσε τ( λέγει1 Β «Καί έσται ώς άν ίδωσί σε οί ΑΙγύ- τττιοι, σέ μέν ττεριποιήσονται, έμέ δέ άποκτενοΰσι» (Γεν. 12, 12). Δύο Επομένως Επρόκειτο νά συμβοϋν άτοπα, μοι¬ χεία καί φόνος. Δέν ήτο λοιπόν τοΰτο σημείον τυχαίας συ- νέσεως τό νά άποφύγη τό Εν έκ των δύο. Διότι, έάν έπρό- κειτο (θά εΐττω καί πάλιν τό ίδιον) προσφέροντας τήν ζωήν του νά άπαλλάξη Εκείνην άπό τήν άτίμωσιν καί φονεύον- τες Εκείνοι τόν δίκαιον δέν θά ήγγιζον τήν Σάρραν, δικαί¬ ως θά τόν Εκάτη γόρεις, Έάν όμως κα) μέ τόν θάνατόν του πάλιν Επρόκειτο νά άτιμασθή ή γυνή, διατί λοιπόν κατη¬ γορείς τόν δίκαιον, ό όποιος βεβαίως, Ενφ Επρόκειτο νά ουμβουν δυο κακά μαζί, ή μοιχεία καί ό φόνος, μέ τήν σο¬ φήν του σκέψιν ήμπόδισε τό Εν Εκ τών δύο, δηλαδή τήν άνδροφονίαν; Δι’ αύτό τό πράγμα μάλιστα θά έπρεπε καί νά Επαινήται, δτι Εφύλαξε τήν χεϊρα τού μοιχού άπό αίμα.

Ούτε θά ήμπσρούσες βέβαια νά είπρς καί τό άλλο, δτι μέ τό νά πή δι’ αύτήν δτι είναι άδελφή του, μέ αύτό ώθη¬ σε τόν Αιγύπτιον είς τήν διάπραξιν τής άτιμίας. Διότι καί άν έλεγε ν ότι είναι σύζυγός του, οβτε έτσι θά άπέφευγε τά κακόν καί τοΰτο τό Εδήλωσεν 6 ίδιος όταν εΤπεν «Ός άν Τδωσί σε, Εροΰσίν, ότι γυνή αύτοΰ αδτη καί άποκτενοϋσι με, σέ δέ περιποιήσονται». °Ώστε, έάν έλεγεν Εκείνη δτι είμαι σύζυγός του, θά Εγίνοντο καί μοιχεία καί φόνος, Ε- πειδή δέ είπε, δτι άδελφή αύτοΰ είμαι, ήμπόδιζε τόν φό¬ νον, Ο Βλέπεις πώς Εματαίωσε τό Εν έκ των κακών μέ τήν σύνεσίν του, Ενψ Επρόκειτο νά συμβοϋν άμφότερα;

Θέλεις νά μάθης δμως καί πώς μειώνει τό έγκλημα τής μοιχείας πάλιν κατά τήν δύναμίν του, ώστε νά μή 6- φήση νά γίνη Εκείνος τέλειος μοιχός; *Άκουσε καί πάλ*ν άκριβώς τούς ίδίους τούς λόγους των. «Είπέ, λέγει, ότι άδελιοή αύτοΰ είμι». Τί λέγει; Αύτός πού λαμβάνει άδελ: φήν δέν είναι μοιχός, διότι ό μοιχός άπό τήν πρόθεσίν του κρίνεται, καθότι καί ό Ιούδας πού συνευρέθη μέ τήν νύμ¬ φην του θάμαρ, δέν Εβεωοείτο μοιχός. Διότι δέν Επήγεν ώσάν είς νύμφην του. άλλ5 ωσάν είς’ πόρνην γυναίκα. Ε *Ετσι καί Εδώ ό Αιγύπτιος προκειμένου νά τήν λάβη δχι ώς σύζυγον του Αβραάμ, άλλ’ ώς άδελφήν, δέν Επρόκειτο νά θεωρηθη μοιχός. ΕΙς τ« ώφελούσε δμως τοΰτο τόν Ά-

(<1, Κ1Ϊ ΤΑ2 Α1ΤΑΣ ΜΑΝΤΡΑΣ ΒΚΙ' ΜΚΗΧ ΚΑΙ ΙΙΡΟΖΑΟΚΗ»

βραάμ, λέγει, ό όποιος έγνώρ,ζεν άτι Εξέδιδε τήν γυναίκα του καί όχι τόν άδελφήν του; Πλήν οβτε καί τούτο κατα¬ λογίζεται ώς έγκλημα. Διότι, έάν έπρόκε.το, άκουων δτι είναι γυνή αύτοΰ, νά άπόσχη άπό τήν Ατίμωσιν, θά έκατηγόρεις τόν δίκαιον. Εάν δμως δέν Επρόκειτο κσ θόλου νά προστατεύση τήν Σάρραν τό δ νομα της όπως λέγει καί ό ίδιος, 637 Α δτι « Ερούσιν, ότι Γυνή αύτου έστιν αυτή καί περιποιήσονταί σε», πολύ περισσότερον πρέπει νά θαυμάζη κανείς τόν δίκαιον πού είς τόσον δύ- σκολον κατάστασιν ήμπόρεσε νά προφυλάξη τόν ΑΙγυ- πτιον άπό τά αίματα καί κατά τήν δύναμίν του νά παρη γορηθή αύτός άφ’ έαυτοϋ διά τό Εγκλημα τής άτιμωσεως.

"Ας φέρω μεν δμως τόν λόγον καί είς τόν άπόγονόν του τόν Ιακώβ καί θά δής καί Εκείνον νά φοβήτα. καί νά τρέμη τόν θάνατον, άνθρωπον πού έδειξεν άπό τήν πρω- την όκόμη ήλικιαν άποστολικήν φιλοσοφίαν. Διότι αύτό πού Ενομοθέτει ώ Παύλος διά τούς χριστιανούς, λέγων, β «“Εχοντες τροφός καί σκεπάσματα τούτοις άρκεσθησόμε- θα» (Α' Τιμ. ό, 8) , τούτο καί αύτός Εζήτησεν άπό τόν θε¬ όν είπών, λ "Αν 6ώη μοι Κύριος άρτον φαγειν καί ίμάτιον περιβάλέσθαι άρκεϊ ήμίν» (Γεν. 28, 20) . Πλήν καί αυτός 6 όποιος δέν Εζήτει τίποτε περισσότερον άπό τά άπαραίτη- τα, 6 όποιος ήδισφόρησε διά τήν οΙκίαν του, ό όποιος έ¬ λαβε τάς εύλογίας, ό όποιος Επείσθη διά τής μητρός του, ό όποιος ήτο άγαπητός είς τόν θεόν, ό όποίος μέ τήν σο¬ φίαν του Εδίασε τόν νόμον τής φύσεως (διότι, Ενφητο δευ¬ τερότοκος, έλαβεν ώς πρώτος τάς εύλογίας τοΰ^ πατρός του), ό όποιος τόσα πολλά κατώρθωάεν, ό όποιος τόσα μεγάλα Εφιλοσόφησεν, ό όποιος τόσην εύσέβειαν Επέδειξε, έπειτα άπό άπειρα κατορθώματα, έπειτα άπό άπειρα σκάμ¬ ματα, έπειτα άπό άπειρα παλμίοματα καί τούς πολλούς Εκείνους στεφάνους, Επιστρέφων είς τήν πατρίδα καί ένφ έπρόκειτο νά συναντήση τόν άδελφόν του, ώς νά έπρό- κειτο νά τόν δή ώσάν θηρίον καί φοβούμενος τήν μνησικα- κΙαν του, προσπίπτει εΙς τόν θεόν καί τόν παρακαλεί’ «Έ- ξελοϋ με έκ χειρός Ήσσΰ τοΰ άδελφοΟ μου, λέγων, δτι φοβοΟμαι έγώ αύτόν μήποτε Αθών πατάξη με καί μητέρα *ττ| τέκνο ις» (Γεν. 32, II). Είδες πώς έφοβείτο καί αύτός τόν θάνατον; πώς τρέμει καί πσρακαλεί τόν θεόν δΓ αύτό;

θέλεις νά σού δείξω καί δλλσν μεγάλον άνθρωπον πού Επαθε τό ίδιον πράγμα; Σκέψου τόν προφήτην Ή λί¬ αν, τήν ούοανουήκη Εκείνην καί θείαν ψυχήν, “Εκείνος λοι¬ πόν ό όποιος έκλεισε τούς ούρανοΰς καί πάλιν τούς ήνοι-

ΙΟΙ

Βΐυ ΤΑΪ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΤΓΡΑΣ ΒΚΡ ΝΙΚΗΝ ΚΑ] ΠΡΟΣΑΟΚΗΝ

ΙϋΛΜΝίΚ ΧΡΓΣΟΣΤΟΜΟΓ 100

ξε, ό όποιος κατεβίβασεν Εκ τών ούρανών τό ττΰρ, 6 όποι¬ ος προσέφερε τήν θαυμαστήν εκείνην θυσίαν, 6 όποιος Ε¬ δειξε ζήλον ϋπέρ τού ϋεοϋ, Ο Εκείνος 6 όποϊος είς Ανθρώ¬ πινον σώμα παρουσίασε βίον Αγγελικόν, ό όποιος δέν είχε τίποτε περισσότερον άπό τήν μηλωτήν του, ό όποιος έγι- νεν Ανώτερος Από όλους τούς άνθρώπους, τόσον τρεμει καί φοβείται τόν θάνατον, ώστε καί μετά άπό δλα αύτά, μετά τόν σύρανόν καί τήν θυσίαν, μετά από τήν μηλωτήν καί τήν Ερημίαν καί τήν φιλοσοφίαν καί τήν τόσην παρρη¬ σίαν πρός τόν θεόν να φοβήται £ν άσήμαντον γονσιον καί νά φόγπ δι' αύτό. Διότι, επειδή εΐπεν ή ’ίεζάβελ' «Τάδε ποιήσαιεν μοι οΐ θεοί καί τάδε προσθείησαν, ε[ μή αύριον τήν ψυχήν σου θύσομαι ώς τήν ψυχήν ένός των τεθνηκό- των, Έφοβήθη Ήλίας, φησί, καί ϊφυγεν όδόν ήμερων τεσ¬ σαράκοντα» (Γ' Βασ. 19,2-3),

Ε 3. Είδες πώςεΤναι φοβερός 6 θάνατος; "Ας θαυμάσω - μεν λοιπόν τόν Κύριον, ό όποιος Ενψ Εκείνος ήτο φοβερός είς τούς προφήτας, τόν Εκαμεν εύκαταφρόνητον είς τάς γυναί¬ κας. Ό Ήλίας Απέφυγε τόν θάνατον, αί γυναίκες κατέφυγον είς τόν θάνατον, Εκείνος άπεσκίρτησεν άπό τόν θάνατον καί αύταί τόν Επεδίωξαν. Είδες πόσον ριζική άλλαγή Εγι- νεν; 01 περί τόν Αβραάμ καί τόν Ήλίαν άγωνιοΰν διά τό τέλος των, Ενφ γυναίκες σάν πηλόν τόν κατεπάτησαν μέ τούς πύδας των, Άλλ* άς μή κατηγορήσωμεν ούτε Εκεί¬ νους τούς Αγίους, Ή Ασθένεια άνήκεν είς τήν άνθρωπίνην ψύσιν ή κατηγορία δέν ήτο προϊόν τής προαιρίσεώς των. *3β ,4 Τότε ό θεός ήθελε νά είναι φοβερός ύ θάνατος, διά νά φανή άργότερον τό μέγεθος τής χάριτος, διότι ήτο κα¬ ταδίκη Εκείνος ό θάνατος. Διά τούτο δέν ήθελε νά παύση ή άπειλή της καταδίκης, διά νά μή γίνουν άργότερον πιό ράθυμοι ο( άνθρωποι. "Ας μείνη, λέγει, ή Απόφασις παρέ- χουσα φόβον είς αύτούς καί σωφρονίζουσα, διότι θά ίλθη καιρός κατά τόν δποΓον καί άπό αύτήν τήν άγωνίαν θά Απαλλαγούν, πράγμα πού συνέβη. Τό άτι λοιπόν μάς ά- πήλλαξεν άπό τήν άγωνίαν αύτήν, μάς τό φανερώνουν οί μάρτυρες, μάς τό φανερώνει όμως καί πρίυ άπό τούς μάρ¬ τυρας ό άπόατολος Παύλος. Ήκσυσας είς τήν Εποχήν τής Παλαιός Διαθήκης τόν Αβραάμ νά λέγη, ότι, «Σέ μέν πε¬ ρί ποιήσονται, Εμέ δέ άποκτενουσιν; ». Ήκουσες τόν Ια¬ κώβ νά ^έγη, «ΈξελοΟ με, Κύριε, Β Εκ χειρός ΉσαΟ τού άδελφού μου ότι φοβούμαι αύτόν Εγώ;». Είδες καί τόν Ή¬ λίαν νά Αποφεύγη τήν Απειλήν γυναικός Εξ αίτίας τού θα¬ νάτου, "Ακούσε τώρα πώς διάκειται ό Απόστολος Παύλος Εναντι του πράγματος τούτου, εάν τόν νομίζη φοβερόν, ό¬

πως καί Εκείνοι, Εάν λυπήτα. πού ϊρχεται Εναντίον του 6 θάνατος καί φοβήται. Τούναντίον μάλιστα καί θεωρεί αύ¬ τόν ποθητόν πράγμα. Διά τούτο λέγει «Τό άναλϋσαι με καί σύν Χριστψ είναι πολλψ κρεΐσσον» (Φιλιπ. I, 23).

Είς Εκείνους φοβερόν, δι’ αύτόν Εδώ άνώτερον είς Ε¬ κείνους Αηδές, είς αύτόν εύχάριστον καί λίαν εύλόγως Δι¬ ότι, πριν 6 θάνατος κατεβίβαζεν είς τόν άδην, τωρα δμως ό θάνατος Εξαποστέλλει είς τόν Χριστόν. Δια τούτο ό ιΐί,ν Ιακώβ λέγει, «Κατάξετε τό γήρας μου μετά λύπης είς άδην» (Γεν. 42, 38) , ό δέ Παύλος έλεγε, «Τά Αναλυσαι καί σύν Χριστφ εΐναί με πολλφ μάλλον κρεΐσσον» (Φιλιπ. I, 23) . Έλεγε δέ αύτά δχι διότι Εμέμφετο τήν παρούσαν ζω¬ ήν (άλσίμονον' δς προφολασσώμεθα διά νά μή δίδωμεν ά-

Ϊορμάς προστριβών είς τούς αίρετικούς) , ούτε διότι τήν πέφευγεν ώς κάτι τό κακόν, άλλ’ Επειδή Επεθύμει τήν καλυτέραν, τήν μέλλουοαν. Διότι δέν εΐπεν ότι τό νά άπο- θάνη κανείς καί νά εΤναι μέ τόν Χριστόν είναι Απλώς κα¬ λόν, άλλά κρεΐσσον καί τό κρεΐσσον είναι άνώτερον άπό κάτι πού είναι καλόν. Διότι, όπως όταν λέγη, ότι «ό Εκγβ- μίζων καλώς ποιεί, 6 δέ μή Εκγαμίζων κρεΐσσον ποιεί» Κορ. 7, 38), δεικνύει ότι ό γάμος είναι καλός, Ο άνωτέρα όμως άπ’ αύτόν είναι ή παρθενία, έτοι καί Ε6ώ· Καλή μέν ή παρούσα ζωή, λέγει, πολύ καλυτέρα της όμως ή μέλ- λουσα.

Καί πάλιν είς άλλο μέρος τά ίδια άκριβως φιλοσόφων ίλιγεν «Εί καί σπένδομαι Επί τή θυσίςι καί λειτουργίφ τής πίστεως ύμών, χαίρω καί συγχαίρω πάσιν δμϊν’ τό δέ αύτό καί υμείς χαίρετε καί συγχαίρετε» -(Φιλιπ. 2, 17-18) . Τ£ λέ¬ γεις, Παύλε, άποθνήσκεις καί καλεϊς συμμηόχους είς τήν ήδονήν τούς άνθρώπους; Τ( συνέβη, πές μου; Δέν άποθνή- σκω, λέγει, Αλλ’ άναδσίνω είς τήν άνωτέραν ζωήν. "Οπως Ακριβώς λοιπόν Ανθρωποι πού άνέλαβον κάποιαν Εξουσίαν προσκαλούν πολλούς άλλους άνθρώπους δ ά νά συυμετά- σχουν είς τήν εύαροσύνην των, Ετσι καί ό Παύλος όταν Ε- βάβιζε ποός τόν θάνατον, προσεκάλει Εκείνους πού θά συν- ευφρανθοϋν μαζί του- Ε Διότι ό θάνατος είναι Ανάπσυσπ καί Απαλλαγή άπό τούς κόπους καί άνταπόδοσις τών Ι¬ δρώτων καί τών παλαισμάτων άμοιβή καί στέφανοε. Δ'ά τούτο άλλοτε διά τούς νεκρούς Εγίνοντο κοπετοί καί θοπ- νοι, Ενψ σήμερον ψαλμοί καί ΟμνφδΙαι. Έκλαυσσν λοιπόν τόν Ιακώβ τεσσαράκοντα ήμέρας, έκλαυσσν καί τόν Μω·>* σήν οί * Ιουδαίοι Αλλας τόσας καί Εθοόνησπν. Επειδή ό θά¬ νατος τότε ήτο θάνατος. Σόυεοον δμωε δέν γίνεται Ετσι, άλλά ύμνψδίσι καί εύχαΙ καί ψαλμοί. πού φανερώνουν όλα

ΙΙΜΝίνΟΓ ΧΡΓΖυϊΤΟΜΟΪ

ΙίΜ

αύτά δη τό -πράγμα -περιέχει εύψροσύνην, διότι οί ψαλμοί είναι σημειον εύθυμίας. «9 Α «Εύθυμεί γάρ τις, λέγει, Εν ύμϊν; ψαλλέ-τω» (Ίακ. 5, 13). Επειδή λοιπό ν « μέθα πλή¬ ρεις ευθυμίας, δι’ αώτό ψάλλομεν είς τούς νεκρούς ψαλ- μούς, οΐ όποιοι μάς παραγγέλλουν νά έχωμεν Ελπίδα διά τούς νεκρούς. κΈπίστρεψον γάρ, λέγει, ψυχή μου, είς τήν άνάπαυσίν σου, ότι Κύριος εύηργέτησέ σε» (Ψαλμ. ] 14, 7) Βλέπεις δτι 6 θάνατος είναι εύεργεσία καί άνάπαυσις; Διότι αύτός πού είσήλθεν είς κατάπσυσιν Εκείνην, Ετελεί- ωσε τό έργα του, καθώς καί 6 θεός τά ίδικά του.

4. Καί τόσα μέν διά τόν θάνατον. Έλα τώρα λοιπόν νά μεταβώ μεν είς τόν Εγκωμιασμόν τών μαρτύρων, Εάν δέν βαρεθήκατε νά μέ άκοότε. Διότι καί τά Ανωτέρω Ελέ- χθησαν Β Εξ Αφορμής τοϋ Εγκωμιασμου τών μαρτύρων. Εί¬ ναι άνάγκη δμως νά μακρύνωμεν όλίγΟν άκόμη τόν λόγον. Άνερριπίσθη λοιπόν κάποτε πόλεμος φοβερός κατά τής Εκκλησίας, πού ήτο βαρύτατος άπό δλους τούς άλλους πολέμους, διότι ήτο διπλούς ό πόλεμος αύτός' είς Εσωτε¬ ρικός καί είς Εξωτερικός. Καί ό μέν προήρχετο άπό τούς οικείους, ό δέ άπό τους Εχθρούς- ό είς άπό τούς ξένους καί 6 άλλος άπό τούς γνωστούς. Βεβαίως, άν ήτο άπλοΰς ό πόλεμος, άφόρητον υπήρχε τό κακόν καί άν προσέβαλλεν έξωθεν μόνον, μέγα ήτο πάλιν τό μέγεθος τών δεινών. Τώρα δμως αύτός ήτο διπλούς, καί 6 Εκ τών οικείων πόλε¬ μος ήτο πολύ φοδερώτερος Εκείνου πού προκαλούν οί έ¬ ξωθεν. Διότι άπό τόν γνωστόν Εχθρόν είναι εΰκολον νά προφυλαχθή κανείς. Ό φέρων δμως προσωπεΐσν φιλίας καί διαπράττων όσα καί οί Εχθροί, είναι δυσκολοκυρίευτος άπό τους διατρέχοντας τόν κίνδυνον. Διπλούς λοιπόν Λτο τότε 6 πόλεμος, ό μέν Εμφύλιος, 6 δέ άπό τούς έξωθεν προερχόμενος, μάλλον δέ Αν πρέπει κανείς νά πή τήν άλή- θειαν, ό καθείς Εκ τών δύο ήτο Εμφύλιος. Διότι, οί έξωθεν κτυπώντες δικασταί, άρχοντες, στρατιώται δέν ήσαν άλλο- εθνεΐς καί βάρβαροι καί άλλης Εξουσίας καί βασιλείας, άλ- λά άνθρωποι διοικοόμενοι άπό τους ίδιους νόμους, κατοι- κοΰντεε τήν ίδιαν πατρίδα καί συμμετέχοντες είς τήν (δίαν πολιτείαν, Ό μέν λοιπόν Εμφύλιος προήρχετο άπό τούς συγγενείς, ό δέ άσυνήθιστος κσ! παράλογος καί πλήρης πολλής ώμότητος. Ο Καθότι προέδιδον άδελφοί άδελφάς, καί πατέρες τέκνα καί άνδρες γυναίκας καί δλοι οί νόμοι τής συγγενείας κατεπατοϋντο καί δλόκληρος ό κόσμος ήτο άνάστατος καί κανείς κανένα δέν άνεγνώριζε τότε, διότι Εξουσίαζεν ό διάβολος όπερβολικώς.

Ι,ΚΙ ΚΙΣ ΤΑΪ ΑΤΊΑΙ ΗΑΡΤΤΡΑ3 ΒΕΙ’ Μ«ΗΝ ΚΑΙ Ι1Ρ02ΑΟΚΗΝ

Μέσα είς τόν θόρυβον λοιπόν καί τόν πόλεμον Εκείνον αί γυναίκες αύταί, άν πρέπει βεβαίως νά τάς όνομάσρ κα- «I, αΜΪγυναίκο..;, β^τ. * σόμ0 **»*;«“

φρόνημα όνδρών καί μδλλόν δέν ίδε,ξαν μόνον φρόνημα άνδρών Ε άλλά όπερέβαλον καί αύτήν τήν δυναμιν της φύσεώς των καί ουνηγωνίσθησαν μέ τάς άσωμάτους δυνά- μεις. Αύταί λοιπόν άί γυναίκες αΐ όποια ι Εγκατέλειψαν π λιν. οίκίαν καί συγγενείς καί μετέβησαν είς ξένην χωρ · Διότι λέγει, δταν άτιμάζεται 6 Κοιστόε, ά; μή €^αι 1 Εοάε τίποτε τίμιον καί άναγκαΐον- διά τούτο οαι δλα άνεχώρησαν. Καί δττως Ακριβώς δταν πυρττολήτα κάποια οίκία Εν πλήοει νυκτί, αύτοί οί όποιοι κΟ'ΐιωντΟΗ Εντός, μόλις άντιληφθοϋν τόν θόρυβον, ταχέως πηδωντες άπό τήν κλίνην τών Εξέρχονται είς ^?ο^'0(ν^ς χωοίς τίποτε νά πάρουν άπο μέσα, 640 Α δ'Ατι έν πραγμα μόνον φροντίζουν νά κάμουν, νά ποοφυλάΕουν τό σώμα των άπό τήν φλόγα καί νά προλάβουν τόν δρόμον το πυρός πού φθάνε, μέ μενάλην ταχύτητα ίτσ· λοιπόν έκα¬ μαν καί σύτ«(. Έπβιδ* εΤδον τήν οικουμένην δλην νά πυο- πολήται, Αμέσως Επόδιισπν έ€ω καί Εξώρμησαν είς τά ποό θυοα τής πόλεωο. ζητοΰσαι έν καί μόνον πηαγιια νά δ«* φυλάξουν μέ κάθε τρόπον τήν σωτηρίαν της ψυνής των Διότ« συνέβη τότε φοβερός Ευποησυός καί Επεκοάτει οκό· τος βαθύ, σκότος πολύ πιό βαθύ άπό Εκείνο της νυκτός Καί διά τούτο ώς είς σκότος εύρισκόμενοι οι άνθρωποι, ή γνόουν αί φίλαι τούς φίλους, καί άνδρες Επρόδιδον τάς συ¬ ζύγους, διά τούτο είς μέν τούς Εχθρούς προσέτρεχον ε(ς δέ τούς φίλους καί τούς οικείους προσέκρουον Β καί Εγι- νιτο μία φοβερή νυκτομαχ ία καί δλα ήσαν πλήρη μεγάλου φόβου. .

Τότε λοιπόν καί αύταί άφού Εγκατέλειψαν τήν πατρί¬ δα των άνεχώρησαν, μιμηθείσαι τόν πατριάρχην Αβραάμ, ΐτρός τόν δποϊον Ελέχθη, «Έξελθε Εκ τής γης σου καί Εκ τής συγγενείας σου» (Γεν. 12. I). Καθότι καί αυτός Εδω αύτά παρώτρυνεν ό καιρός τοΰ διωγμού, νά Αναχωρήσουν άπό τήν πατρίδα καί τήν συγγένειάν των διά νά κληρονο- μή(7ουν τόν ούρ<χνόν. 9Εΐζτ|λθ£ λοιττόν ίκ τήζ οίκιος τΓ|ζ π

Ϊυνή, ϊχουοα μαζί της τάς δύο θυγατέρας της. Έσύ αίως μή παρατρέξης τό πράγμα Ακούοντας άπλώς, δτι άνεχώρηο-αν γυναίκες πού εΐχον Ανατροφή εύγενώς. χωρίς ποτχ νά λάβουν πείραν τών κακών αύτών, άλλά σκέψου μό¬ νον μέ τόν νούν σου πόσον μέγα ήτο τόν κακόν καί πόσην Λ. - 1 •ψτππνιΐΓΤ (^! ’ΡΛμ Λί Λυθοωττοι άπο-

Ι&ΑΝΝΟΓ ΧΡΓΣΟΪΤΟΜΟΓ

στελλόμενοι είς μίαν κανονικήν Αποδημίαν πού διαθέτουν υποζύγια καί έχουν ύττηρέτας καί ταξιδεύουν μέ άφοδίαν, πού είναι βέβαιοι διά τήν Επάνοδόν τον, αίσθάνονται πολ¬ λά κοπιώδη καί ύπομένουν πολλή ν ταλαιπωρίαν, Εκεί λοι¬ πών πού τώρα είναι μία γυνή καί μικρά! χόραι καί ύπάρχει ίλλειψις όπηρετών καί φίλων προδοσία καί θόρυβος καί ταραχή καί φόβος Ανυπόφορος καί κίνδυνος πολύμορφος καί δρόμος ό όποιος Αναλαμβάνεται δι’ ώφέλειαν ψυχής καί άπό παντοϋ Εχθροί, ποιος λόγος θά δυνηθή νά πσρα- στήση τά Αγωνίσματα των γυναικών, τήν Ανδρείαν, τήν μεγαλοψυχίαν καί τήν πίστιν; Ι> Διότι, Αν άνεχώρει μόνη της ή μήτηρ δέν θά τής ήτο τόσον Ανυπόφορος ό Αγών. Τώρα όμως ίψερε μαζί της καί τάς θυγατέρας της καί μά¬ λιστα παρθένους. "Ωστε διπλή ή Αγωνία καί μεγάλη ή προσθήκη τής φροντίδος, Διότι όσον μέγα είναι τό κτήμα, τόσον δυσκολωτέρα είναι ή φύλαξίς του.

Έξήρχετο λοιπόν ϋχουοα μαζί της παρθένους, χωρίς νά ήμπορή νά τάς κρύψη είς θάλαμον, Αν καί γνωρίζετε, δτι καί θάλαμοι καί γυναικωνϊται καί θύραι καί μοχλοί Α¬ σφαλείας κα| φύλακες καί προφυλακές καί υπηρέται καί τροφοί καί μητρός παρακολοϋθησις καί πατρός μέριμνα καί πολλή Εκ μέρους των γονέων γίνεται Επιμέλεια διά νά διατηρηθή τό άνθος τής παρθενίας καί μόλις πού διασώζε¬ ται. Εκείνη όμως Εστερεϊτο δλην Εκείνην τήν προφύλαξιν, πώς λοιπόν ήμποροϋσε νά τάς σώση; Μέ τήν τήρησιν τών θείων νόμων. Ε Δέν είχε στέγην νά τήν περιβάλλη, άλλ’ είχε τήν κραταιάν χειρα τοΰ θεοϋ άπό Επάνω πού τάς Εσύναζε. Δέν είχε θόραν, ούτε μοχλόν Ασφαλείας, Αλλ’ εί¬ χε τήν πραγματικήν θόραν. ή όποία άπεμάκρυνε τήν Επι¬ βουλήν, Καί δπως είς τά Σόδομα Επολιορκεϊτο μέν ό οί- κία του Λώτ, κανέν κακόν δμως δέν Οφίστατα, διότι ε!χεν Εντός της Αγγέλους, Ρτσι καί αΐ μάρτυρες αύταί εύρισκόμε- ναι μεταξύ τών Σοδόυων καί όλων των Εχθρών καί πολιορ- κούμεναι Από παντού, κανέν κακόν δέν Επασχον, διότι εϊ- χον μέσα είς τάς ψυγάς των κατοικούντα τόν Κύοιον τών Αγγέλων. 641 Α Καί όταν ήλθον «ίς τήν όδόν πού ήτο έρη¬ μος, πάλιν τίποτε 6έν έπαθον, διότι είχον τήν Αληθινήν όδόν, ή όποία τάς ώδήγει είς τόν ούρανάν. Διά τούτο Ενώ εύοίσκοντσ ε(<· τόσον μεγάλον πόλεμον καί θόρυβον καί κύματα, Εδάδιζον μέ άσφάλειαν καί τό άπίστευτον. δτι τά πρόβατα ώδηγοϋντο ύπό τών λύκων, αί Αμνάδες Επροχώ- ρουν ύπό τών λεόντων καί κανείς δέν τάς εΤδε μέ όφθαλ- μούς άκολάστους, άλλ’ δπως τούς Σοδουίτας. Ενώ ΐσταντο πλησίον τής θύρας, δέν Επέτρεπεν ό θεός νά δουν τήν θύ-

κι 2 ΤΑ 2 ΑΠΛΪ ΜΑΠΤΓΑΖ ΒΕΙ1 ΝΙΚΗΝ ΚΑΙ 11ΗΟΧΔΟΚΗΝ

ραν, Ιτσι καί τότε Ετύφλωσε τούς όφθαλμούς δλων, ώστε νά μή προδοθοΰν τά παρθενικά σώματα.

Β 5 Πορεύονται λοιπόν είς πόλιν ή όποία καλείται "Εδεσσα, πόλιν όλιγώτερον μέν πολιτισμένης άπό πολλάς άλλας, εύσεβεστάτην δμως. Διότι, τί Αλλο Εθεωρησαν Ισά¬ ξιον τής πόλεως Εκείνης, είς τήν όποίαν μέσα είς τόσην ταραχήν νά εΰρουν καταφύγιον καί εΐς τέτοιειν κακοκαι¬ ρίαν νά έχουν είς τήν διάθεσίν των λιμένα; Καί δέχεται ή πόλις τάς ξένας, ξένας μέν διά τήν γήν, πολίτιδας δμως τών ούρανών καί δταν Εδέχθη τήν παρακαταθήκην, τήν Ε- φύλαττεν. ... Λ

"Ας μή καταλογίση δμως κανείς είς τάς γυναίκας Α¬ δυναμίαν, Επειδή Ιψυγον, διότι Εξεπλήρωναν ίτοί^ Δεσπο- τικήν Εντολήν πού λέγει «"Οταν γάρ διώκουσιν Ομας είκ πης πόλιως ταύτης, φεύγετε είς τήν έτέραν» (Ματθ. 0, 23)_, τήν όποίαν Επειδή καί σύταί ήκουσαν, έφυγον και Εν τψ μεταξύ Επλέκετο πρός χάριν των είς στέφανος. Ποιος λοι¬ πόν; 0 Αύτός ό όποιος προήλθεν άπό τήν περιφρόνησή όλων τών πραγμάτων τοΰ κόσμου. Διότι, «Όστις Αφήκεν Αδελφούς καί Αδελφός, ή πατρίδα, ή οίκίσν, ή φίλους, ή συγγενείς, έκατοντσπλασίονσ λήψεται λέγει— καί ζωήν αΙώνιον κληρονομήσει» {Ματθ, 19, 29). Καί έμενον Εκεί (χουσαι συγκάτοικσν τόν Χριστόν. Διότι, Εάν δπου υπάρ¬ χουν δύο ή τρεΐς συγκεντρωμένοι καί αύτός εύρίσκεται Ε¬ κεί μεταξύ των, δπου δέ όχι μόνον συγκεντρωμένοι, άλλά καί διά τό όνομά του εΤχον φύγει, πώ_ς 6έν θά προσείλκυον περισσότερον τήν βοήθειάν του; Ένφ λοιπόν Ιζων Εκεί αΙ γυναίκες αύταί, ξαφνικά κακαί διαταγαί έξσπεστέλλοντο παντοϋ. πλήρεις καταδυναστεύσεις; καί βαρβαρικής ώμό- τητος. Ι> Διότι, οί οίκεϊοι δς προδώσουν τούς οίκείσυς των, Ιλιγον, άνδρες τάς συζύγους των, πατέρες τά τέκνα, τέ¬ κνα τούς πατέρας, Αδελφοί τούς Αδελφούς καί φίλοι τους φίλους. Έσύ δμως θυμήσου Εδώ τούς λόγους τού Χριστού καί θαύμασε τήν πρόρρησίν του, διότι δλα αύτά τά έλεγεν άνωθεν διότι λέγει, «Αδελφός άδελφόν παραδώσει καί πα¬ τήρ τέκνσν καί Επαναστήοονται τέκνα Επί γονείς» (Ματθ. 10, 21). Τά προέλεγε δέ αύτά τότε διά τούς έξης τρεις λόγους: Πρώτον μέν διά νά μάθωμεν τήν δύναμίν του καί βτΐ είναι Αληθής ό θεός προβλέπων Εκ τών προτέρων αύτά πού δέν συνέβησαν Ακόμη. Ε Καί δτι δΓ αύτό ποοέλεγε τά μέλλοντα νά συμβοΰν. Ακούσε πού τό λέγει ό ίδιος. «Διά ταΟτα ύμΐν εΤπον πρίν ή γενέσθαι, ϊνα δταν γένηται πι- βτΐύσητε, δτι Εγώ εϊμι» (Ίωάν. 14. 29). Δεύτερον δέ διά νά μή λέγη κανείς άπό τούς Εχθρούς του, δτι γίνονται αύ-

Ιύ ΑΜΝΟΙ ΧΡΓ20Σ1ΌΜ01

Ιϋβ

ΚΙΣ ΤΑΣ ΑΠΑΣ ΜΑΜΤΙΆ2 ΒΚΙ* ΝΙΚΗΝ ΚΑΙ ΙΙΡΟΓΔΟΚΗΝ

τά Ζπειδή τά Αγνοεί ή Επειδή άδυνατεΐ νά τά Ζμποδίση, Διότι Εκείνος ττού ήμποροϋσε νά τά προβλέψη άνωθεν, ήμ' πορουσε καί νά τά Ζμποδίση. Δέν τά ήμπόδισε δέ 6ιά νά γίνουν λαμπρότεροι οΐ στέφανοι. β4Ζ Α Διά τοΰτο τά προ- έλεγεν, άλλά καί δι’ ένα τρίτον άκόμη λόγον. Ποιος λοιπόν είναι αύτός; Διά νά κάμη πιό ύποφερτόν τόν άγώνα είς /κείνους πού Αγωνίζονται είς τά σκάμμα. Διότι τά μέν ά- προσδόκητα δεινά, όποια καί δν είναι αύτά, φαίνονται δα- ρέα καί άωόρητα, Ζνφ /κείνα πού περιέχουν Ζλπίδα καί εί¬ ναι προμεΛετημένα γίνονται Αλαφρά καί εύκολα.

Τότε λοιπόν διατάσσοντες αύτά οΐ /χθροί /φανέρωναν καί τήν ώμότητά των καί παρά τήν θέλησίν των /βεβαίω- ναν τήν άλήθεισν τής προφητείας τού Χρίστου καί άδελ- φοί παρέδιδον άδελφούς καί πατέρες τέκνα καί ή Ανθρώ¬ πινη φύσις ή Ιδία /πσλέμει τόν έαυτόν της καί διεμοιρά- ζετο ή συγγένεια καί όλο» οί νόμοι άνετρέποντο άρδην καί τά πάντα ήσαν πλήρη θορύβου καί ταραχής καί /γέ¬ μισαν τάς οικίας τότε οί δαίμονες άπό αίματα συγγενικά Β Διότι, ό πατήρ 6 όποιος παρέδωσε τόν υΙόν του όπωσ- θήποτε τόν έσφαξε πάντως. Καί άν άκόμη δέν /βύθισε τό ξίφος καί δέν διέπραξε μέ τήν δεξιάν του χείρα τήν σφα¬ γήν, όμως μέ τήν γνώμην του άπετελείωσε τό πδν. Καθότι /κείνος πού παραθίδει ες τόν φονέα τόν μέλλοντα νά φο- νευθή. /κείνος όπωσδήποτε διέπραξε καί τόν φόνον. ”Ας τούς κάμωμεν, λέγει, παιδοκτόνους' οΐ δαίμονες έλεγον, δς κάμωμεν τούς παϊδας νά γίνουν φονεΐς τών πατέρων των μέ τήν προδοσίαν. Καθότι παλαιότεοον /θυσίαζον είς αύ- τούς τέτοιας θυσίας καί οί πατέρες έσφαζον τά τέκνα των. Καί αύτά έκραζεν ό προφήτης, δτσν έλεγε ν' «"Εθυσαν τούς υιούς αύτών καί τάς θυγατέρας αύτών τοίς δαιμονίοις» (Ψαλμ. 105 37) και /δίύων τέτοια αΐματα.

Επειδή λοιπόν έπαυσε τάς άνηθε ματισμένος καί δδελυράς αύτάς θυσίας 6 Χριστός, /φιλονείχουν νά τάς Α¬ νανεώσουν πάλιν, άλλά δέν εΤχον τήν τόλμην νά τό εϊπουν άναισχύντως καί φανεσώς, σφάξατε τά τέκνα σας, διότα κανείς δέν /πρόκειτο νά τούς ύπακούση. μέ άλλον τρόπον /πινοοΰν τήν προσταγήν αύτήν καί σοφίζονται τόν νόμον, δ'ατάσσοντες τούς πατέρας νά ποοδίθουν τά τέκνα των διά αέσσυ τών δικαστών τώρα. Διότι καθόλου δέν δ·αφ*οει δι’ ήμθς, λέγει, τό είτε κανείς σφάζει, είτε πάοαδώσει διά σφανήν τόν υίόν του, καθότι καί αύτός καί /κείνος είναι παιδοκτάνοι.

Ι> Ήμποροϋσε λοιπόν νά κανείς τότε πατροκτόνους,

ΙΟΪ

παιδοκτόνους, άδελφοκτόνους καί τά πάντα γεμάτα θόρυ¬ βον καί ταραχήν, αί γυναίκες όμως αόταί άπελάμβανον βα- θεΐας ειρήνης. Διότι τάς περιστοίχιζαν άπό παντού ή Ζλ- ιτ|ς τών μελλόντων, έπειδή, μολονότι εύρίσκοντο είς ξένην χώραν, διότι εΤχον Αληθινήν πατρίδα τήν πίστιν, είχον ίδι- κήν των πόλιν τήν όμολογίαν καί μέ τό νά τρέφω νται μέ άγαθάς Ζλπίδας δέν ήσθάνοντο τίποτε άπό τά του παρόν¬ τος βίου, διότι έβλεπον μόνον τά μέλλοντα.

Ένφ λοιπόν έτσι εΤχον τά πράγματα, καταφθάνει ό πατήρ των μέ στρατιώτας είς τήν πάλιν /κείνην μέ τόν σκοπόν νά συλλάβη τά θηράματά του. "Εφθασεν ό πατήρ καί σύζυγος, πατήρ μέν τών θυγατέρων, σύζυγος δέ τής γυναικός, Ε δν βεβαίως πατέρα καί άνδρα πρέπει νά όνο- μάσωμεν αύτόν πού ύπηρτεΐ είς τέτοιας ύποθέσεις. Μάλ¬ λον όμως δς τόν συμπαθήσωμεν όσον ήμπορουμεν, διότι αύτός έγινε πατήρ μαρτύρων καί σύζυγος μάρτυρος. "Ας μή του άνοίξωμε ν' λοιπόν βαθύτερον τό τραύμα του μέ τάς κατηγορίας μας.

6. Σύ δμως σκέψου τήν σύνεσιν τών γυναικών, κα¬ θότι, βταν έπρεπε νά φύγουν έφυγον καί όταν ήτο άνάγκη νά άγωνισθοΰν, δέν έφυγον. άλλά ήκολούθουν δέσμιαι μέ τόν πόθον τοΰ Χριστού. Διότι, όπως δέν πρέπει νά προσ- ιλκύη κανείς πειρασμούς, 443 Α έτσι καί δταν έλθουν πρέ¬ πει νά άγωνίζεται. ώστε νά /πιδείξωμεν άπ’ Ζκεί υέν τήν Λτιείκεισν. άπ’ /δώ δέ τήν Ανδρείαν, πράγμα πού έκαμνον τότε καί /κείνοι καί /πάστρεψαν καί ήγωνίζοντο. Καθότι τό ατάδιον Λνοιξε καί ή περίστασις Ζκάλει είς -ςά παλαίσματα, ό βέ τρόπος τών Αγώνων ύπήρξεν 6 έξήε.

Ήλθον είς τήν πόλιν ή όπο^α όνομάζεται Ίεράπολις” καί άπ’ Ζκεί προσέτρεξαν άληθώς είς τήν Ιεράν πόλιν μέ αΟτό τό τέχνασμα. Ποταμός σέει δι ερχόμενος παραπλεύ* οως τής όδοΰ /κείνης, διά τής όποίας Ζπέστρεφον, άφου ίιέψυγον τήν προσοχήν τών γευμστιζόντων καί μεθυόντων στρατιωτών. Β Μερικοί δέ λέγουν ότι εΤχον ώς συμπράτ- Τβντα διά νά Ζξαπατήσουν τούς στρατ ιώτας καί τόν πα¬ τέρα των καί τό πιστεύω. Διότι, ΐσως δι’ αύτόν τόν λόγον νά τό Ικαμον, διά νά ήμπορέση κάποιαν μικράν Απολογί¬ αν μέ τήν προδοσίαν αύτήν κατά τήν ήμέραν τής κρίσεως νά άποθέση έκ τών προτέρων διά τόν έ αυτόν του, τό ότι βηλαδή καί αύτός συνέπραξε καί /βοήθησε καί συνέβαλεν, ώρτι νά γίνη εύκολώτερος ό δρόμος πρός τό μαρτυριον.

ΒΙΙ. ΊΙ Ίϊρ^Γ.ολίζ ιν-.τ, «ΐ\ιαι ;ι£ι.λαν ή ϊ(ι?ιοκομέν»| Ι·, 3υρϊο[ αχ1. Αχι 4»*ίκ», -<ΐ: Φρυγία; (Μ. 'Λοία;).

12 ΑΝΝΟΓ ΧΓΓΣΟΣΤυΜΟ)

ΐιβ

Άφσΰ τόν Εκσμον λοιπόν συνεργάτην των καί διά μέσου αύτοΰ ήμπόρεσαν νά άπατήσουν τούς στρατιώτας, είσήλ- θον είς τό μέσον τού ποταμού καί έγκατέλειψαν τόν έαυ- τόν των είς τήν όρμήν των ρευμάτων έκείνων. Είσήλθεν ή μήτηρ μαζί μέ τάς δύο θυγατέρας της. *Ας τά άκούσοον αύ- τά αί μητέρες καί παρθένοι καί αί μέ > άς ύπακούουν μέ τόν Τδιον ζήλον τάς μητέρας των, αί δέ μητέρες άς παιδα¬ γωγούν έτσι τάς θυγατέρας των, έτσι άς Αγαπούν τά τέ¬ κνα των. Είσήλθε λοιπόν είς τό μέσον ή μήτηρ, έυφ άπό τό καί τό άλλο μέρος είχεν τάς θυγατέρας της, αύτή ή όποία εΤχεν άνάμεσα είς τάς άπειρους γάμου έκείνας παρ¬ θένους τόν νυμφίον καί συνετελείτο έκεί 6 γάμος τής παρ¬ θενίας καί άνάμεσά τους εύρίσκετο 6 Χριστός. *Οπως δέ κάθε ρίζα δένδρου, ή όποία φέρει δύο βλαστούς άπ’ έδώ κσ) άπ’ έκεϊ, έτσι καί ή μακαοία έκείνη είσήρχετο είς τά δ- δατα ένψ εΤχεν είς τό δύο μέρη τάς παρθένους καί τάς ά- φηνεν είς τήν τύχην τών ύδάτων καί έτσι έπνίγοντο καί μάλλον δέν επνίγοντο, άλλ’ έβαπτίζοντο £ν νέον καί παρά- δοξον βάπτισμα. *

Ο Καί έάν έπιθυμής νά μάθης, δτι ήτο άληθές βάπτι- σμα αύτό πού έγινε τότε, δκουσε πώς ό Χριστός όνομάζει τόν θάνατόν του βάπτισμα. Διότι συνομιλών μέ τούς υί- ούς Ζεβεδαίου, «Τό μέν ποτήριόν μου πίεσθε, λέγει, καί τό βάπτισμα, 6 έγώ βαπτίζομαι, βαπτισθήσεσθε» (Μάρκ. 10, 38). Ποιον δμως βάπτισμα μετά άπό έκεϊνο τού Ίωάννου έβαπτίσθη ό Χριστός, παρά μόνον τόν θάνατον καί τόν σταυρόν; "Οπως άσφαλώς 6 Απόστολος Ιάκωβος5* χω¬ ρίς νά σταυρωθή, άλλά διά μαχαίρας άποχωρισθείς τής κεφαλής του έδαπτίσθη τό βάπτισμα τού Χριστού, έτσι καί αύταί, άν καί δέν έοτσυρώθησαν. άλλά διά τού ΰδατος εύρούσαι τήν τελείωσιν έβατττίσθησαν τό βάπτισμα τού Χριστού τάς έβάπτισε δέ ή μήτηο των. ΤΙ λέγεις, βαπτί- ζει καί ή γυνή; Ε Ναί. τέτοιου είδους βάπτίσιιστα τά κά- μνουν καί γυναίκες, όπως Ακριβώς τότε καί έκείνη καί έ- βάπτισε καί Ιέρεια ίγινε, καθότι προσέφεοε θύματα λογικά καί χειροτονία αυτή ή προαίρεσιε έγινε. Καί τό πιό παρά¬ δοξον. δτι δέν έχοειάσθη θυσιαστήριον διά τήν θυσίαν, ούτε ξύλα, ούτε φωτιά, ούτε μάχαιρα, διότι άλα αύτά τά άντι- κατέστησευ ά ποταμός καί τό θυσιαστήριον καί τά ξύλα

">4- Οδιιος δ ΊάκΟ'δβς ΐίνχ; λ ίπόζιοΛος το·! Κηρίου, είς ίν. -Αν ί<ίι· Χ.3ϊ'. ϋελςίός ιοδ ίΑχγγίλυτοίΙ Ί««ίν««>. ΆηΜφαλ&ΙΜ ΙιτΛ ταϊΐ ί<Α*ΐι>; Ήρώδο» ΆγρΙτΐκ-ι δ:* μιχαϊρβ:;. δλίγΊν χαιρύν |ΐ*τ* τήτι ίί; «Λ· οίκο Λ; ’Λνϋηψ'ν ·»ι>(1 Κυρίου (Ηράξ. 12.

1Π}> ΚΙ 2 ΤΑΣ ΑΓΙΑΣ ΜΛΗ’ΓΡΑΣ ΗΙ’Γ ΝίΚΉ-Ν ΚΑ! ΙΕΡΟΣΑΟΚΗΝ

καί τήν μάχαιραν καί τό πΰρ καί τήν θυσίαν καί τό βάπτι- σμα, βάπτισμα πολύ πιό σαφές άπό τούτο τό βάπτισμα. Διότι δι’ αύτό μέν λέγει ά Παΰλος' «Σύμφυτοι γεγόναμεν τφ όμοιόματι τού θανάτου σ.’τοΰ» {Ρωμ· ά, 5)* β44 ^ διά τό βάπτισμα δέ τών μαρτύρων δέν λέγει πρός τό όμοίωμα τού θανάτου, άλλ’ δτι συμμορψούμεθα πρός τόν θάνατον αύτοΰ.

Είσήγαγε λοιπόν ή μήτηρ θυγατέρας της, Οχι Ο¬ πως θό τάς έυαζε μέσα είς ΰδατα ποταμού, άλλά οάν νά τάς ώδήγει είς τούς Ιερούς νυμφώνας. Τάς ώδήγει ένψ τάς έκράτει Απ’ έδώ καί άπ’ έκεϊ καί έλεγε- «Ιδού έγώ καί τά παιδία ά μοι έδωκεν ό θεός» (Ήσ. 8, 18). Έσύ μού τά έδωσες, είς σέ τά παραδίδω, τά ίδικά μου καί τόν έαυτόν μου. Καί έτσι έγινε διπλού ν τά μαρτύριον τής γυναικός, μάλλον δμως τριπλούν. Διότι μέ τόν έαυτόν της μίαν φο¬ ράν καί μέ τάς δύο θυγατέρας της άλλας δύο φοράς έμαρ- τύρησε. Καί όπως δταν έπρόκειτο νά άφήση τόν έαυτόν της τής έχρειάζετο μεγάλη όπομονή, έτσι καί δταν έσυρε τά τέκνα μαζί της, έχρειάζετο άλλην τόσην ύπομ_ονήν, Β μάλιστα καί πολύ περισσοτέραν. Διότι αί γυναίκες δέν συνηθίζουν νά πονούν τόσον δταν αύταί αί ίδιαι πρόκειται νά άποθάνουν, δσον δταν πάσχουν τό ίδιον πράγμα αί θυ¬ γατέρες των, "Ωστε ήτο μεγαλύτεοον τό μαρτύοιόν της μέ τάς θυγατέρας της καί κατήλθε διά νά άγωνισθη έναντί- ονκαΙ αυτής τής τυραννίδος τής φύσεως καί Αντιμετώπισε τήν φλόγα τών πόνων καί τήν Ανυπόφορου ταραχήν τών σπλάγχνων της καί τήν Ανησυχίαν τής μητρός. Διότι, έάν κανείς βή νά άποθνήσκη μία κόρη του θεωρεί τόν βίαν ά- βίωτον. αύτή, δχι άπλώς βλέπουσα τάς δύο θυγατέρας της νά Αποθνήσκουν, άλλά και μέ τάς Ιδίας τάς χεΐρας της ου¬ ρούσα αύτάς διά μιας είς τόν θάνατον, ρκέψου πόσα μαρ¬ τύρια ήσθάνθη. ποαγμα πού ούτε υποφέρουν νά τό Ακού¬ ουν άλλοι, τό ώπέμίινεν έμπράκτως.

ί' 01 μέν λοιπόν στρατιώται έμενον, χωρίς νά γνωρί¬ ζουν τίποτε άπό αύτά πού συνέβαινον, δ·Λ νά τάς παρα¬ λάβουν πάλιν, έκείναι δμως εύρίσκοντο πλέον μαδί μέ τούς στρατιώτης τού Χριστού, τούς ούοανίους Αγγέλους καί ρύτοί πού τάς έπετηοοΰσαν δέν τό έννώοιδσν. διότι δέν ΐΐχον όφθαλμούς τής πίστεως. Ό μέν Παύλος λοιπόν λέ¬ γει πεο| της μητοός δτι «Σωθήσεται διά τής τεκνογονίας» Τ ιμ. 2, 15). Έδω δέ αί θυγατέρες διεσώθησαν διά τής μητρότ. ’Έτσι πρέπει νά πονούν πρός τοκετόν αί μη¬ τέρες, καθότι αύτοΰ τού είδους αί ώδινες είναι καλύτεροι

1 ϋΑΝΝΟΓ ΧΡνΣΟϋΤΟΜΟΓ

αχ ΤΑ3 Α1ΊΑΪ ΜΑΡΤΓίΆϋ ϋΚί'ΝΙΚΗΚ ΚΑΙ ΠΡΟΪΑΟΚΗΝ

111)

άπό έκείνας τοϋ τοκετού, διότι έχουν πικρότερου μέν πό¬ νον, μεγαλύτερον δμως κέρδος. Εκείνους τούς πόνους τούς γνωρίζουν όσαι έγιναν μητέρες, καί τί πόνους, νά βλέπη κανείς θυγατέρας νά Αποθνήσκουν. Το ότι δέ καί ή Ιδία παρεδόθη είς τόν θάνατον, αύτό είναι πολύ ύπερβολικόν.

Ο 7. Πλήν διά ποιον λόγον δέν παρουσιάσθη είς τό δικαστήριον ή γυνή; Διότι έπεθύμησε νά λάβη τό τρόπαι- Ον πρίν άπό τήν μάχην, νά άρπάσή τόν στέφανον πριν άπό τούς άγώνας, νά δεχθή τά βραβεία πρίν άπό τά πα- λαίσματα, μή φοδηθείσα τά βασανιστήρια. Αλλά τούς Α¬ κολάστους όφδαλμούς των άπιστων. Δέν έφοβεϊτο μήπως κανείς τής άνοίξη τάς πλευράς, άλλά μήπως διαφθείρουν τήν παρθενικότητα τών θυγατέρων της. Καί ότι έφοβείτο τέτοιον φόβον καί όχι τόν άλλον καί διά τούτο δέν προσ- ήλθεν εις τό δικαστήριον, εΐναι φανερόν άπ’ έκεί. Ε Είς τόν ποταμόν ύπέφερε πολύ μεγαλύτερα βασανιστήρια, καθότι άπό τού νά βλέπη νά καταξεσχίζώνται είς τήν σάρ¬ κα πολύ φοβερώτερον καί όδυνηρότερον, καθώς προείπα, ήτο τό νά βλέπη τά σπλάγχνα της, δηλαδή τάς θυγατέ¬ ρας της, νά βυθίζω νται άπό τάς ίδικάς της χεϊρας καί νά πνίγωνται καί τό νά ύποφέρη τά βασανιστήρια τής έχρει- άζετο πολύ μεγαλυτέρα φιλόσοφος διάθεοις, διά νά ήμπο- ρή νά κρατή τάς δεξιάς τών θυγατέρων της καί νά τάς φέ- ΡΠ της είς τά ρεύματα τ^ΰ ποταμού. Διότι δέν είναι τό 'διον πράγμα τό νά βλέπη σύτάς νά πάσχουν άπό άλ¬ λους καί τό υά γίνη αύτή ύπηρέτης τοϋ θανάτου των καί συνεργός τοϋ τέλους των, 445 Α αύτή νά γίνη δήμιος τών θυγατέρων της, πλήν τούτο είναι πολύ πιό άφόρητον άπ' έκε'νο καί φοβερόν. Βεβαιώσατε αύτούς τούς λόγους μου δλαι έσεϊς πού έγίνστε μητέρες καί ^δοκιμάσατε πόνους τοκετού καί Εχετε θυγατέρας. Πώς ίπιασε τό χέρι των; Πώς δέν έδειξεν άδράνειαν τό χέρι της; Πώς δέν παρέλυ¬ σαν τό νεύρα; Πώς δέν έπσθεν ό νοϋς της; Πώς Τσχυσεν ό λογισμός τής νά βοηθήση νά γίνουν τά γεγονότα αύτά; Καθότι αύτά πού έγιναν ήσαν πικσότερα άπό άπειρα βα¬ σανιστήρια, καθ’ ήν στιγμήν άντί διά τό σώμα κατεξεσχί- ζετο ή ψυχή της.

Αλλά μέχρι πότε θά φιλονεικώμεν διά νά φθάσωμεν τά άφθαστα; Β Διότι κανείς λόγος δέν ήμπορεΐ νά παρα- στήση τό μέγεθος τού πάθους, άλλά μόνη έκείνη ή γυνή, ή άποία έδοκίμασε καί ήγωνίσθη γνωρίζει ποια είναι αύτά τά παλαίσματα. "Ας τά άκουσσυν αύτά μητέρες, δς τά ά- κούσουν παρθένοι, Αϊ μέν μητέρες διά νά παιδαγωγούν

III

ίτοι τάς θυγατέρας των, αϊ ποιρθένοι διά νά πείθωντσι £τσι είς τάς μητέρας των. Διότι δέν πρέπει βεβαίως νά έ- παινή κανείς μόνον τήν μητέρα, ή άποία διέταξε τέτοια πράγματα, άλλά νά θαυμάζη καί τάς Θυγατέρας, αϊ δποϊ- αι ύπήκουσαν είς αύτά. Διότι ούτε ή μήτηρ έχρτ'άσθη αχοινία διά τά σφάγια καί τά θύματα, ούτε αϊ δαμάλεις έσκίρτησαν, άλλά μέ ίσήν προθυμίαν καί ψυχήν σόρουσαι τόν ζυγόν τοϋ μαρτυρίου εϊσήλθον είς τό ποταμόν, ένφ άφησαν έξω τά ύποδήματά των. Καί έκαμον τούτο, διότι έλυπούντο τούς φύλακας. Τόσην φροντίδα έδειξαν αϊ δ- γιαι έκεΐναι. Ο Διότι έφρόντιζον νά άφήσουν μαρτυρίαν διά τό δικαστήριον, διά νά μή έχη λόγον νά κατηγορήση κανένα ά ωμός έκεΐνος καί άπηνής δικαστής διά προδοσίαν καί ότι άφησαν τάς γυναίκας, έπειδή έπληρώθησαν πρός τούτο. Διά τούτο άφησαν τά ύποδήματα διά νά μαρτυ¬ ρούν τήν γνώμην τών στρατιωτών,54 ότι χωρίς νά γνωρί¬ ζουν έκείνοι, άλλ1 έν άγνοίς» των ^δραπέτευσαν πρός τών ποταμόν.

Πιθανόν νά έδημιουργήθη έντός μας μέγας πόθος διά τάς άγίας έκείνας. Μέ αύτήν λοιπόν τήν φλόγα τοΰ πόθου άς προσπέσωμεν είς τά λείψανά των, άς ένσγκαλισθωμεν τάς θήκας των, διότι καί θήκαι τών μαρτύρων δύνανται υά Ιχουν μεγάλην δύναμιν, όπως έχουν μεγάλην δύναμιν καί τά όστά τών μαρτύρων. Ο Και όχι μόνον τήν ήμέραν τής έορτής αύτής, άλλά καί άλλας ήμέρας νά έρχώμεθα έδώ, νά τάς παρακαλώμεν, νά άξιώνωμεν άπό αύτάς νά γίνουν προστάτιδές μας, διότι έχουν μεγάλην παρρησίαν, δχι μό¬ νον ένψ ίζων, άλλά και τώρα πού άπέθανον Καί μάλλον πε¬ ρισσότερον τώρα. Διότι τώρα φέρουν τά στίγματα τού Χριστού, Τά δέ στίγματα αύτά βταν τά έπιδεικνόουν, ήμ- ποροΟν δΓ όλα νά πείσουν τόν βασιλέα. Επειδή λοιπόν Τόσον μεγάλη είναι ή δύναμίς των καί ή φιλία των μέ τόν 6<όν, μέ τήν συνεχή παρουσίαν μας πλησίον των καί τήν άβΐάκοπον έπίσκεψίν μας, άφοϋ τάς κάμωμεν οίκείας πρός ήμίς, θά έφελκύσωμεν παρά του θεού δΓ αύτών τήν φι¬ λανθρωπίαν ταυ, Ε τήν όποίαν ε^θε νά τύχωμεν όλοι μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού, μίτά τοϋ άποίου Αρμόζει εις τόν Πατέρα δόξα, καθώς καί ΐΐς τό άγιον Πνεύμα τώρα καί πάντοτε καί είς τούς αίώνας Τβν αιώνων. Αμήν.

Γ)Π , ’Ιίνκ γ.[ ΊΖ(ι·11\ύιτΊ.* βλ ϊΐχον ίν ·4λλ©Η:< 6τα!ον Β4 -ο»; Ι·ΐΚ«10λήγ*ι Ινιάπκ,Υ -οϋ ίΐϊ,Μίοϋ, ϊ·3τ:ς «·4 4κΛτηγ6ρ*ι ΐκΐ ίίορο-